Στήν ἱστορία αὐτῶν ποῦ ἀκολούθησαν τόν Χριστό ὑπῆρξαν ἀρκετές
περιπτώσεις ἀνθρώπων, πού σέ μία στιγμή ἀδυναμίας λύγισαν. Τά γεγονότα
γύρω ἀπό τό Πάθος καί τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, μᾶς θύμισαν τρεῖς
χαρακτηριστικές ἐπώνυμες περιπτώσεις: τήν κάμψη τοῦ Πέτρου, τήν πτώση
τοῦ Ἰούδα καί, σήμερα, τήν ἀναστολή τοῦ Θωμᾶ
Ἡ κάμψη τοῦ Πέτρου ἦταν μία ἔκφραση ἀδυναμίας, μιά συνέπεια τῆς
ὑπερβολικῆς ἐμπιστοσύνης στήν ἀφοσίωσή του στό Διδάσκαλο.
Ἡ πτώση τοῦ Ἰούδα εἶχε ἀφορμή μία βαθειά ἀποκαρδίωση καί σύγχυση. Διαφορετικά εἶχε φαντασθεῖ τόν Μεσσία κι ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὁ πραγματικός Χριστός δέν ἐμοίαζε στό εἴδωλο πού εἶχε πλάσει μέ τό μυαλό του, ζήτησε νά βγάλει ἀπό τή μέση τήν Ἀλήθεια κι ὄχι τήν ψευδαίσθησή του. Τόν Θωμά τόν σταμάτησε ἡ συρροή τῶν τελευταίων θλιβερῶν γεγονότων. Εἶχε κουρασθεῖ πιά, εἶχε ἐξαντληθεῖ· καί ἀναζήτησε τήν ἡρεμία στή μοναξιά του.
Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις ὁ Κύριος ἐπεμβαίνει προσωπικά. Στήν πρώτη, τοῦ Πέτρου, εἶχε προηγηθεῖ μία πρόρρηση· καί στήν κρίσιμη ὥρα ἕνα βλέμμα ἔκανε τό μάθητή νά συναισθανθεῖ, νά συντριβῆ, νά πλύνει τό λάθος του στό πικρό κλάμα. Στή δεύτερη περίπτωση, τοῦ Ἰούδα, ἡ ἐπέμβαση ἦταν πιό αἰσθητή καί ἄμεση. Δύο φορές πραγματοποιήθηκε μιά ἐπαφή τοῦ μαθητοῦ μέ τό σῶμα τοῦ Διδασκάλου ὅταν συνδειπνοῦσαν στό Μυστικό Δεῖπνο, ἄγγιξε τό μυστικό σῶμα Του. Στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἄγγιξε μέ φίλημα τό πρόσωπό Του. Οὔτε ὅμως τή μία φορά οὔτε τήν ἄλλη συνῆλθε.
Παλαιότερα, ἡ ἁπλή γυναίκα τοῦ λαοῦ, ἡ αἱμορροοῦσα, ἀγγίζοντας μέ φόβο καί δέος τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ εἶχε λυτρωθεῖ. Για τό μαθητή ἡ ἐπαφή μέ τό ἴδιο σῶμα τοῦ Διδασκάλου ὑπήρξε ἀτελέσφορη. Καί ὅταν ἀργότερα ἔνοιωσε ντροπή γιά τήν πράξη του, ἀντί νά ὁδηγηθῆ στή μετάνοια, κατέληξε στήν ἀπελπισία.
Στήν τρίτη περίπτωση, τοῦ Θωμά, ἔφθασε ἡ ἁπλή παρουσία τοῦ Κυρίου γιά νά τόν συνεφέρει καί νά τόν ἀποκαταστήσει στήν πρώτη του σχέση καί ἐμπιστοσύνη. Ὁ Θωμάς εἶχε ἀποσυρθεῖ στή μόνωση γιά νά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Ἡ λύση ὅμως τοῦ προβλήματος πού τόν ἀπασχολεῖ δέν πραγματοποιεῖται στή μοναξιά του, ἀλλά ὅταν ἐπιστρέφει στήν κοινότητα τῶν μαθητῶν. Ἐκεῖ τόν συναντᾶ ὁ Χριστός καί ὄχι στή μοναξιά του καί τοῦ λέει «Φέρε τόν δάκτυλο σου ἐδῶ καί κοίταξε τά χέρια μου καί φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου». Κι’ ὁ Θωμᾶς ἀντιδρᾶ μέ μιά ταχύτητα καί ἀμεσότητα ἐκπληκτική, δέν ψηλαφεῖ ἀλλά ἀποκρίνεται «Ὁ Κύριος μου καί Θεός μου». Καί ἀπαντᾶ ὁ Κύριος «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας; μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».
