Ἡ Ἐκκλησία μας δέχεται τὴν βασκανία, δηλαδὴ τὴν ἐπέμβασῃ τοῦ πονηροῦ πνεύματος καὶ τή θεωρεῖ ἔργο τοῦ διαβόλου. Σχετίζεται κυρίως μὲ τὸν φθόνο καὶ τὴν ζήλεια.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εὐχὴ κατὰ τῆς βασκανίας (πού διαβάζεται μόνο ἀπὸ Ἱερέα) λέει μεταξὺ ἄλλων:
…ἀπόστησον
πᾶσαν διαβολικὴν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικὴν ἔφοδο καὶ πᾶσαν ἐπιβουλήν,
περιέργειάν τε πονηρὰν καὶ βλάβην καὶ ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῷ φθονερῶν
ἀνθρώπων ἀπὸ τοῦ δούλου σου
(ὄνομα) καὶ ἤ ὑπὸ ὡραιότητος ἢ ἀνδρείας ἢ εὐτυχίας ἢ ζήλου ἢ καὶ φθόνου βασκανίας συνέβη,…
Δέν
θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ αὐτόν πού «ματιάζεται», ἀλλὰ σὲ αὐτόν πού «ματιάζει».
Καὶ αὐτό, γιατὶ πρέπει νά ἐξετάσουμε καὶ νά πολεμήσουμε τὴν πηγὴ τῆς
βασκανίας. Τὸ ἐρώτημα δέν εἶναι γιατὶ «μᾶς πιάνει τὸ μάτι», ἀλλὰ γιατὶ
κάποιοι ἔχουν αὐτὴ τὴν ἀρνητικὴ ἱκανότητα…
Ὁ
καθενὰς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νά ματιάσει; Ὄχι. Ἄρα αὐτός πού μπορεῖ, τὶ ἔχει
ἢ μᾶλλόν τί τοῦ λείπει καὶ μεταδίδει ἀρνητικὴ ἐνέργεια «διὰ τῆς
ὁράσεως»;
Εἴπαμε
ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποδίδουν τὸ μάτι σὲ «δαιμόνιο». Αὐτός
πού ματιάζει ἔχει «δαιμόνιο». Ἀκούγεται βαρὺ ἀλλὰ ἔτσι εἶναι.
Αὐτός
πού ματιάζει, συνήθως ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὰ μυστήρια τῆς. Δέν
ἐξομολογεῖται, δέν κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων μυστηρίων, δέν κάνει τὸν Σταυρὸ
του Ἤ τελοσπάντων ἀνήκει στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ δέν μετέχει
συνειδητὰ στά μυστήρια της… «ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσι μὲ τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ΄ ἑμοῦ» (Ματθ. ιε,8)
Δυστυχῶς,
ἔτσι εἶναι ὄσο καὶ ἂν ἀκούγεται ἄσχημα ὄσο καὶ ἂν δέν θέλουμε νά τὸ
παραδεχτοῦμε, ἡ ἀποχὴ καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν θεῖο δρόμο ἀπὸ τὸν μὴ
ἐκκλησιασμό, μόνο πόρτες ἀνοίγει στόν διάβολο μὲ ὅ,τι μπορεῖ νά
συνεπάγεται αὐτό.
Ὁ
καθενὰς ἀπὸ ἐμᾶς λοιπόν, πρέπει νά ἐξετάσει τὸν ἑαυτὸ του σχετικὰ μὲ
τὴν εἰλικρινή συμμετοχὴ του στά Μυστήρια καὶ στόν ἐκκλησιασμὸ καὶ νά
ἀσφαλίσει τὸν ἑαυτὸ του μὲ τὸ μεγαλύτερο ὄπλο κατὰ τοῦ διαβόλου πού
εἶναι ὁ Σταυρὸς.