Ὁ
Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας ἐγεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τὸ 1322 ἢ 1323
καὶ τὸ πατρικὸ ἐπώνυμό του ἦταν Χαμαετός. Ἡ ἐπιφανὴς οἰκογένειά του,
προερχόμενη πιθανῶς ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ἀνέδειξε πολλὲς ἀξιόλογες
προσωπικότητες ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα καὶ ἔπειτα.
Ἡ
Θεσσαλονίκη ἦταν αὐτὴ τὴν ἐποχὴ «μητρόπολις τῆς φιλοσοφίας», ὅπως
παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Νικόλαος στὸ Ἐγκώμιό του στὸν Ἅγιο Δημήτριο, καὶ
διακρινόταν γιὰ τὶς ἀξιόλογες σχολές της. Τοῦτο ὅμως δὲν ἀπέτρεψε τὸν
Νικόλαο ἀπὸ τὸ ν’ ἀναχωρήσει, ἔφηβος ἀκόμη, στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ
συνέχιση τῶν σπουδῶν του. Στὶς σπουδές του συμπεριέλαβε τὴ ρητορική, τὶς
φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία.
Κατὰ
τὴν ἔναρξη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος, λόγῳ νεαρῆς
ἡλικίας, δὲν ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος. Τὸ ἑπόμενο ὅμως ἔτος (1342) ἀπεφάσισε
νὰ ἐπιστρέψει στὴ γενέτειρά του, ὅπου εὑρέθηκε σὲ μία διάσπαση χειρότερη
ἀπὸ αὐτὴ τῆς πρωτεύουσας. Οἱ ταραχὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν δώσει
τὴν ἀφορμὴ τῆς κινητοποιήσεως τῶν δυνάμεων στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα.
Στὴ Θεσσαλονίκη οἱ εὐγενεῖς ἐτάχθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ Ἰωάννου
Καντακουζηνοῦ, ἐνῶ ὁ λαός, συγκινούμενος πάντοτε ἀπὸ τὸ δράμα μιᾶς χήρας
βασίλισσας καὶ ἑνὸς ἀνήλικου διαδόχου, τῶν ὁποίων κινδυνεύουν τὰ
δίκαια, ἐτάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Ἰωάννου Παλαιολόγου. Τὰ αἰσθήματα αὐτὰ
τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ νομίμου βασιλέως ἐκμεταλεύθηκαν μερικοὶ φιλόδοξοι
δημοκόποι, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν τοὺς Ζηλωτές, γιὰ νὰ τὸν ξεσηκώσουν
σὲ ἐπανάσταση.
Ἔτσι,
ὅταν ὁ Καντακουζηνὸς ἐζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ ἀναποφάσιστου διοικητοῦ τῆς
πόλεως Θεοδώρου Συναδηνοῦ, οἱ Ζηλωτές, μὲ ὑψωμένο τὸ σύμβολο τοῦ
σταυροῦ, ἐπαναστάτησαν καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν
κατέλαβαν τὴν ἐξουσία τὸν Ἰούλιο τοῦ 1342, ἐνῶ ὁ Συναδηνὸς μὲ 1.000
εὐγενεῖς κατέφυγε στὸ Γυναικόκαστρο.
Ἡ
ἀπομόνωση τῆς πόλεως ὁδήγησε τὴ μεγάλη πλειονότητα τῶν κατοίκων της νὰ
ζητήσει συμβιβασμὸ μὲ τὸν Καντακουζηνὸ καὶ τὸ 1345 στάλθηκε στὸν
ἀντιπρόσωπό του στὴ Βέροια ἐπιτροπὴ ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸν Νικόλαο
Καβάσιλα καὶ τὸν Γεώργιο Φαρμάκη.
Μετὰ
τὴν ἐπικράτηση τοῦ Καντακουζηνοῦ, τὸ 1347, ὁ Νικόλαος προσκλήθηκε στὴν
Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν Δημήτριο Κυδώνη, προφανῶς κατ’ ἐντολὴ τοῦ
αὐτοκράτορος, καὶ ἔκτοτε ἀρχίζει τὸ πολιτικό του στάδιο ποὺ δὲν φαίνεται
νὰ κράτησε περισσότερο ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξετίμησε τόσο
πολὺ τὶς ἰκανότητες τοῦ νέου, ὥστε τὸν κατέστησε μαζὶ μὲ τὸν Κυδώνη
κύριο σύμβουλό του.
Ἐξ
ἄλλου, ὑπῆρχε ἡ ἀγαθὴ συγκυρία ὅτι ὁ νέος Πατριάρχης Ἰσίδωρος (1347 –
1349) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους διδασκάλους του στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸν
Σεπτέμβριο τοῦ 1347, μαζὶ μὲ ἄλλους συνόδευσε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ
στὸ ταξίδι του πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη γιὰ τὴν ἐνθρόνιση, ἀλλὰ δὲν ἔγινε
δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Ἔτσι ἀπεχώρησαν μαζὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ ὁ Καβάσιλας ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι πιθανὸν ὅτι
ἀργότερα συνόδευσε τὸν Καντακουζηνὸ κατὰ τὴν ἐκστρατεία του ποὺ ἔθεσε
τέρμα στὴν ἀνταρσία τῶν Ζηλωτῶν (1350).
