Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κορωνιώτισσας ἢ Δακρυροούσας φυλάσσεται στὴν ὁμώνυμη μονὴ τοῦ Ληξουρίου τῆς νήσου Κεφαλληνίας. Ἡ Παναγία κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ διέσωσε τὴ μονὴ ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ σεισμὸ τοῦ ἔτους 1867.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κύρος καὶ Ἰωάννης ἄθλησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Κύρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας.
Ὅταν ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ Ἅγιος Κύρος πῆγε σὲ ἕνα παραθαλάσσιο τόπο τῆς Ἀραβίας καί, ἀφοῦ περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, κατοίκησε στὸν τόπο αὐτό.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος Κύρος. Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ διάφορες φῆμες ἔμαθε ποῦ διέμενε ὁ Ἅγιος Κύρος, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε καὶ ἔμεινε μαζί του. Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), διότι οἱ Ἅγιοι θεράπευσαν τὰ μάτια του.
Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ διωγμοῦ συνελήφθη καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία, ποὺ ἦταν χήρα, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία. Ἡ εἴδηση τάραξε τὸν Κύρο καὶ τὸν Ἰωάννη. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μήπως αὐτὲς δειλιάσουν ἀπὸ τὴν σκληρότητα τῶν βασανιστηρίων, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεως τῆς γυναίκας, ἔσπευσαν κοντά τους καὶ ἔδιναν σὲ αὐτὲς θάρρος, ἐνῶ παράλληλα προετοιμάζονταν καὶ οἱ ἴδιοι γιὰ τὸ μαρτύριο. Καὶ πράγματι, συνελήφθησαν καὶ αὐτοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεμόνα.
Ἐκεῖ διακήρυξαν μὲ παρρησία καὶ θάρρος τὴν πίστη τους στὸν Θεό. Μάταια ὁ ἡγεμόνας ζητοῦσε νὰ κάμψει τὴν ἀνδρεία τῆς μητέρας, δείχνοντας σὲ αὐτὴ τὶς θυγατέρες της καὶ ἐπιρρίπτοντάς της τὴν ἐνοχή. Ἐκείνη, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὶς θυγατέρες της, τὶς ἐνίσχυε λέγουσα ὅτι ἡ σωματικὴ ὡραιότητα εἶναι πρόσκαιρη, ἐνῶ στὴν αἰωνιότητα διατηρεῖται ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀθάνατη. Αὐτὲς δὲ ἔλεγαν πρὸς τὴν μητέρα τους ὅτι αἰσθάνονταν μεγάλη χαρά, ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο μαζί της γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν χωρισθοῦν ποτὲ ἀπὸ κοντά της. Ὁ ἡγεμόνας ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε νὰ τοὺς ὑποβάλουν σὲ πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια. Μετὰ ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ἀποκεφάλισαν διὰ ξίφους τὸν Ἅγιο Κύρο καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, τὸ ἔτος 292 μ.Χ.. Ἔτσι μαρτύρησαν καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία μὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της. Τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο αὐτῶν ἔγραψε ὁ Σωφρόνιος ὁ Σοφιστής.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο ποὺ εἶχε ἀνεγερθεῖ πρὸς τιμήν τους καὶ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Φωρακίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τῇ γῇ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζοντες, τοῖς βοῶσιν ἀπαύστως· χαίρετε κρῆναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε πασχόντων θεραπευταί, Κῦρε θεοφόρε, Ἰωάννη τε θαυμαστέ· δωρεὰν γὰρ πᾶσι, παρέχοντες ἰάσεις, εὐεργετεῖτε πάντας, ὡς χριστομίμητοι.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ ἦταν κατὰ σάρκα ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Νίκωνος († 23 Μαρτίου), ἡγουμένου τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Μόνασε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἀλλὰ τὸ ἀνυπάκουο τοῦ χαρακτήρα του τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ καὶ τοὺς Πατέρες καὶ νὰ ζήσει, ὡς μοναχός, ἀπομονωμένος σὲ ἕνα κελὶ ποὺ ἔφτιαξε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὁ Ὅσιος Νίκων, ποὺ δὲν ἔδωσε τὴν εὐλογία του γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ μοναχοῦ Νικήτα εἶδε μὲ θλίψη τὴν πράξη του καὶ περίμενε μὲ φόβο τὴν τιμωρία τῆς παρακοῆς του. Πράγματι, ἡ δοκιμασία δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Μιὰ μέρα καὶ ἐνῶ ὁ Ὅσιος Νικήτας προσευχόταν, ὁ διάβολος μεταμορφωμένος σὲ Ἄγγελο Κυρίου, παρουσιάσθηκε μπροστά του καὶ τοῦ εἶπε νὰ μὴν προσεύχεται πλέον, ἀλλὰ νὰ μελετᾶ τὶς Ἁγίες Γραφές. Τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς θὰ ἀναλάμβανε ἀντὶ τοῦ Ὁσίου ὁ ψευτοάγγελος. Ὁ Ὅσιος ὑπέκυψε στὸν πειρασμό. Νόμισε ὅτι