Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἐγεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 13ου
αἰῶνος μ.Χ. καὶ προγυμνάσθηκε στὸ μοναχικὸ βίο καὶ τὴ θεωρία τοῦ
ἡσυχασμοῦ στὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ. Ἐδῶ συναντήθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸ
Μετεωρίτη, τὸν ὁποῖο ἐβοήθησε νὰ κτίσει τὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως
τοῦ Σωτῆρος στὰ Μετέωρα. Ἐμφορούμενος ἀπὸ πνεῦμα συνέσεως, ὑπομονῆς
καὶ ἀγάπης ὁ μοναχὸς Κάλλιστος, ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ
Σιναΐτου, τὸ βίο τοῦ ὁποίου καὶ συνέγραψε.
Ἡ
ἐμφύλια διαμάχη ποὺ εἶχε ξεσπάσει στὸ Βυζάντιο μεταξὺ αὐτοκρατόρων
προξένησε μεγάλες συμφορὲς σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ
ἐρήμωση τόσο τῶν νησιῶν ὅσο καὶ τῶν μικρῶν πόλεων ἐξαιτίας τῶν ληστρικῶν
ἐπιδρομῶν καὶ τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων διόγκωσε τὴν κοινωνικὴ
ἐξαθλίωση.
Τὸ
1342, ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους συγκροτεῖ ἐπιτροπὴ εἰρηνεύσεως
καὶ συνδιαλλαγῆς, τὴν ὁποία στέλνει στὴν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου
νὰ συμφιλιώσει τοῦ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347
– 1354) καὶ Ἰωάννη Παλαιολόγο (1341 – 1391). Ἡγετικὴ φυσιογνωμία αὐτῆς
τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν ὁ ἐνάρετος ἱερομόναχος Κάλλιστος, ποὺ ἐντυπωσίασε,
παρὰ τὸ ἀτελέσφορο τῆς εἰρηνευτικῆς προσπάθειας, τοὺς ἀντιμαχόμενους
βασιλεῖς. Ἀργότερα ὁ ἱερομόναχος Κάλλιστος διόρίζεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ
Κοινότητα μέλος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ ἀντιαιρετικοῦ κατὰ τῶν Βογομίλων
ἀγώνα, τὴν κακόδοξη διδασκαλία τῶν ὁποίων ἀνέκοψε στὰ πρῶτά της βήματα.
Μετὰ
τὴν παραίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰσιδώρου, τὸν οἰκουμενικὸ
θρόνο κόσμησε ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος Κάλλιστος, ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ
αὐτοκράτορος Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ. Στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 1350 γίνεται ἡ
ἐκλογὴ καὶ ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου Α’, ποὺ ἐπατριάρχευσε ὥς τὸ
1353, ὁπότε, ἀπεκδύθηκε ἑκουσίως τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα καὶ ἔζησε
ἀρχικὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ
αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ἐζήτησε ἐπίσημα τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ
Ἁγίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος ὅμως,
θεματοφύλακας τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ νομιμότητος, ἀποποιήθηκε τὴν ἡγεσία
τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετέβη στὴν Τένεδο.
Ἀξιομνημόνευτη
πατριαρχικὴ πράξη κατὰ τὸ διάστημα τῆς πρώτης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου
Καλλίστου εἶναι ἡ ἔκδοση σιγιλίου, τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1350, κατὰ τῶν
προστρεχόντων στοὺς μάγους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐκφυλιστικὴ
πνευματικὴ κατάσταση τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχε τὴν ἀρχή της στὴν πνευματικὴ
ἔνδεια τοῦ κλήρου.
Τὸ
Δεκέμβριο τοῦ 1351 ὁ Ἅγιος, προκειμένου νὰ προστατέψει τὴν πνευματικὴ
ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη,
ποὺ καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τῶν ἀντιησυχαστῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου
καθὼς καὶ τοὺς πρεσβεύοντες τὶς ἴδιες δοξασίες μητροπολίτες Ἐφέσου καὶ
Γάνου. Τὸ 1352 δὲν ἐδίστασε νὰ ἀφορίσει τὸ Σερβικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ εἶχε
παράνομα συσταθεῖ ἀπὸ τὸ Σέρβο ἡγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου νὰ
κρατήσει ἑνωμένη τὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Μετὰ
τὴν ἑκούσια ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο,
ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς συγκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἐκήρυξε
ἔκπτωτο τὸν Κάλλιστο καὶ ἐξέλεξε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο τὸ Μητροπολίτη
Ἡρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353 – 1354).
