Την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου το
πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ.
Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στον πανηγυρίζοντα Ιερό
Ναό της Υπαπαντής του Κυρίου στην Πατρίδα του Δήμου Βεροίας.
Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος χειροθέτησε Αναγνώστη τον κ. Παναγιώτη Ιορδανίδη, ο οποίος διακονεί στο Αναλόγιο της ενορίας.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
«Ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου».
Μία
ὁμολογία πίστεως ἀκούεται σήμερα ἀπό τά χείλη τοῦ πρεσβύτου Συμεών.
Μία ὁμολογία πίστεως ἀπό τά χείλη ἑνός εὐσεβοῦς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στόν
μακρό χρόνο τῆς ζωῆς του εἶχε συναντήσει χιλιάδες ἀνθρώπους καί εἶχε
ἀποκομίσει πολλές ἐμπειρίες. Ὅμως ὁ Συμέων δέν ἀρκεῖτο σέ αὐτές.
Ἐπιθυμοῦσε καί προσευχόταν νά ἀποκτήσει τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Ἐπιθυμοῦσε καί προσευχόταν νά δεῖ τόν Σωτήρα καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου.
Καί
ὁ Θεός θέλησε νά τοῦ χαρίσει αὐτή τήν ἐξαιρετική ἐμπειρία. Νά τοῦ
δώσει τήν εὐκαιρία ὄχι μόνο νά δεῖ τόν Μεσσία ἀλλά νά τόν πάρει καί
στήν ἀγκάλη του. Νά ἐκπληρώσει στό πρόσωπο τοῦ Συμεών τήν ὑπόσχεση πού
θά ἔδινε μερικά χρόνια ἀργότερα στούς μαθητές του: «αἰτεῖτε καί
δοθήσεται ὑμῖν».
Στήν
ἐπίμονη παράκληση τοῦ πρεσβύτου Συμεών κάμπεται ὁ Θεός καί
ἀνταποκρίνεται καί τόν προειδοποιεῖ νά πάει στόν ναό τήν ἡμέρα τῆς
Ὑπαπαντῆς γιά νά τόν συναντήσει. Τήν ἡμέρα πού ὁ Χριστός θά εἰσήγετο ὡς
βρέφος ἀπό τήν Παναγία Μητέρα του καί τόν προστάτη της Ἰωσήφ, ὁ Συμεών
κατά θεία πληροφορία φθάνει ἐκεῖ γιά νά τόν ὑποδεχθεῖ, γιά νά τόν πάρει
στά χέρια του καί νά ἀναφωνήσει δοξολογικά «ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου
τό σωτήριόν σου».
Μεγάλη
ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ πρός τόν πρεσβύτη Συμεών, μεγαλύτερη ὅμως αὐτή πού
ἀπολαμβάνουμε ἐμεῖς, ἀδελφοί μου. Διότι ἐκεῖνος ἀνέμενε καί
προσηύχετο χρόνια γιά νά ἀξιωθεῖ νά τόν δεῖ τόν Χριστό. Ἐμεῖς ὅμως δέν
χρειάζεται νά περιμένουμε γιά νά τόν δοῦμε. Διότι ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν
σαρκί, ἔγινε ἄνθρωπος «ὁμοιοπαθής ἡμῖν» καί συνανεστράφη μεταξύ μας γιά
τή σωτηρία μας.
Δέν
χρειάζεται νά περιμένουμε τόν Σωτήρα, ὅπως χρειάσθηκε ὁ πρεσβύτης,
Συμεών. Χρειάζεται ὅμως νά ἐπιδιώκουμε νά τόν δοῦμε, νά ἐπιδιώκουμε νά
τόν συναντήσουμε. Γιατί ἐάν δέν τόν δοῦμε, ἐάν δέν τόν συναντήσουμε,
δέν μᾶς ὠφελεῖ ὅτι ἦρθε στή γῆ, ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς καί
σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία μας, ὅπως δέν ὠφέλησε καί ἐκείνους οἱ ὁποῖοι
βάδισαν δίπλα του κατά τήν ἐπίγειο ζωή του, ἄκουσαν τή διδασκαλία του,
εἶδαν καί ἔζησαν τά θαύματά του, καί ὅμως δέν δυσκολεύθηκαν στή
συνέχεια, μετά τά «ὠσαννά», νά φωνάξουν καί τό «ἄρον, ἄρον, σταύρωσον»,
γιατί δέν συνειδητοποίησαν ποιός ἦταν.