κατὰ θεία παραχώρηση καὶ λόγω τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε αὐτὴ τὴ μεγάλη δωρεά. Ἔτσι σταμάτησε τὴν προσευχὴ καὶ ἄρχισε τὴ μελέτη. Μελέτη ὅμως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ χωρὶς προσευχὴ δὲν γίνεται. Ἔτσι ἡ καρδιά του περιέπεσε σὲ ἀκηδία καὶ πνευματικὸ λήθαργο, γι’ αὐτὸ δὲν κατάφερε νὰ τελειώσει οὔτε τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὁ Ὅσιος ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ προφητεύει μόνο τὰ μέλλοντα κακά: κλοπές, ἐγκλήματα, κακὲς ἐνέργειες καὶ πράξεις, ὅλα δηλαδὴ ἐκεῖνα ποὺ κατεργάζεται ὁ διάβολος, ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους καὶ τῆς κακίας. Ἡ φήμη τοῦ ἁπλώθηκε παντοῦ καὶ ὅλοι τὸν θαύμαζαν γιὰ τὴν ἀκριβῆ ἐκπλήρωση τῶν προφητικῶν του λόγων. Οἱ Πατέρες τῆς μονῆς ἄρχισαν νὰ καταλαβαίνουν ὅτι ὁ Ὅσιος Νικήτας εἶχε πέσει σὲ πλάνη καὶ εἶχε ὁδηγηθεῖ ἀπὸ τὸν σατανὰ σὲ ὁδὸ ἀπωλείας. Ἔτσι ξεκίνησαν θερμὴ προσευχὴ γιὰ νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς τοῦ Ὁσίου καὶ νὰ σωθεῖ. Χάρη στὴν προσευχὴ τῶν συνασκητῶν του, τῶν Ἁγίων ἐκείνων Πατέρων, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο προσεύχονταν καὶ γιὰ τὸν ἀδελφό τους, ὁ νοῦς τοῦ Ὁσίου φωτίσθηκε καὶ ἄρχισε πάλι νὰ προσεύχεται καὶ νὰ βιώνει τοὺς ἀληθινοὺς καρποὺς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Ὁ Θεὸς ὄχι μόνο ἔκανε δεκτὴ τὴ μετάνοιά του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Λόγω τῆς ὁσιακῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Νικήτας, τὸ ἔτος 1096, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ. Ἀφοῦ ποίμανε ἀξίως καὶ θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1109 καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἁγίων καὶ Δικαίων Θεοπατόρων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης τοῦ Νόβγκοροντ.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα τὸ ἔτος 1800 καὶ ὀνομαζόταν Ἀθανάσιος. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ σὲ ἡλικία ἐννέα ἐτῶν μετέβη στὶς Κυδωνὶες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου σπούδασε στὴν ὀνομαστικὴ σχολὴ τῆς πόλεως ἔχοντας ὡς σχολάρχη τὸν περίφημο διδάσκαλο ἱερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς φοιτήσεώς του συνδέθηκε μὲ τὸν πνευματικὸ Γέροντα Δανιὴλ ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Πηλίου, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀνομαστοὺς πνευματικοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του.
Τὸ ἔτος 1815 ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὸν Γέροντα Δανιὴλ καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρὰ τὶς ἀντιδράσεις του, καθὼς δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο καὶ μετὰ ἀπὸ ἑξαετῆ παραμονὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦλθε καὶ πάλι μὲ τὸν Γέροντά του, στὴ μονὴ Πεντέλης στὴν Ἀθήνα. Ὅμως καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν, γιατί ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων. Στὴ συνέχεια μετέβησαν στὶς Κυκλάδες, ὅπου ὁ Ὅσιος χειροτονήθηκε τὸ 1817 Πρεσβύτερος.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔδρασε κυρίως στὴν Πάρο καὶ τὴ Φολέγανδρο, ὅπου δίδαξε ἀπὸ τὸ 1829 μέχρι τὸ 1840.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντά του Δανιήλ, ὁ Ὅσιος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ Λογγοβάρδας τῆς Πάρου. Κοιμόταν καὶ ἔτρωγε ἐλάχιστα καὶ συνεχῶς ἀγρυπνοῦσε, προσευχόμενος γιὰ τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Βασική του τροφὴ ἦταν ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ὅσιος θεωροῦσε τὴ μικρή του βιβλιοθήκη ὡς κῆπο τερπνότατο καὶ ὡραιότατο μὲ ἀγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη ἀπὸ εὔχυμους καρπούς.
Ὁ Ὅσιος ἀγαποῦσε τοὺς πάντες χωρὶς διακρίσεις. Περισσότερο ὅμως ἀγαποῦσε τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς ὁποίους διακονοῦσε μὲ μεγάλη προθυμία.
Ὅταν τὸ 1861, κοιμήθηκε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, εὐσεβὴς ἱερομόναχος Ἠλίας, οἱ πατέρες ἐξέλεξαν ἡγούμενο καὶ προϊστάμενό τους τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος τοὺς ποίμανε μὲ θεοφιλὴ καὶ θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια ἀργότερα παραιτήθηκε, γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ ἀπερίσπαστα μὲ τὸ ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1877. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ ἔτος 1938 καὶ ἑορτάζεται στὶς 10 Αὐγούστου. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πάρου.