Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 3ο
αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀνάζαρβα, τῆς δευτέρας ἐπαρχίας
τῶν Κιλίκων. Ἦταν υἱὸς κάποιου Ἕλληνα βουλευτοῦ καὶ εἶχε μητέρα
Χριστιανή, ἡ ὁποία καὶ τοῦ δίδαξε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε
στὴν ἡλικία τῶν δεκαοκτὼ χρόνων, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ
ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλεως Μαρκιανοῦ. Ἐπειδὴ ἐνώπιον τοῦ
ἡγεμόνος ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνήθηκε νὰ
θυσιάσει στὰ εἴδωλα, οἱ δήμιοι ἄνοιξαν μὲ βία τὸ στόμα του καὶ τοῦ
ἔριξαν μέσα κρασὶ καὶ κρέας, ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν
εἰδώλων.
Στὴν συνέχεια τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ ὁδήγησαν ἐκεῖ καὶ
τὴν μητέρα του. Ἐκείνη παρακάλεσε νὰ μείνει μαζὶ μὲ τὸν υἱό της γιὰ
τρεῖς ἡμέρες, γιὰ νὰ ἀποφασίσει μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε αὐτό, τοὺς
ὁδήγησαν πάλι σὲ ἀνάκριση. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁμολόγησαν ἐκ νέου τὴν πίστη
τους στὴν πατρώα εὐσέβεια. Ὁ ἡγεμόνας τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κόψουν στὴ
μέση τὶς φτέρνες τῆς μητέρας τοῦ Μάρτυρος καὶ νὰ τὴν ἀφήσουν. Τὸ δὲ Ἅγιο
Ἰουλιανό, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν σὲ σάκο γεμάτο μὲ δηλητηριώδη ἑρπετὰ καὶ
ἄμμο, τὸν πέταξαν στὴν θάλασσα. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε στὴν
Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποια εὐλαβὴ χήρα γυναῖκα.Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται στὶς 16 Μαρτίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικαῖς
ὑποθήκαις μυσταγωγούμενος, πανευκλεὴς στρατιώτης ὤφθης Χριστοῦ τοῦ
Θεοῦ, παντευχίαν μυστικὴν περιζωσάμενος· ὅθεν καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, ὠς
γενναῖος ἀριστεύς, καὶ ἤθλησας θεοφρόνως, Ἰουλιανὲ θεόφρον, ὑπὲρ ἡμῶν
ἀεὶ πρεσβεύων Θεῷ.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Νεανίας
ἔκλαμπρος, ὡς ἀληθῶς δεδειγμένος, Ἀθλοφόρος ἔνδοξος, τῆς εὐσεβείας
ἐφάνης· πόνων γάρ, τῶν ἐν ἀθλήσει καταφρονήσας, ἔφερες, τὸν ἐν θαλάσσῃ
πνιγμὸν ἀνδρείως, Ἰουλιανὲ παμμάκαρ· διὸ πρὸς ὕδωρ ζωῆς ἐσκήνωσας.
Μεγαλυνάριον.
Σώματι
ἀκμάζοντι καὶ τερπνῷ, καὶ ψυχῇ ἀρίστῃ, ὑπεδέξω ὡς πίων γῆ, τῆς μητρὸς
τοὺς λόγους, καὶ τούτους γεωργήσας, ἀθλητικοὺς προσάγεις, καρποὺς τῷ
Κτίστῃ σου.