– Δεν πονάς για ένα σφάλμα που κάνεις;
– Πονάω ,αλλά ίσως είναι ρηχός ο πόνος.
– Από τα δάκρυα μη βγάζης συμπέρασμα. Είναι βέβαια τα δάκρυα ένα χαρακτηριστικό της μετανοίας, αλλά δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό. Μερικοί, εκεί που κλαίνε, εκεί γελάνε. Ο καρδιακός πόνος και ο εσωτερικός αναστεναγμός είναι τα εσωτερικά δάκρυα, που είναι ανώτερα από τα εξωτερικά. Ένας καημένος, έλεγε: «Τί σκληρός που είμαι, πάτερ! Ούτε ένα δάκρυ! Η καρδιά μου είναι σαν πέτρα. Τί σκληροκαρδία! Αχ!». Ενώ ήταν πολύ ευαίσθητος, αισθανόταν πολύ σκληρός, γιατί δεν έκλαιγε. Αναστέναζε όμως βαθιά, βογγούσε ο καημένος, και έβλεπες έναν αναστεναγμό να βγαίνη από τα βάθη της καρδιάς του! Ενώ άλλος κλαίει-γελάει και είναι σαν να τον ανοιξιάτικο καιρό. Βλέπει λ.χ. κάποιον δυστυχισμένο, συγκινείται, κλαίει λίγο, κι ένα κι ένα λέει: «α, εγώ ,πώς συμμετέχω στον πόνο του άλλου!». Ή, αν προσευχηθή και χύση λίγα δάκρυα ,λέει:«α,η προσευχή μου εισακούεται, γιατί γίνεται μετά δακρύων!» και αναπαύει τον λογισμό του.
Υπάρχουν και τα απαρηγόρητα δάκρυα. Αυτά είναι ταγκαλίστικα. Δεν έχουν μετάνοια, αλλά θιγμένο εγωισμό. Τότε ο άνθρωπος κλαίει εγωιστικά για την πτώση του. Πληγώνεται, γιατί με τις απροσεξίες του ξέπεσε στα μάτια των άλλων, και όχι γιατί λύπησε τον Θεό, και υποφέρει διπλά.
Στον ανταρτοπόλεμο ένας καπετάνιος από τους αντάρτες – ο Θεός να του χαρίζη μετάνοια- είχε πιάσει έναν φτωχό οικογενειάρχη που είχε εννιά παιδιά, τον έβαλε κάτω και τον χτυπούσε αλύπητα, επειδή δεν συμφωνούσε με την ιδεολογία του. Αυτός ο άνθρωπος μάλιστα ήταν κάποτε στην υπηρεσία του. Φώναζε ο καημένος: «Καλά, δε με λυπάσαι, εννιά παιδιά έχω∙ δεν θυμάσαι που σε κουβαλούσα και στην πλάτη μου; Τι σου έκανα;».
Κάποιος από τους συντρόφους του καπετάνιου, όταν τον είδε να τσαλαπατά τόσο σκληρά αυτόν τον άνθρωπο, του φώναξε: «Ε, τί σου έκανε; Δεν τον λυπάσαι; Οικογενειάρχης άνθρωπος είναι». Αμέσως εκείνος βάζει κάτι κλάματα, επειδή θίχτηκε ο εγωισμός του από την παρατήρηση του συντρόφου του!
Αυτά τα κλάματα είναι εγωιστικά∙ είναι σαν την μεταμέλεια του Ιούδα. Παρέδωσε τον Χριστό και μετά πήγε στους Φαρισαίους να πη «ήμαρτον», αλλά εκείνοι του είπαν: «Τι μας το λες ότι αμάρτησες;». Οπότε προσεβλήθη,πείσμωσε, τους πέταξε τα αργύρια και πήγε και κρεμάσθηκε από εγωισμό. Ενώ, αν μετανοούσε και πήγαινε και έλεγε στον Χριστό «ευλόγησον», θα σωζόταν.
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
από : Εδώ