Καί
τό ἴδιο μπορεῖ νά συμβεῖ καί σέ ἐμᾶς, ἐάν δέν ἐπιδιώκουμε, ἐάν δέν
προσπαθοῦμε, ἐάν δέν παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς δείξει «τό σωτήριόν
του». Μπορεῖ νά εἴμεθα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐκκλησιαζόμεθα, νά
μετέχουμε ἀκόμη καί στά ἱερά μυστήρια, ἀλλά νά μήν αἰσθανόμεθα «τό
σωτήριον» τοῦ Θεοῦ, νά μήν αἰσθανόμεθα μέσα μας τήν παρουσία καί τή χάρη
του, γιατί αὐτά πού κάνουμε, τά κάνουμε ἀπό συνήθεια, ἀπό
ὑποχρέωση, χωρίς νά ἀντιλαμβανόμεθα τή σημασία τους. Καί ὁ Θεός δέν
ἀποκαλύπτεται ὑποχρεωτικά. Δέν ἀναγκάζει κανέναν νά τόν ἀναγνωρίσει.
Περιμένει νά τόν ζητήσουμε, νά τοῦ ποῦμε ὅτι θέλουμε νά τόν γνωρίσουμε
καί νά τόν συναντήσουμε. Περιμένει νά ἀνταποκριθοῦμε στήν πρόσκλησή
του, ὅταν μᾶς καλεῖ κοντά του, μέ εἰλικρίνεια, μέ ἀγάπη, μέ
εὐγνωμοσύνη.
Ἄς
διδαχθοῦμε ἀπό τό παράδειγμα τοῦ πρεσβύτου Συμεών πού ἀξιώθηκε νά
δεῖ καί νά κρατήσει στά χέρια του τόν Χριστό καί ἄς κάνουμε καί ἐμεῖς τό
ἴδιο. Ἄς ζητοῦμε πρωτίστως ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἀποκαλύψει τόν ἑαυτό
του.
Καί
ὅταν λέμε νά μᾶς ἀποκαλύψει τόν ἑαυτό του, ἐννοῦμε νά μᾶς βοηθήσει νά
κατανοήσουμε τί μᾶς λέγει μέ τόν λόγο καί τό Εὐαγγέλιό του, τί ζητᾶ
ἀπό ἐμᾶς νά κάνουμε γιά νά τόν πλησιάσουμε καί νά ζήσουμε ὅπως Ἐκεῖνος
θέλει, ὅπως ἔκανε καί ὁ πρεσβύτης Συμεών, ὁ ὁποῖος σέ ὅλη του τή ζωή
παρακαλοῦσε νά ἀξιωθεῖ νά δεῖ «τό σωτήριόν του».
Ὁ
Συμεών ἔκανε ὅμως καί κάτι ἀκόμη. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τό βρέφος πού
εἰσῆλθε στόν ναό ἦταν ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τότε ἄνοιξε τίς ἀγκάλες
του γιά νά τόν δεχθεῖ καί εὐχαρίστησε τόν Θεό γιά τή μεγάλη εὐεργεσία.
Αὐτό
ἄς κάνουμε καί ἐμεῖς, κάθε φορά πού ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς
δίδουν τή δυνατότητα νά συναντήσουμε τόν Θεό. Ἄς ἀνοίγουμε τήν ψυχή
μας γιά νά τόν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς προσπαθοῦμε νά τόν κρατοῦμε στήν ψυχή
γιά νά τήν ἀλλοιώνει καί νά τήν ἁγιάζει, γιά νά αἰσθανόμεθα τή χαρά καί
τήν πληρότητα πού προσφέρει καί νά τόν εὐχαριστοῦμε γι᾽ αὐτό. Γιατί
μόνο ἔτσι ἡ συνάντησή μας μέ τόν Θεό θά ἔχει νόημα καί θά εἶναι σωτήρια
γιά μᾶς.