Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνία καὶ
μαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Λικίνιου. Ἦταν ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τοῦ
Εὐαγγελίου καὶ δεινὸς κήρυκάς του.
Λόγω τοῦ ἔργου του καταγγέλθηκε καὶ βασανίστηκε. Ὅμως
μὲ τὴ Θεία ἐπέμβαση, βγῆκε ἀλάβωτος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Ἔτσι δὲν ἔπαθε τίποτα
ὅταν τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καζάνι μὲ βραστὸ νερὸ καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὴν ἀγριότητα
πεινασμένου λιονταριοῦ. Βλέποντας αὐτὰ τὰ θαύματα ὁ ἔπαρχος Τερέντιος, τὸν
ἄφησε ἐλεύθερο.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Μίλητο, ὅπου καὶ
συνέχισε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς μιᾶς ἀληθινῆς πίστης τοῦ Κυρίου.
Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων καὶ μὲ τὴν ἀπειλὴ τῶν
βασανιστηρίων, θέλησαν οἱ εἰδωλολάτρες νὰ τὸν κάνουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ
Ἅγιος Ἀκάκιος ὅμως μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς του καὶ μόνο, μπόρεσε νὰ
συντρίψει τὰ ἀγάλματα τῶν εἰδώλων.Γι’ αὐτήν του τὴν πράξη ἀποκεφαλίστηκε. Τὸ ἅγιο λείψανό του ἐναποτέθηκε στὴν πόλη τῶν Συνάδων.