Ἡ
εἴσοδος στὴν πρωτεύουσα, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1354, δυνάμεων φιλικὰ
προσκείμενων στὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο, ἐσήμανε οὐσιαστικὰ
τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ τὴν ἄνοδο, τὸ χειμώνα τοῦ 1355, στὸν
οἰκουμενικὸ θρόνο, γιὰ δεύτερη φορά, τοῦ Ἁγίου Καλλίστου. Κατὰ τὸ
χρονικὸ διάστημα τῆς δεύτερης πατριαρχείας του ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦν: α) ἡ
ἔκδοση συνοδικοῦ τόμου, ποὺ ἀπαγόρευε τὰ συνοικέσια ἀνάμεσα σὲ μικρὰ
παιδιά, καὶ β) ἡ μείζονος σημασίας πατριαρχικὴ διδασκαλία πρὸς τοὺς
Βουλγάρους ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ποὺ ἐβάπτιζαν κακῶς, μὲ μία μόνο
κατάδυση καὶ ραντισμό, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Μύρο ἀντικαθιστοῦσαν μὲ Μύρο ἀπὸ τὰ
λείψανα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Βαρβάρου.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου, ἱδρύθηκαν τὰ μοναστήρια Παντοκράτορος καὶ Σίμωνος Πέτρας στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸ
τέλος τοῦ ἐμφύλιου σπαραγμοῦ στὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία δὲν ἔφερε καὶ
τὴν εἰρήνη στὴν ἐπικράτειά της. Ἡ ἡμισέληνος ὡς δρέπανο θανάτου ἐθέριζε
τὰ στάχυα τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ καλλίκαρπα μέρη τοῦ Ἕβρου.Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ
ἦλθαν ὡς σύμμαχοι τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ στὰ Βαλκάνια, ἔφτιαξαν
ἰσχυρὰ προγεφυρώματα στὴ Θράκη καὶ μὲ ἕδρα τὸ Διδυμότειχο, τὴν
Ἀδριανούπολη καὶ τὴ Φιλιππούπολη κατέστρεφαν τὴν ὕπαιθρο χώρα,
ἐφαρμόζοντας συστηματικὰ μέτρα ἐποικισμοῦ. Ἡ ἀντιμετώπιση αὐτῆς τῆς
καταστάσεως ἀπαιτοῦσε τὴ συνένωση τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων τῆς
Βαλκανικῆς. Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἡγήθηκε μιᾶς αὐτοκρατορικῆς πρεσβείας πρὸς
τὴν ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ, μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τὴ συμμαχία
τῶν Σερβικῶν καὶ τῶν Βυζαντινῶν δυνάμεων, γιὰ νὰ ἀναχαιτισθεῖ ὁ
τουρκικὸς ἐπεκτατισμὸς στὴ Θράκη.
Ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ προσκύνησαν στὸ Ἅγιον
Ὄρος, ἔφτασαν στὴν πόλη τῶν Σερρῶν στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου τοῦ 1364, ὅπου
τοὺς ὑποδέχθηκε φιλόφρονα ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ. Ὅμως, ὁ
Πατριάρχης Κάλλιστος Α’ ἀσθένησε ἀπὸ λοιμώδη νόσο καὶ ἐτελείωσε τὸ βίο
του ἀπρόοπτα στὴν πόλη τῶν Σερρῶν.
Ἡ
θλιβερὴ εἴδηση τοῦ ἀπρόοπτου τέλους τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου διέτρεξε
τὰ ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπιτροπὲς ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα μοναστήρια τοῦ
Ἁγίου Ὄρους καὶ μάλιστα τῆς Λαύρας, ἦρθαν στὶς Σέρρες καὶ ἐζήτησαν ἀπὸ
τὴν Ἐλισάβετ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου προκειμένου νὰ τὸ μεταφέρουν στὴ
μητρόπολη τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ ἡγεμονίδα τῶν
Σέρβων δὲν ἐκάμφθηκε ἀπὸ τὶς παρακλήσεις τῶν μοναχῶν, λέγοντάς τους πὼς
θὰ κρατήσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ ἔχει ἡ ἴδια καὶ ἡ πόλη τῶν
Σερρῶν τὴν ἁγία του προστασία.Ἡ ἡγεμόνας Ἐλισάβετ ἐνταφίασε μὲ μεγαλοπρέπεια τὸν Πατριάρχη στὴ Μητρόπολη τῶν Σερρῶν.
Ἀσφαλεῖς ἐνδείξεις βεβαιώνουν πὼς τὸ μεγαλοπρεπὲς παρεκκλήσι, ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, στεγάζει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.
Ἀσφαλεῖς ἐνδείξεις βεβαιώνουν πὼς τὸ μεγαλοπρεπὲς παρεκκλήσι, ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, στεγάζει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.