Εκ της ιερας μητροπολεως Μαρωνείας και Κομοτηνής.
Ἡ πτώση τοῦ Ἰούδα εἶχε ἀφορμή μία βαθειά ἀποκαρδίωση καί σύγχυση. Διαφορετικά εἶχε φαντασθεῖ τόν Μεσσία κι ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὁ πραγματικός Χριστός δέν ἐμοίαζε στό εἴδωλο πού εἶχε πλάσει μέ τό μυαλό του, ζήτησε νά βγάλει ἀπό τή μέση τήν Ἀλήθεια κι ὄχι τήν ψευδαίσθησή του. Τόν Θωμά τόν σταμάτησε ἡ συρροή τῶν τελευταίων θλιβερῶν γεγονότων. Εἶχε κουρασθεῖ πιά, εἶχε ἐξαντληθεῖ· καί ἀναζήτησε τήν ἡρεμία στή μοναξιά του.
Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις ὁ Κύριος ἐπεμβαίνει προσωπικά. Στήν πρώτη, τοῦ Πέτρου, εἶχε προηγηθεῖ μία πρόρρηση· καί στήν κρίσιμη ὥρα ἕνα βλέμμα ἔκανε τό μάθητή νά συναισθανθεῖ, νά συντριβῆ, νά πλύνει τό λάθος του στό πικρό κλάμα. Στή δεύτερη περίπτωση, τοῦ Ἰούδα, ἡ ἐπέμβαση ἦταν πιό αἰσθητή καί ἄμεση. Δύο φορές πραγματοποιήθηκε μιά ἐπαφή τοῦ μαθητοῦ μέ τό σῶμα τοῦ Διδασκάλου ὅταν συνδειπνοῦσαν στό Μυστικό Δεῖπνο, ἄγγιξε τό μυστικό σῶμα Του. Στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἄγγιξε μέ φίλημα τό πρόσωπό Του. Οὔτε ὅμως τή μία φορά οὔτε τήν ἄλλη συνῆλθε.
Παλαιότερα, ἡ ἁπλή γυναίκα τοῦ λαοῦ, ἡ αἱμορροοῦσα, ἀγγίζοντας μέ φόβο καί δέος τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ εἶχε λυτρωθεῖ. Για τό μαθητή ἡ ἐπαφή μέ τό ἴδιο σῶμα τοῦ Διδασκάλου ὑπήρξε ἀτελέσφορη. Καί ὅταν ἀργότερα ἔνοιωσε ντροπή γιά τήν πράξη του, ἀντί νά ὁδηγηθῆ στή μετάνοια, κατέληξε στήν ἀπελπισία.
Στήν τρίτη περίπτωση, τοῦ Θωμά, ἔφθασε ἡ ἁπλή παρουσία τοῦ Κυρίου γιά νά τόν συνεφέρει καί νά τόν ἀποκαταστήσει στήν πρώτη του σχέση καί ἐμπιστοσύνη. Ὁ Θωμάς εἶχε ἀποσυρθεῖ στή μόνωση γιά νά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Ἡ λύση ὅμως τοῦ προβλήματος πού τόν ἀπασχολεῖ δέν πραγματοποιεῖται στή μοναξιά του, ἀλλά ὅταν ἐπιστρέφει στήν κοινότητα τῶν μαθητῶν. Ἐκεῖ τόν συναντᾶ ὁ Χριστός καί ὄχι στή μοναξιά του καί τοῦ λέει «Φέρε τόν δάκτυλο σου ἐδῶ καί κοίταξε τά χέρια μου καί φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου». Κι’ ὁ Θωμᾶς ἀντιδρᾶ μέ μιά ταχύτητα καί ἀμεσότητα ἐκπληκτική, δέν ψηλαφεῖ ἀλλά ἀποκρίνεται «Ὁ Κύριος μου καί Θεός μου». Καί ἀπαντᾶ ὁ Κύριος «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας; μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».
Εκ της ιερας μητροπολεως Μαρωνείας και Κομοτηνής.