Την Τρίτη 4 Ιουνίου το
βράδυ ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ.
Παντελεήμων τέλεσε Ιερά Αγρυπνία και κήρυξε τον θείο λόγο επί τη εορτή
της Αποδόσεως του Πάσχα στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Αγίων Αποστόλων
Πέτρου και Παύλου Βεροίας.
Κατά
την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας τέθηκε σε προσκύνηση η Τιμία Κάρα
του Αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού από την Ιερά Μονή Παναχράντου
Άνδρου, ενώ στο Ιερό Βήμα παρέστη συμπροσευχόμενος ο Καθηγούμενος της
Ιεράς Μονής Πανοσιολογιώτατος Αρχιμ. Ευδόκιμος Φραγκουλάκης.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Θεία Λειτουργία :
«Καί ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλά διά τούς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν ἵνα μή ἀποσυνάγωγοι γένωνται».
Ἕνα
θαῦμα, τό μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ κόσμου, ἑορτάσαμε πρίν ἀπό σαράντα
ἡμέρες. Καί αὐτό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου
μας. Καί εἶναι τό μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ κόσμου, γιατί ἄν καί συνέβη σέ
μία συγκεκριμένη χρονική καί ἀφοροῦσε ἕνα μόνο πρόσωπο, τό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ, δέν περιορίσθηκε σέ αὐτό. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό
μεγαλύτερο θαῦμα, γιατί χάρισε τήν ἀνάσταση σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος,
ὄχι ἀόριστα καί γενικά, ἀλλά συγκεκριμένα καί προσωπικά στόν κάθε
ἄνθρωπο, στόν κάθε ἕνα πού πιστεύει στόν Χριστό καί τήν Ἀνάστασή του.
Διότι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς πίστεώς μας,
ἀποτελεῖ τή βάση καί τήν οὐσία τῆς πίστεώς μας.
Γι᾽
αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσει «εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται,
κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή καί ἡ πίστις ὑμῶν». Ἄν ὁ Χριστός δέν
ἀναστήθηκε οὔτε τό κήρυγμά μας ἔχει περιεχόμενο καί νόημα, οὔτε ἡ πίστη
σας.
Γι᾽
αὐτό καί τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως ἐνόχλησε ἀπό τήν πρώτη στιγμή καί
ἐνοχλεῖ μέχρι καί σήμερα, εἴκοσι αἰῶνες τώρα, τούς ἐχθρούς τοῦ
Χριστοῦ καί τῆς πίστεώς του.
Τήν
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ φοβόταν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισσαῖοι καί
προσπάθησαν νά τήν ἐμποδίσουν, βάζοντες στρατιῶτες νά φρουροῦν τόν
τάφο τοῦ Ἰησοῦ.
Τήν
Ἀνάσταση φοβόταν καί ὅταν συνέβη, καί πλήρωσαν τούς φύλακες γιά νά
διαψεύσουν τήν εἴδηση καί νά ποῦν ὅτι, ἐνῶ ἐκεῖνοι κοιμόταν, οἱ
μαθητές του ἔκλεψαν τό σῶμα του.
Ἡ
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία ἐνόχλησε καί τούς Ἀθηναίους,
ὅταν μιλώντας γι᾽ αὐτήν ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Ἄρειο Πάγο τοῦ εἶπαν
εἰρωνικά «ἀκουσόμεθά σου καί πάλιν».
Ἡ
Ἀνάσταση εἶναι τό ἀντιλεγόμενο σημεῖο σέ κάθε ἐποχή, γιατί
ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, καί ἡ πίστη σέ αὐτόν
εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή καί σώζουσα. Διότι μέ τήν Ἀνάσταση ὁ Χριστός
καταργεῖ ὄχι μόνο τόν σωματικό θάνατο ἀλλά καί τόν πνευματικό καί
χαρίζει στόν ἄνθρωπο τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν αἰώνιο ζωή· τόν
καθιστᾶ τέκνο Θεοῦ ἀποκαθιστώντας τή σχέση του μέ τόν Θεό-Πατέρα
πού εἶχε διαταραχθεῖ ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς καί τῆς πτώσεώς του.