Μετὰ
τὸ 1354, ὁ Καβάσιλας ἀσχολήθηκε μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα στὸ πλευρὸ
τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου (1353 – 1355, 1364 – 1376). Τὸ 1362, ἐπέστρεψε
στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου προσπάθησε νὰ θέσει ὑπὸ ἔλεγχο μέρος τῆς
περιουσίας του, ποὺ εἶχε ἀπομείνει μετὰ τὶς ἁρπαγὲς τῶν Ζηλωτῶν καὶ τῶν
Σέρβων. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ, ἐπληροφορήθηκε τὸν πρόσφατο θάνατο τοῦ πατέρα
του, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔζησε τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ θείου του Νείλου,
Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ μητέρα του ἔπειτα εἰσῆλθε ως μοναχή στὴ
μονὴ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας.
Δὲν
εἶναι γνωστὸ ἂν ὁ Ὅσιος Νικόλαος εἶχε λάβει ἱερατικὴ χειροτονία, ἂν καὶ
οἱ γνώσεις του καὶ ὁ τρόπος ἐκφράσεως στὰ δύο κύρια συγγράμματά του
προϋποθέτουν κληρικὴ ἰδιότητα. Φυσικὰ στηρίζεται σὲ σύγχυση ἡ παλαιὰ καὶ
νέα ἄποψη ὅτι διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὀφειλόμενη κυρίως
στὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ὁ θεῖος του Νεῖλος ἔφερε ὡς κοσμικὸς τὸ ὄνομα
Νικόλαος. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ βέβαιο εἶναι ὅτι ἦταν μοναχός,
πιθανῶς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰσόδου τῆς μητέρας του στὸ μοναχικὸ βίο, ποὺ
συμπίπτει μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ δεύτερη
ἄνοδο τοῦ Φιλοθέου στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ
βίου του ἐζοῦσε στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ
1392.
Ὁ Γεώργιος Σχολάριος παρατήρησε ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Νικολάου Καβάσιλα εἶναι ἕνα στολίδι: «κόσμος εἰσὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ». Διακρινόταν δὲ γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος τὸ ὁποῖο προβάλλουν, τὴ θέρμη καὶ τὸ βάθος τῆς πίστεως.
Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ φέρει τὸν τίτλο Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἡ Θεία Λειτουργία γιὰ τὸν Ὅσιο, ὅπως γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἡ θυσία τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ Χριστὸς εἶναι συγχρόνως θύτης, θύμα,
προσδεχόμενος. Ἀπὸ αὐτὸ ξεκινᾶ γιὰ νὰ τονίσει ὄτι ἡ Θεία Λειτουργία
εἶναι ἡ βασικὴ ὁδὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ μεταποίηση τοῦ κόσμου.
Στὸ ἔργο Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς
προσφέρει μία ἀνατομία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία τοποθετεῖ στὰ
πλαίσια τῆς Ἐνανθρωπήσεως, συνεχιζόμενης καὶ ἐπαναλαμβανόμενης στὰ τρία
βασικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρῶτο βιβλίο, ἡ πνευματικὴ ζωὴ
ὁρίζεται ὡς ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ δηλώνεται ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ δύο
παράγοντες, τὸν θεῖο καὶ τὸν ἀνθρώπινο. Ἡ προσφορὰ τοῦ θείου παράγοντος,
πραγματοποιούμενη διὰ τῶν τριῶν μυστηρίων ποὺ ἀποτελοῦν ἐπέκταση καὶ
πολλαπλασιασμὸ τοῦ ἑνιαίου μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐξετάζεται στὰ
τρία ἑπόμενα βιβλία, δεύτερο (βάπτισις, λουτρό), τρίτο (χρίσμα, μύρο)
καὶ τέταρτο (θεία εὐχαριστία, τράπεζα). Στὸ πέμπτο βιβλίο, ως παράρτημα,
ἀναπτύσσεται ὁ συμβολισμὸς τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ καὶ στὸ πρόσθετο
τμῆμα του ἐξηγεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς συνεργίας τῶν δύο παραγόντων. Ἡ προσφορὰ
τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως ἐξετάζεται στὰ δύο
τελευταῖα βιβλία, ἕκτο καὶ ἕβδομο.Ὁ
Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας συνέγραψε καὶ ἄλλα φιλοσοφικά, ἑρμηνευτικὰ καὶ
κοινωνικὰ κείμενα, πανηγυρικοὺς λόγους, ἐπιστολὲς καὶ ἐπιγράμματα.