Την
Κυριακή του Τυφλού (25 Μαΐου) ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας,
Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, κατόπιν αδείας του σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα, λειτούργησε στον
ιερό ναό Ευαγγελιστρίας στον Εύοσμο και στη συνέχεια τέλεσε μνημόσυνο
συγγενικού του προσώπου.
Στο
τέλος της θείας λειτουργίας ο σεβασμιώτατος ευχαρίστησε για μία ακόμη
φορά τον επιχώριο Μητροπολίτη καθώς και τους πατέρες της ενορίας. Εκ
μέρους των κληρικών της ενορίας προσφώνησε τον σεβασμιώτατο ο αιδεσιμ.
π. Γεώργιος Μίλκας ο οποίος μεταξύ των άλλων ευχήθηκε στον σεβασμιώτατο
και για την επέτειο συμπληρώσεως 20 ετών από την εκλογή του στη Μητρόπλη
Βεροίας (25/5/1994).
Το κήρυγμα του σεβασμιωτάτου:
«Καί τίς ἐστιν, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνος ἐστιν».
Ἕνα
θαῦμα περιγράφει, ἀδελφοί μου, ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή· ἕνα
θαῦμα ἀπό τά πολλά πού ἔκανε ὁ Χριστός καί παραδίδουν οἱ ἱεροί
εὐαγγελιστές.
Ὁ
Χριστός χαρίζει σέ ἕνα τυφλό ἐκ γενετῆς τό φῶς του. Τοῦ δίδει τή
δυνατότητα νά βλέπει ὅσα δέν εἶχε δεῖ ποτέ μέχρι τότε στή ζωή του. Τοῦ
δίδει τή δυνατότητα νά δεῖ τό φῶς πού πλημμυρίζει τόν κόσμο. Toῦ δίδει
τή δυνατότητα νά δεῖ τόν κόσμο πού δημιούργησε ὁ Θεός πρός χάρη τοῦ
πλάσματός του. Τοῦ δίδει ὅμως καί τή δυνατότητα νά δεῖ κάτι ἀκόμη
μεγαλύτερο καί σημαντικότερο, τή δυνατότητα νά δεῖ τόν ἴδιο τόν
Θεάνθρωπο Ἰησοῦ.
Πόσοι
ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου, πού δέν ἦταν τυφλοί σάν τόν ἄνθρωπο τῆς
σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἔβλεπαν τόν Χριστό νά περπατᾶ ἀνάμεσά
τους, νά κηρύττει καί νά θαυματουργεῖ ἀλλά δέν μποροῦσαν νά ἀντιληφθοῦν
ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Μεσσίας καί ὁ λυτρωτής πού ἀνέμεναν καί ἐπιζητοῦσαν;
Δέν
ἦταν τυφλοί, ἀλλά καί δέν μποροῦσαν νά δοῦν αὐτό πού ἔπρεπε, αὐτό πού
εἶχαν ἀνάγκη. Εἶχαν τό φῶς τους, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά δοῦν τό ἀληθινό
φῶς, πού σέ ἀντίθεση μέ αὐτούς ἀπολαμβάνει τώρα ὁ πρώην τυφλός, ὁ ὁποῖος
δέχθηκε τήν προσφορά καί τή δωρεά τοῦ Χριστοῦ.
Μέ
τό σημερινό θαῦμα ὁ Χριστός δέν θεραπεύει μόνο τόν τυφλό ἀπό τήν
ἀσθένειά του· διδάσκει καί ἐμᾶς, τούς πιστούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, τό διττό
νόημα τῶν πραγμάτων καί τῶν καταστάσεων τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Μᾶς
διδάσκει ὅτι ἐκτός ἀπό τούς φυσικούς ὀφθαλμούς ὑπάρχουν καί οἱ
πνευματικοί, χωρίς τούς ὁποίους δέν μπορεῖ νά δεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μᾶς
διδάσκει ὅτι ἐκτός ἀπό τό αἰσθητό φῶς ὑπάρχει καί τό πνευματικό, χωρίς
τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος περπατᾶ στό σκοτάδι καί δέν βλέπει πού πηγαίνει. Μᾶς
διδάσκει ὅτι ἐκτός ἀπό τό φυσικό ὕδωρ, πού τόν εἴδαμε νά ζητᾶ τήν
προηγούμενη Κυριακή ἀπό τήν Σαμαρείτιδα, ὑπάρχει καί τό ὕδωρ τό ζῶν πού
παρέχει ὁ ἴδιος σέ ὅσους πιστεύουν σ᾽ αὐτόν καί τό ὁποῖο ἱκανοποιεῖ τή
δίψα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς.