Ὁ
Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή του χαρίζει στόν ἄνθρωπο τήν ἐλευθερία ἀπό
κάθε εἴδους δεσμά καί τοῦ προσφέρει τήν προοπτική καί τό μέλλον πού
ἀναζητᾶ. Γι᾽αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὄχι
μόνο ὡς θεμέλιο τῆς πίστεώς της ἀλλά καί ὡς κέντρο τῆς λειτουργικῆς
ζωῆς της, ἐφόσον κάθε Κυριακή ἀποτελεῖ ἀνάμνηση τῆς ἡμέρας τῆς
Ἀναστάσεως.
Αὐτό
ἀκριβῶς τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως μᾶς ἀπευθύνει γιά μία ἀκόμη φορά ἡ
Ἐκκλησία μας, καθώς κλείνει σήμερα ὁ κύκλος τῆς Ἀναστασίμου περιόδου
καί αὔριο θά ἑορτάσουμε τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας στούς οὐρανούς.
Καί μᾶς τό ἀπευθύνει ὑπενθυμίζοντάς μας ὅτι τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως
δέν εἶναι κάτι πού ἀπό αὔριο δέν θά ὑπάρχει. Δέν εἶναι μία ἑορτή, ὅπως
οἱ ἄλλες, τήν ὁποία θά περιμένουμε νά ἑορτάσουμε σέ ἕνα χρόνο. Εἶναι
μία πραγματικότητα πού ὁ καθένας μας μπορεῖ καί θά πρέπει νά ζεῖ μέσα
στήν ψυχή του. Γιά νά στηρίζει τήν πίστη του, γιά νά στηρίζει τήν
ἐλπίδα του, γιά νά ἐνισχύεται στόν ἀγώνα του, γιά νά σηκώνεται ἀπό τίς
πτώσεις του, γιά νά ἔχει τή χαρά πού δίδει ὁ Χριστός καί πού δέν
ἐπηρεάζεται ἀπό ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, ἀλλά καί γιά νά ἔχει τή δύναμη
καί τό θάρρος νά δίδει τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, τό μήνυμα τῆς πίστεως
στόν Χριστό, καί στούς ἀνθρώπους γύρω του.
Γιατί
ὑπάρχουν πολλοί ἄνθρωποι καί στίς ἡμέρες μας, ὅπως ὑπῆρχαν καί στήν
ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν, ἀλλά διστάζουν καί δειλιάζουν
νά ὁμολογήσουν τήν πίστη τους εἴτε μέ τόν λόγο τους εἴτε μέ τά ἔργα
τους, γιατί φοβοῦνται τή γνώμη ἐκείνων πού δέν πιστεύουν, φοβοῦνται νά
μήν τούς θεωρήσουν συντηρητικούς, ἀφελεῖς, ὀπισθοδρομικούς. Ἀνησυχοῦν
γιά τήν κριτική, τήν εἰρωνεία ἤ καί τόν ἀποκλεισμό πού μπορεῖ νά
ἀντιμετωπίσουν. Ἀνησυχοῦν μήπως γίνουν καί αὐτοί «ἀποσυνάγωγοι»,
ὅπως ἀκούσαμε πρό ὀλίγου τόν ἱερό εὐαγγελιστή Ἰωάννη νά λέγει γιά
κάποιους ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πιστεύσει στόν Χριστό
ἀλλά «διά τούς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν ἵνα μή ἀποσυνάγωγοι γένωνται».
Ὅμως
ἡ πίστη περιλαμβάνει καί τήν ὁμολογία, καί ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ
«μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη», ἰσχύει γιά κάθε πιστό, ἀνάλογα βεβαίως μέ
τίς δυνάμεις καί τίς δυνατότητές του. Γι᾽ αὐτό καί ὅλοι ἔχουμε χρέος νά
ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας καί νά τήν κάνουμε γνωστή καί σέ ὅσους μέχρι
τώρα τήν ἀγνοοῦσαν ἤ ἀδιαφοροῦσαν γι᾽ αὐτήν. Ἔχουμε χρέος νά
διαδώσουμε τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας πού
τό περιμένει γιά νά ἀποκτήσει ἐλπίδα καί προοπτική. Ἄς μήν τόν
ἀφήσουμε νά περιμένει. Ἄς κρατήσουμε τό φῶς καί τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως
στήν ψυχή μας καί ἄς ἀγωνιζόμαστε νά τά μεταλαμπαδεύουμε στούς
ἀνθρώπους γύρω μας, ἀντλώντας δύναμη ἀπό τή δύναμη τοῦ ἀναστάντος
Κυρίου, γιά νά ζοῦμε τήν Ἀνάσταση καί μέσα μας καί στόν κόσμο μας.