Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν
εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου
δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας
αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί
σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. ᾿Εγώ σε
ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ
νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον
εἶναι παρὰ σοί. ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι
ἐκ τοῦ κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου
τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ
ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν
ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ᾿Εγὼ
περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι,
ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν
αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ
πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς
μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ῞Οτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ
ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ
αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ
πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν
πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.
Μετάφραση :
Μετάφραση :
Εκεῖνο
τὸν καιρό, σήκωσε ὁ ᾿Ιησοῦς τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε· «Πατέρα,
ἔφτασε ἡ ὥρα· φανέρωσε τὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ σου, ὥστε κι ὁ Υἱὸς νὰ
φανερώσει τὴ δική σου δόξα. ᾿Εσὺ τοῦ ἔδωσες ἐξουσία πάνω σὲ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους· ἔτσι κι αὐτὸς θὰ δώσει τὴν αἰώνια ζωὴ σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ τοῦ
ἐμπιστεύτηκες. Καὶ νά ποιὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή· Ν’ ἀναγνωρίζουν οἱ
ἄνθρωποι ἐσένα ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καθὼς κι ἐκεῖνον ποὺ ἔστειλες,
τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. ᾿Εγὼ φανέρωσα τὴ δόξα σου πάνω στὴ γῆ, ἀφοῦ
ὁλοκλήρωσα τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἀνέθεσες νὰ κάνω. Τώρα λοιπὸν ἐσύ, Πατέρα,
δόξασέ με κοντὰ σ’ ἐσένα μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχα κοντά σου προτοῦ νὰ γίνει ὁ
κόσμος. ᾿Εγὼ σὲ ἔκανα γνωστὸ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς πῆρες μέσα ἀπὸ
τὸν κόσμο καὶ μοῦ τοὺς ἐμπιστεύτηκες. ᾿Ανῆκαν σ’ ἐσένα, κι ἐσὺ τοὺς
ἔδωσες σ’ ἐμένα, κι ἔχουν δεχτεῖ τὸν λόγο σου. Αὐτοὶ τώρα ξέρουν πὼς ὅλα
ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπὸ σένα· γιατὶ τὶς διδαχὲς ποὺ μοῦ ἔδωσες,
ἐγὼ τὶς ἔδωσα σ’ αὐτούς, κι αὐτοὶ τὶς δέχτηκαν καὶ ἀναγνώρισαν πὼς
πραγματικὰ ἀπὸ σένα προέρχομαι, καὶ πίστεψαν πὼς ἐσὺ μὲ ἔστειλες στὸν
κόσμο. ᾿Εγὼ γι’ αὐτοὺς παρακαλῶ. Δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ γι’
αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες, γιατὶ ἀνήκουν σ’ ἐσένα. Κι ὅλα ὅσα εἶναι δικά μου
εἶναι καὶ δικά σου, καὶ τὰ δικά σου εἶναι καὶ δικά μου, καὶ δι’ αὐτῶν
θὰ φανερωθεῖ ἡ δόξα μου. Τώρα δὲν εἶμαι πιὰ μέσα στὸν κόσμο ἐνῶ αὐτοὶ
μένουν μέσα στὸν κόσμο, κι ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα. ῞Αγιε Πατέρα, διατήρησέ
τους στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου ποὺ μοῦ χάρισες, γιὰ νὰ
μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς. ῞Οταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, ἐγὼ τοὺς
διατηροῦσα στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου. Αὐτοὺς ποὺ μοῦ
ἔδωσες τοὺς φύλαξα, καὶ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν χάθηκε, παρὰ μόνο ὁ
ἄνθρωπος τῆς ἀπώλειας, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια τῆς Γραφῆς. Τώρα ὅμως
ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα, καὶ τὰ λέω αὐτὰ ὅσο εἶμαι ἀκόμα στὸν κόσμο, ὥστε
νὰ ἔχουν τὴ δική μου τὴ χαρὰ μέσα τους σ’ ὅλη τὴν πληρότητά της».