Καί
εἶναι, ἀδελφοί μου, ἐξαιρετικά σημαντικό καί ἀναγκαῖο νά μάθουμε αὐτό
τό μάθημα πού μᾶς δίνει σήμερα ὁ Χριστός καί νά κατανοήσουμε ὅτι ἐκτός
ἀπό τά αἰσθητά πράγματα στή ζωή μας, ἐκτός ἀπό αὐτά πού βλέπουμε καί
ἀκοῦμε, ὑπάρχουν καί τά πνευματικά.
Καί
τά πνευματικά μᾶς εἶναι ἀναγκαῖα γιατί ὡς ἄνθρωποι δέν εἴμαστε μόνο
ὑλικά ὄντα, ἀλλά καί πνευματικά, καί ἐκτός ἀπό τό σῶμα μας ἔχουμε καί
ψυχή, πού ἔχει καί αὐτή τίς ἀνάγκες της, τίς ὁποῖες καί πρέπει νά
ἱκανοποιοῦμε προκειμένου νά μήν νεκρωθεῖ.
Δυστυχῶς
οἱ ἄνθρωποι ἐπικεντρώνουμε συχνά τήν προσοχή μας στά αἰσθητά καί στά
ὑλικά πράγματα, γιατί αὐτά μᾶς ἐντυπωσιάζουν, καί γιατί ἡ ψυχή μας εἶναι
συσκοτισμένη ἀπό τή λάμψη τους καί ἐπηρεασμένη ἀπό τόν θόρυβο πού
κάνουν, ὥστε δέν μπορεῖ νά διακρίνει τά πνευματικά. Ἄλλοτε πάλι,
ἀδιαφορῶντας γιά τά πνευματικά, ἀγωνιοῦμε νά ἀποκτήσουμε τά ὑλικά,
νομίζοντας ὅτι ἔτσι διασφαλίζουμε τό μέλλον μας. Ἀλλά τό μέλλον μας δέν
εἶναι στά ὑλικά καί τά αἰσθητά πράγματα, διότι αὐτά ἔρχονται καί
παρέρχονται· εἶναι στά πνευματικά, τά ὁποῖα μένουν καί μᾶς συνδέουν μέ
τόν Θεό καί μᾶς διασφαλίζουν τήν αἰώνιο ζωή.
Τό
εἴδαμε, ἀδελφοί μου, στήν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος. Παρότι ἐστερεῖτο τῶν φυσικῶν ὀφθαλμῶν, παρότι
ἐστερεῖτο τοῦ φυσικοῦ φωτός, ἀξιώθηκε τῆς θεραπείας τῶν ὀφθαλμῶν του ὄχι
γιά νά δεῖ τό φυσικό φῶς, ἀλλά γιά νά δεῖ καί πιστεύσει τόν σωτῆρα καί
λυτρωτή του· γιά νά δεῖ καί νά πιστεύσει τό Φῶς τοῦ κόσμου, αὐτόν πού
δέν μπόρεσαν μέχρι τέλους νά δοῦν οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά
διέθεταν τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς εἶχαν συσκοτισμένους τούς ὀφθαλμούς
τῆς ψυχῆς του ἀπό τήν ὑπεροψία καί τήν ἁμαρτία καί δέν μποροῦσαν νά
διακρίνουν καί νά πιστεύσουν στόν Χριστό, τό φῶς καί τή ζωή τοῦ κόσμου.
Ὅποιος ὅμως πιστεύει στόν Χριστό αὐτός καί μπορεῖ νά τόν δεῖ καί μπορεῖ
νά ἀπολαύσει ἐκτός ἀπό τά αἰσθητά καί τά πνευματικά, καί μπορεῖ νά ζήσει
ἐκτός ἀπό τήν ἐπίγεια καί τήν αἰώνια ζωή.
Γι᾽
αὐτό καί γιά ἐμᾶς τούς πιστούς, ἀδελφοί μου, ὁ θάνατος μπορεῖ νά
ἀποτελεῖ μία θλιβερή διακοπή τῆς φυσικῆς ἐπικοινωνίας μέ τά προσφιλῆ μας
πρόσωπα δέν ἀποτελεῖ ὅμως ἀπώλεια, δέν ἀποτελεῖ τό τέλος τῆς ζωῆς, ἀλλά
τή μετάβαση πρός τήν αἰώνια ζωή πού χαρίζει ὁ Χριστός στούς πιστεύοντες
εἰς αὐτόν.
Σ᾽
αὐτήν τή ζωή πίστευσαν καί οἱ ἀδελφοί μας, τῶν ὁποίων τά μνημόσυνα
ἐπιτελοῦμε σήμερα, καί αὐτῆς τῆς ζωῆς εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα νά
ἀξιώσει ὁ Θεός καί αὐτούς καί ὅλους μας, ἀδελφοί μου.