Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος († 20 Δεκεμβρίου) ἦταν διάδοχος τῶν Ἀποστόλων καὶ χρημάτισε δεύτερος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας. Ὑπῆρξε, μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης Πολύκαρπο, μαθητὴς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.) στὴ Ρώμη, κατασπαραχθεὶς ἀπὸ τὰ θηρία.
Μετὰ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, κάποιοι Χριστιανοὶ μάζεψαν ἀπὸ τὸν ἱππόδρομο τὰ ἐναπομείναντα ἅγια λείψανά του καὶ τὰ μετέφεραν στὴν Ἀντιόχεια. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Μετὰ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, κάποιοι Χριστιανοὶ μάζεψαν ἀπὸ τὸν ἱππόδρομο τὰ ἐναπομείναντα ἅγια λείψανά του καὶ τὰ μετέφεραν στὴν Ἀντιόχεια. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς θησαυρὸν πλουτοποιῶν δωρημάτων, τὴν τῶν λειψάνων σου μυρίπνοον θήκην, τῇ ποίμνῃ σου μετήγαγον ἐκ Ῥώμης εὐσεβῶς· ἧσπερ τὴν ἐπάνοδον, ἑορτάζοντες πόθῳ, χάριν ἀρυόμεθα, πολλαπλῶν ἰαμάτων, τοὺς σοὺς ἀγῶνας μέλποντες ἀεί, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε ἔνδοξε.
Ὡς θησαυρὸν πλουτοποιῶν δωρημάτων, τὴν τῶν λειψάνων σου μυρίπνοον θήκην, τῇ ποίμνῃ σου μετήγαγον ἐκ Ῥώμης εὐσεβῶς· ἧσπερ τὴν ἐπάνοδον, ἑορτάζοντες πόθῳ, χάριν ἀρυόμεθα, πολλαπλῶν ἰαμάτων, τοὺς σοὺς ἀγῶνας μέλποντες ἀεί, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε ἔνδοξε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐξ Ἑῴας σήμερον ἐξανατείλας, καὶ τὴν κτίσιν ἅπασαν, καταλαμπρύνας διδαχαῖς, τῷ μαρτυρίῳ κεκόσμηται, ὁ θεοφόρος καὶ θεῖος Ἰγνάτιος.
Ἐξ Ἑῴας σήμερον ἐξανατείλας, καὶ τὴν κτίσιν ἅπασαν, καταλαμπρύνας διδαχαῖς, τῷ μαρτυρίῳ κεκόσμηται, ὁ θεοφόρος καὶ θεῖος Ἰγνάτιος.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν ἀναβλύζει οἷα πηγή, δωρεῶν ἀΰλων, ἡ σὴ θήκη ἡ εὐαγής, καὶ σωμάτων πάθη, καὶ καρδιῶν τοὺς σπίλους, ἀεὶ ἀνακαθαίρει, Πάτερ Ἰγνάτιε.
Ὁ Ὅμηρος Εὐστρατιάδης φρονεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Μάρτυρα Ἀκεψιμᾶ ποὺ συνεορτάζει μετὰ τῶν Μαρτύρων Ἰσιδώρου καὶ Λέοντος στὶς 7 Δεκεμβρίου.
Χάριν ἀναβλύζει οἷα πηγή, δωρεῶν ἀΰλων, ἡ σὴ θήκη ἡ εὐαγής, καὶ σωμάτων πάθη, καὶ καρδιῶν τοὺς σπίλους, ἀεὶ ἀνακαθαίρει, Πάτερ Ἰγνάτιε.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1780 στὸ Παλαιόκαστρο τῆς Χίου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀπόστολο καὶ τὴν Μαρουλοῦ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἦρθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐργαζόταν πλησίον τοῦ ἀδελφοῦ του Ζαννῆ, ποὺ ἦταν ἔμπορος. Μνηστευθεὶς ὅμως μὲ μία νέα, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ὁ ἀδελφός του, ἀποπέμφθηκε ἀπὸ τὴν ἐργασία του.
Ἡ φτώχεια τὸν ἔκανε νὰ θυμηθεῖ ὅτι ὁ Τοῦρκος Σεΐχ – οὐλ – ἰσλάμης ὄφειλε στὸν ἀδελφό του δύο δηνάρια, ἀπὸ κάποια ἀγορὰ ὑφασμάτων μὲ πίστωση, πῆγε στὴν οἰκία του, γιὰ νὰ εἰσπράξει τὸ ὀφειλόμενο χρέος καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐκεῖ βρῆκε μία Μωαμεθανὴ ποὺ τοῦ ἐκδήλωσε τὴν ἀγάπη της λέγοντάς του ὅτι, ἢ πρέπει νὰ γίνει Μωαμεθανὸς γιὰ νὰ τὴ νυμφευθεῖ ἢ πρέπει νὰ πεθάνει. Ὁ Δημήτριος αἰφνιδιάστηκε. Δέχθηκε τὶς προτάσεις τῆς γυναίκας καὶ παρέμεινε στὴν οἰκία της ὡς ἐξωμότης. Ἦλθε ὅμως στὸν ἑαυτό του καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ραμαζανίου δραπέτευσε καὶ κρύφθηκε ἀπὸ Χριστιανικὴ οἰκογένεια στὴ συνοικία τοῦ Σταυροδρομίου. Ὁ ἀδελφός του Ζαννῆς ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει. Ὁ Δημήτριος ἔγραψε ἐπιστολὴ στὸν πατέρα του μὲ τὰ συμβάντα καὶ ἐξομολογήθηκε στὸν Πνευματικὸ τί εἶχε πράξει. Μέσα στὴν καρδιά του φούντωσε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρουσιάσθηκε στὸν Τοῦρκο διοικητή, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ Χιῶτες ποὺ διέμεναν στὴν Κωνσταντινούπολη μάζεψαν χρήματα, μὲ σκοπὸ νὰ προσφέρουν αὐτὰ στοὺς Τούρκους γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσουν, φοβούμενοι μήπως ὁ Δημήτριος λυγίσει μπροστὰ στὰ βασανιστήρια. Ὅταν ὁ Δημήτριος πληροφορήθηκε τὴν ἐνέργεια αὐτὴ τοὺς ἐπετίμησε καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ προσεύχονται, γιὰ νὰ τελειώσει μαρτυρικὰ τὴ ζωή του. Ἔτσι κι ἔγινε. Μετὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια ὁ Δημήτριος παρέμεινε ἀκλόνητος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποκεφαλίσθηκε τὸ ἔτος 1802.
Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ σὲ κάποιο μοναστήρι στὸ νησὶ Πρώτη.
Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ σὲ κάποιο μοναστήρι στὸ νησὶ Πρώτη.