Ὁ Ἅγιος Σιλβέστρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ἐπειδὴ μὲ τὸν πνευματικό του ἀγῶνα ἔφθασε στὸ ἄκρο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσέβειας, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πρεσβυτέρας (Παλαιᾶς) Ρώμης, ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Μιλτιάδη, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε στὶς 11 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 314 μ.Χ.
Ἐποίμανε ἀξίως τὸ ποίμνιό του καὶ μὲ τὴν ἁγιότητά του ἐλάμπρυνε τὸν ἀποστολικὸ θρόνο του καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἐπιδόθηκε μὲ περισσὴ φροντίδα στὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ ἀγωνίσθηκε νὰ μεταμορφώσει κατὰ Χριστὸν τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ λαοῦ τῆς Ρώμης. Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος ἐχειραγώγησε πρὸς τὴν χριστιανικὴ πίστη τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ μὲ τὸ θεῖο Βάπτισμα τοῦ καθάρισε τὰ πάθη, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε ἑπτὰ ναούς, γιὰ νὰ ἑορτάζονται οἱ ἑορτὲς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἀπέδειξε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἔργο του εἶχαν προκηρυχθεῖ ἀπὸ τὸ Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πολέμησε δὲ ἰδιαίτερα τοὺς αἱρετικοὺς Δονατιστὲς καὶ ἐμεγάλυνε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν διδασκαλία τῶν θείων δογμάτων.
Ὁ Ἅγιος Σιλβέστρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 335 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολὴν ἐνδυσάμενος, ἱεραρχίας πιστῶς, ἀμέμπτως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, Πατὴρ ἡμῶν Σίλβεστρε· ἔχων γὰρ πολιτείᾳ, συνεκλάμποντα λόγον, θαύμασιν ἐβεβαίους, εὐσεβείας τὴν δόξαν, δι’ ἧς οὐρανίου δόξης, ὤφθης συμμέτοχος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν ἱερεῦσιν ἱερεὺς ἀνεδείχθης, τοῦ Βασιλέως καὶ Θεοὺ θεοφόρε, τῶν Ἀσκητῶν συνόμιλος γενόμενος· ὅθεν συναγάλλῃ νῦν, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων, Πάτερ εὐφραινόμενος, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Σίλβεστρε Ῥώμης ἔνδοξε ποιμήν, σῶζε τοὺς πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς ἱεραρχίας σου τὴν στολήν, τρόποις ἐναρέτοις, καὶ θαυμάτων τῇ δωρεᾷ, εὐκλεῶς ποικίλας, πεποικιλμένος ἔβης, Σίλβεστρε Ἱεράρχα, πρὸς τὰ οὐράνια.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ δυσσεβοὺς αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ (360-363 μ.Χ.). Ἐπειδὴ λάτρευε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ τὸν Χριστὸ καὶ ἐκήρυττε στὰ πλήθη τὸ Εὐαγγέλιο, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα Σατορνίλο ἢ Σατορνίνο, μπροστὰ στὸν ὁποῖο καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τότε οἱ πολέμιοι τῆς πίστεως τὸν ἐκρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσχισαν τὸ σῶμα μὲ ἀγριότητα, χρησιμοποιώντας αἰχμηρὰ ὄργανα. Στὴ συνέχεια τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀμέσως καὶ πάλι τὸν ἐβασάνισαν. Τοῦ ἐτράβηξαν τὰ χέρια μὲ τόση δύναμη, ὥστε ἐξαρθρώθηκαν οἱ ἁρμοὶ τους μέχρι καὶ τοὺς ὤμους. Ἀκολούθως τοῦ ἄνοιγαν μὲ μαχαῖρι βαθιὲς πληγὲς στὸ σῶμα καὶ τοῦ ἐτρυποῦσαν τὶς σάρκες μὲ πυρακτωμένα σίδερα. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια τὰ ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα καὶ εἶχε γι’ αὐτὸ πλούσια τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἔπειτα τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καμίνι. Ὅμως, ὁ Βασίλειος, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, διαφυλάχθηκε σῶος καὶ ἀβλαβὴς μέσα στὴ φωτιά.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ πῆραν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν πῆγαν ἁλυσοδεμένο στὴν Καισάρεια, ὅπου ὁ τοπικὸς ἄρχοντας τὸν καταδίκασε σὲ θηριομαχία. Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ δὲν δείλιασε καθόλου μπροστὰ στὰ πεινασμένα ἄγρια θηρία, ἀλλὰ κράτησε σταθερὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἕνα λιοντάρι ὅρμησε πάνω του καὶ τὸν κατασπάραξε.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Βασίλειος τελείωσε τὸν βίο του καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεώς του γιὰ τὸν Σωτῆρα Χριστό.
Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ πῆραν εὐλαβεῖς συγγενεῖς του πιστοί, τὸ ἀρωμάτισαν, τὸ τύλιξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν. Στὸν τόπο ποὺ κατατέθηκε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα Βασιλείου, οἱ Χριστιανοὶ ἔκτισαν ἀργότερα ναό.
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ γεννήθηκε στὸ Κοὺρσκ τῆς Ρωσίας στὶς 19 Ἰουλίου 1759 καὶ ὀνομάσθηκε Πρόχορος. Οἱ γονεῖς του, Ἰσίδωρος καὶ Ἀγάθη Μοσνίν, ἦταν εὐκατάστατοι ἔμποροι. Ὁ πατέρας του εἶχε ἐργοστάσια πλινθοποιίας καὶ παράλληλα ἀναλάμβανε τὴν ἀνέγερση πέτρινων οἰκοδομημάτων, ναῶν καὶ σπιτιῶν. Κάποτε ἄρχισε νὰ χτίζει στὸ Κοὺρσκ ἕνα ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, τοῦ Θαυματουργοῦ, ἀλλὰ ξαφνικὰ τὸ 1762, πεθαίνει, ἀφήνοντας στὴν σύζυγό του τὴ μέριμνα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ναοῦ. Ὁ Πρόχορος κληρονόμησε τὶς ἀρετὲς τῶν γονέων του καὶ ἰδίως τὴν εὐσέβειά τους.
Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἄρχισε νὰ μαθαίνει μὲ ζῆλο τὰ ἱερὰ γράμματα, ἀλλὰ ἀρρώστησε ξαφνικὰ βαριὰ χωρὶς ἐλπίδα ἀναρρώσεως. Στὴν κρισιμότερη καμπὴ τῆς ἀσθένειας εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία, ἡ ὁποία ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσει. Πράγματι, ἔτυχε μία μέρα νὰ γίνεται λιτανεία καὶ νὰ περνᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ μικροῦ ἄρρωστου παιδιοῦ, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔπιασε δυνατὴ βροχή. Ἡ λιτανεία σταμάτησε καὶ ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας τοῦ Προχόρου, μέχρι νὰ περάσει ἡ μπόρα. Τότε ἡ μητέρα του Ἀγάθη, κατέβασε τὸ ἄρρωστο παιδί της καὶ τὸ πέρασε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε μέχρι ποὺ ἀποκαταστάθηκε τελείως.
Νέος ἐγκαταλείπει τὸ πατρικό του σπίτι, στὴν πόλη Κούρσκ, καὶ ἔρχεται νὰ μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ. Ἡ δοκιμασία του προκειμένου νὰ γίνει Μοναχὸς διαρκεῖ ὀκτὼ χρόνια. Στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ 1786 κείρεται Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ. Σὲ δυὸ μῆνες χειροτονεῖται Διάκονος.
Περιφρουρούμενος μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ὁ Διάκονος Σεραφείμ, ἀνέρχεται στὴν Πνευματικὴ ζωὴ «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ὡς Διάκονος παραμένει ὅλη τὴν ἡμέρα στὸ Μοναστῆρι, διακονεῖ στὶς Ἀκολουθίες, τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τοὺς μοναστηριακοὺς κανονισμοὺς καὶ ἐκτελεῖ τὰ διακονήματά του. Τὸ βράδυ ὅμως ἀπομακρύνεται στὸ δάσος, στὸ ἐρημικό του κελί, ὅπου διέρχεται τὶς νυκτερινὲς ὧρες μὲ προσευχή, καὶ πολὺ πρωὶ ἐπιστρέφει πάλι στὸ μοναστῆρι.
Στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1793 χειροτονεῖται Ἱερεὺς καὶ ἀποδύεται μὲ μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἀγάπη στὸν Πνευματικὸ ἀγῶνα. Τώρα πλέον δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ ὁ βαρὺς γιὰ τοὺς ἄλλους μόχθος τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἡ κοινὴ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀκτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει ἡ δίψα γιὰ πιὸ ὑψηλὲς Πνευματικὲς ἀσκήσεις. Ἐγκαταλείπει λοιπόν, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, τὴ Μονὴ καὶ ἀποσύρεται μέσα στὸ πυκνὸ δάσος τοῦ Σάρωφ. Περνᾶ ἐκεῖ δεκαπέντε χρόνια σὲ τέλεια ἀπομόνωση, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τοῦ Θείου Λόγου καὶ σωματικοὺς κόπους. Γιὰ χίλιες ἡμέρες καὶ χίλιες νύκτες μιμεῖται τοῦ παλιοὺς στυλῖτες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεβασμένος σὲ μία πέτρα καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, προσεύχεται : «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τελειώνοντας τὴν ἀναχωρητικὴ ζωὴ ἐπανέρχεται στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ κλείνεται σὰν σὲ μνῆμα στὴν ἀπομόνωση γιὰ ἄλλα δεκαπέντε χρόνια. Γιὰ τὰ πρῶτα πέντε βάζει τὸν ἑαυτό του στὸν κανόνα τῆς σιωπῆς. Μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ φωτίζει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη καὶ ἀξιώνεται νὰ ζήσει Πνευματικὲς ἀναβάσεις καὶ νὰ δεῖ θεϊκὰ ὁράματα. Μετὰ τὸν ἐγκλεισμό, ὥριμος πλέον στὴν Πνευματικὴ ζωὴ καὶ γέροντας στὴν ἡλικία, ἀφιερώνεται στὴ διακονία τοῦ πλησίον, τοῦ ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του καὶ τὴν φωτεινὴ μορφή του εἶχε προσελκύσει γύρω του πλῆθος Χριστιανῶν, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ πίστευαν ἀκράδαντα στὴν θαυματουργικὴ δύναμη τῶν ἁγίων του προσευχῶν. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, διάσημοι καὶ ἄσημοι συνέρρεαν καθημερινὰ στὸ κελί του, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση γιὰ τὴ ζωή τους. Τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη καὶ ὅταν ἔβλεπε τὰ πρόσωπά τους ἀναφωνοῦσε: «Χαρά μου!».
Ἐξομολογοῦσε πολλούς, θεράπευε ἀσθενεῖς, ἐνῷ σὲ ἄλλους ἔδιδε νὰ ἀσπασθοῦν τὸν σταυρὸ ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸ στῆθος του ἢ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε στὸ τραπέζι τοῦ κελιοῦ του. Σὲ πολλοὺς πρόσφερε ὡς εὐλογία ἀντίδωρο, ἁγίασμα ἢ παξιμάδια, ἄλλους τοὺς σταύρωνε στὸ μέτωπο μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντῆλι, ἐνῷ μερικοὺς τοὺς ἀγκάλιαζε καὶ τοὺς ἀσπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».
Τὴν 1η Ἰανουαρίου 1833, ἡμέρα Κυριακή, ὁ Ὅσιος ᾖλθε γιὰ τελευταία φορὰ στὸ Ναὸ τοῦ νοσοκομείου τῶν Ἁγίων Ζωσιμᾶ καὶ Σαββατίου. Ἄναψε κερὶ σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἀσπάσθηκε. Μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, τοὺς εὐλόγησε, τοὺς ἀσπάσθηκε καὶ παρηγορητικὰ τοὺς εἶπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ὁ Μοναχὸς Παῦλος πρόσεξε ὅτι ὁ Ὅσιος ἐκείνη τὴν ἡμέρα πῆγε τρεῖς φορὲς στὸν τόπο ποὺ εἶχε ὑποδείξει γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του. Καθόταν ἐκεῖ καὶ κοίταζε ἀρκετὴ ὥρα στὴ γῆ. Τὸ βράδυ τὸν ἄκουσε νὰ ψάλλει στὸ κελί του Πασχαλινοὺς ὕμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ…», «Ὤ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ…».
Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Ἰανουαρίου 1833. Οἱ μοναχοὶ τὸν εἶδαν μὲ τὸ λευκὸ ζωστικό, γονατιστὸ σὲ στάση προσευχῆς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἀσκεπῆ, μὲ τὸ χάλκινο σταυρὸ στὸ λαιμὸ καὶ μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὲ σχῆμα σταυροῦ. Νόμιζαν ὅτι τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του ἐξαφανίστηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως καὶ ξαναβρέθηκαν τὸ 1990, στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Τὸ 1991 ἐπέστρεψαν στὴν μονὴ Ντιβέγιεβο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ . Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Σάρωφ ὡς ἄγγελος, βεβιωμένος, Σεραφεὶμ μακάριε, ὤφθης δοχεῖον ἐκλεκτόν, τῶν χαρισμάτων, τοῦ Πνεύματος, λόγῳ πλουσίῳ ἐκφαίνων τὰ κρείττονα.
Μεγαλυνάριον.
Ὅλος ἀνακείμενος τῷ Χριστῷ, χαρίτων τῶν θείων, ἀναδέδειξαι θησαυρός, θαύμασι καὶ λόγοις, καὶ θείαις ὑποθήκαις ὦ Σεραφεὶμ παμμάκαρ, φωτίζων ἅπαντας.