Ὀ Ἅγιος ἦταν ἁπλὸς στὸ χαρακτήρα, ἀκτήμονας, αὐστηρὸς ἀσκητὴς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 369 μ.Χ., καὶ εἶναι πολιοῦχος τῆς Λευκωσίας. Ἡ τίμια κάρα αὐτοῦ φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Κύκκου τῆς Κύπρου.
Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομές, ὄπως γράφει ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, στὸ Χρονικό του, γύρω στὸν 15ο αἰώνα μ.Χ., Ἄραβες ἐπιδρομεῖς ἄνοιξαν καὶ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρουν κάποιο θησαυρό. Ἀντὶ ἄλλου θησαυροῦ εὑρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἦταν ἀνέπαφο καὶ εὐωδιάζον. Γεμάτοι ἀγριότητα ἀπέκοψαν μὲ μαχαίρι τὴν τιμία κεφαλὴ καὶ ἀμέσως ἀπὸ τὸν λαιμὸ ἔτρεξε ἄφθονο αἷμα. Τότε ἐπῆραν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἐπῆγαν κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Φανερωμένης, ὄπου ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ τὸ κάψουν. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀνέπαφο.