«Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν»
Βαδίζοντας πρός τή μεγάλη ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας στρέφονται σέ ἐκεῖνες τίς, κοσμοϊστορικές καί ταυτόχρονα ἄκρως ταπεινές, στιγμές κατά τίς ὁποῖες «ὁ ἀχώρητος παντί ἐχωρήθη ἐν γαστρί» καί γεννήθηκε ἄγνωστος καί πτωχός σέ μία ἄκρη τῆς ἔνδοξης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ γέννησή Του περιγράφεται ἀπό δύο εὐαγγελιστές, τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο(κεφάλαιο 1 στίχοι 18-25) καί τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ (κεφάλαιο 2 στίχοι 1-7). Καί οἱ δύο περιγραφές εἶναι σύντομες ἁπλές καί περιεκτικές, ὅπως ταιριάζει ἐξάλλου στό μεγαλεῖο τοῦ γεγονότος πού παρουσιάζεται.
Παρά ταῦτα, ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἦταν, θά λέγαμε, περισσότερο δίκαιος ἀπό ὅτι τυπικός, ἤ καλύτερα στυγνός, τηρητής τοῦ Νόμου, δυσκολεύτηκε νά ἐνεργοποιήσει τήν διαδικασία πού προβλεπόταν γιά ἀνάλογες περιπτώσεις. Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τό παράπτωμα τῆς Μαρίας (ὅπως τουλάχιστον φαινόταν ἡ κατάσταση στά μάτια τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ κόσμου) ἦταν πολύ βαρύ. Πέρα ἀπό τήν ἀνηθικότητα πού ὑποδήλωνε, ὑπέσκαπτε τά θεμέλια τῆς ἰουδαϊκῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τή βάση τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καί τήν ἐλπίδα του ἀνακτήσει τήν παλαιά δόξα καί νά δεῖ καλύτερες ἡμέρες.
Στό σημεῖο αὐτό ἔχουμε μία ἀπό τίς πολλές θαυμαστές παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται σέ ὅραμα στόν Ἰωσήφ καί τοῦ ξεκαθαρίζει τήν κατάσταση. Ἀναγνωρίζοντας τό δίκαιο τῆς ἀμφιβολίας τοῦ λέγει νά μήν φοβηθεῖ, ἀλλά νά παραλάβει «Μαρίαν τήν γυναῖκα» του καί νά συνεχίσει νά τήν φροντίζει καί νά τήν προστατεύει μέχρι νά γεννηθεῖ τό παιδί της, τό ὁποῖο ἔχει συλληφθεῖ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου δίχως νά σπιλωθεῖ στό ἐλάχιστο ἡ ἁγνότητά της.
Στή συνέχεια ὁ εὐαγγελιστής μᾶς θυμίζει τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στή γέννηση τοῦ Μεσσία ἀπό παρθένο, καί σημειώνει ὅτι ἡ κυοφορία τῆς Μαρίας ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας αὐτῆς.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἀναφορά στό, «Ἐμμανουήλ», ὄνομα προσδιορισμό τοῦ παιδίου, πού στά ἑβραϊκά σημαίνει «ὁ Θεός μαζί μας»: «ἰμάνου (= μεθ᾿ ἡμῶν) Ἔλ (= ὁ Θεός)». Μέ αὐτόν τόν τρόπο ξεκαθαρίζεται ἡ θέση τοῦ παιδιοῦ σέ σχέση μέ τόν Θεό (εἶναι Θεός) καί τόν ἄνθρωπο (θά σαρκωθεῖ γιά νά εἶναι μαζί του).
Ὁ Ἰωσήφ, δίχως καμμία δυσκολία ἤ δισταγμό, ὑπακούει στόν ἄγγελο μέ ἀνεπαυμένη τή συνείδηση καί συνεχίζει νά προστατεύει τήν Μαρία χωρίς νά ἀλλάξει ἡ πατρική σχέση πού εἶχε μαζί της.
Ἡ περικοπή αὐτή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου κλείνει μέ τή λιτή φράση «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκεν υἱόν καί ἐκάλεσεν τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν». Στή φράση αὐτή τῶν δεκατριῶν λέξεων περιέχεται τό σημαντικότερο μέχρι τότε γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καί δηλώνεται ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως τοῦ παιδίου καί ὁ σκοπός πού ἐπρόκειτο νά διαδραμματίσει σέ αὐτή, καθώς τό ὄνομα Ἰησοῦς σημαίνει «σωτήρ».
Ἡ ἀντίστοιχη περικοπή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, μικρότερη σέ μέγεθος, ἀκόμη πιό λιτή, ἀναφέρεται κυρίως στήν ἀπογραφή πού πραγματοποιήθηκε κατά τήν ἐποχή πού διοικητής τῆς Συρίας καί τῆς Ἰουδαίας ἦταν ὁ Κυρήνιος. Ἡ ἀπογραφή αὐτή λειτουργεῖ ὡς τό ἀπαραίτητο ἱστορικό πλαίσιο ἐντός τοῦ ὁποίου ὁ εὐαγγελιστῆς τοποθετεῖ τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Μάλιστα, σημαντικός ἄξονας τῆς διηγήσεως σέ σχέση μέ τήν ἀπογραφή εἶναι ἡ βασιλική καταγωγή τοῦ Ἰωσήφ. Γνωρίζουμε ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι τηροῦσαν μέ σχολαστικότητα καί προσοχή οἰκογενειακούς καταλόγους, καθώς ἦταν ἰδιαίτερα ὑπερήφανοι γιά τή γενιά ἀπό τήν ὁποία κατάγονταν. Διπλά ὑπερήφανος θά ἦταν κάποιος μέ τήν βασιλική καταγωγή τοῦ Ἰωσήφ. Στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ, καθώς «ἐνομίζετο» ὅτι ἦταν υἱός τοῦ Ἰωσήφ, καθώς στά μάτια τοῦ κόσμου ἦταν υἱός τοῦ Ἰωσήφ, αὐτό σήμαινε καί ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν γιά τήν βασιλική καταγωγή τοῦ Μεσσία.
Καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μέ λιτότητα καί μεγάλη ἁπλότητα μᾶς παρουσιάζει τό γεγονός τῆς γεννήσεως δίνοντάς μας ὅμως περισσότερες πληροφορίες ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο: ἀναφέρεται στό ταξίδι, στό ὅτι ἔφτασε ἡ ὁλοκλήρωση τῆς κυοφορίας καί ἡ στιγμή τῆς γέννας καί στό ὅτι ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἔγινε τελικά σέ ἕναν σταῦλο δίπλα σέ κάποιο ὑπερπλῆρες κατάλυμα. Μάλιστα, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἔχοντας ὡς πολύτιμη πηγή γιά τίς πληροφορίες αὐτές τήν ἴδια τήν Παναγία, σημειώνει ὅτι τό βρέφος μετά τή γέννηση καί ἀφοῦ ἔλαβε τίς πρῶτες φροντίδες τοποθετήθηκε σέ μία φάτνη πού χρησιμοποιοῦσαν γιά νά βάζουν τήν τροφή τῶν ζώων.
Καταγράφεται μέ ἀπόλυτη σαφήνεια ὁ σκοπός τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ταλαιπωροῦσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πτώση καί ἔπειτα καί τόν ὁδηγοῦσε στόν θάνατο μακριά ἀπό τόν Θεό.
Ἡ ἁπαλλαγή ἀπό τά θανατηφόρα δεσμά τῆς ἁμαρτίας δέν μποροῦσε νά γίνει παρά μόνο ἀπό κάποιον πού ὁ ἴδιος ἦταν ἀναμάρτητος. Κανείς ἄλλος δέν θά μποροῦσε νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἡ σωτηρία δέν εἶναι ἠθικό γεγονός, πού μᾶς κάνει καλύτερους, πιό διαλλακτικούς, πιό ἤρεμους καί πιό δεκτικούς ἀνθρώπους. Εἶναι τό γεγονός πού ἀλλάζει τή σχέση κάθε ἄνθρώπου μέ τόν Θεό, μέ τόν πλησίον, μέ τή δημιουργία ὁλόκληρη καί μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Αὐτή ἡ ριζική ἀλλαγή πορείας πού τόν στρέφει πρός τόν Θεό καί τόν ἑνώνει μέ Αὐτόν μεταμορφώνει τή ζωή καί ζωοποιεῖ τόν κόσμο του μέσα στή χάρη Του. Αὐτό ἐξάλλου εἶναι τό μήνυμα καί ἡ σημασία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καί ἔτσι ἑορτάζονται τά Χριστούγεννα ἀπό τήν Ἐκκλησία.