Ἀπὸ τὶς πολὺ ὀλίγες πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γι’ αὐτὸν μανθάνουμε ὅτι γεννήθηκε στὴν Ταμασσὸ καὶ ἔζησε σ’ αὐτὴν τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἦταν τότε ἀκόμη ποὺ ἡ εἰδωλολατρία καὶ ἡ εἰδωλομανία προέβαλλε δυνατὰ τῆς Ἀφροδίτης τὸ ἄστρο καὶ τὴ λατρεία. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἔφεραν στὴν Κύπρο οἱ τρεῖς ἀπόστολοι Βαρνάβας, Παῦλος καὶ Μάρκος ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ προχωρεῖ σ’ ὅλο τὸ νησί. Στὴν Ταμασσὸ μὲ κέντρο μία σπηλιὰ ποὺ ὑπάρχει ὡς σήμερα καὶ ποὺ χρησίμευε στὴν ἀρχὴ ὡς κατοικία καὶ ἐκκλησία καὶ ἐπισκοπὴ ἀγωνίζονται οἱ πρῶτες ἐκεῖνες μορφὲς ὁ Ἠρακλείδιος, ὁ Μύρων, ὁ Μνάσων καὶ οἱ ἄλλοι συνεργάτες τους νὰ ἀνάψουν καὶ νὰ προβάλουν παντοῦ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἱλαρὸν φῶς τῆς νέας ζωῆς. Σ’ αὐτὴ τὴ σπηλιὰ στὴν ὁποία οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὄχι μονάχα παρακολουθοῦσαν τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ βαφτίζονταν καὶ προσεύχονταν καὶ τελοῦσαν τὶς διάφορες ἀκολουθίες τους, σ’ αὐτὴν ἀκόμη βρίσκεται καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κάποια μέρα ποὺ ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος βρισκόταν ἄρρωστος στὸ σπήλαιό του μὲ πυρετό, μιὰ ὁμάδα μανιασμένων εἰδωλολατρῶν ὄρμησαν μέσα στὸ σπήλαιο, ἔσυραν ἔξω τὸν Ἅγιο καὶ τὸν σκότωσαν. Ὁ Ἅγιος ἀπέθανε προσευχόμενος γιὰ τοὺς δήμιούς του στὴν ἡλικία τῶν 60 χρόνων. Οἱ χριστιανοὶ μαθητὲς μὲ θλίψη βαριὰ πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μέσα στὴ σπηλιά. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν στὴ ζωή, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του καὶ συνεχίζονται καὶ σήμερα. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».
Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἠρακλειδίου, τὸν ζῆλο του καὶ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειές του προχωροῦσε καθημερινά. Μετὰ τὸν θάνατό του τὴν εὐθύνη τοῦ ὅλου ἔργου ἀνέλαβε ὁ Μνάσωνας. Αὐτὸν εἶχε χειροτονήσει ὁ Ἠρακλείδιος ἐπίσκοπο, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε. Αὐτὸς συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ Ἠρακλειδίου μέχρι τὰ βαθιά του γηρατειά. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὅσο ζοῦσε. Πολλὰ καὶ ὅταν ἀπέθανε. Πρὶν πεθάνει χειροτόνησε ἐπίσκοπό της Ταμασσοῦ τὸν Ρόδωνα.
Μὲ γοργὰ βήματα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ χάρη στὸν φλογερὸ ζῆλο τῶν πρώτων χριστιανῶν προχωρεῖ μὲ ἐνθουσιασμὸ στῆς Ταμασσοῦ τὴν πόλη. Πολλοὶ οἱ ἅγιοι ποὺ παρουσιάσθηκαν σ’ αὐτή. Ἕνας τέτοιος ἅγιος εἶναι κι ὁ Δημητριανός. Πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε δὲν γνωρίζουμε. Ὁ πανδαμάτορας χρόνος ἔσβησε ἀπὸ τῆς μνήμης τὸ βιβλίο τὴ σχετικὴ χρονολογία. Αὐτὸ ποὺ συμπεραίνουμε ἀπὸ τὴν ὅλη ζωή του εἶναι τοῦτο: Γνώρισε τὸν Χριστό, ὅπως λέγει καὶ ὁ ὑμνογράφος του, ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία. «Ἐκ βρέφους ἐγένου τοῦ Κυρίου ἐραστής». Γνώρισε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή του. Μπροστά του ἕνα καὶ μόνο πράγμα βλέπει καὶ ἕνα ποθεῖ καὶ θέλει παντοῦ καὶ πάντοτε. Τοῦ Κυρίου τὸ θέλημα. Μ’ αὐτὸ μεγαλώνει. Μ’ αὐτὸ ζεῖ καὶ αὐτὸ προβάλλει τόσο μὲ τὰ λόγια του, ὅσο καὶ τὸ παράδειγμά του.
Κάποτε ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς κοινότητας ὁ ἱερέας, ὁ τότε ἐπίσκοπος τοῦ ὁποίου ὁ Δημητριανὸς ἦταν σὲ ὅλα τὸ δεξί του χέρι, τὸν κάλεσε καὶ κατὰ παράκληση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Οἱ ἁγνὲς ψυχὲς πανηγυρίζουν. Γιατί ὁ Δημητριανὸς μὲ ζῆλο φλογερὸ ἐργαζόταν πάντοτε γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ λαοῦ. Στὸ πρόσωπό του βρῆκαν οἱ πιστοὶ τὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ καθοδηγητή, τὰ ὀρφανὰ τὸν προστάτη, οἱ ἄρρωστοι τὸν στοργικὸ ἀδελφὸ καὶ «οἱ ἐν θλίψεσι τὴν παρηγορίαν». Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ τότε ἐπίσκοπος κοιμήθηκε, ὁλόκληρος ὁ λαὸς καὶ πάλι κάλεσε καὶ ἀνέβασε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς ξακουστῆς πόλεως τὸν ἄξιο σὲ ὅλα Δημητριανό.
Στὴν καινούργια αὔτη θέση ἡ ἁγία του μορφὴ προβάλλει παντοῦ, ὥστε ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος νὰ τὸν ὑμνεῖ: «Τῆς Ταμασσοῦ βλάστημα, καύχημα τῶν Περάτων, πηγὴν τῶν θαυμάτων, ἰαμάτων ταμεῖον ἄσυλον καὶ τῶν Κυπρίων ἀγλάϊσμα». Ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ ἡ παράδοση καὶ ὁ σεβασμὸς μένει ὡς σήμερα πολὺ ὑψηλά. Αὐτὸ μαρτυρεῖ α) ἡ εὐρυχωρία τοῦ ναοῦ ποὺ ἡ εὐσέβεια τῶν παλαιοτέρων κατοίκων τῶν Περάτων ἀφιέρωσε στ’ ὄνομά του σὲ μιὰ μαγευτικὴ θέση καὶ τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια προβάλλουν ἐπιβλητικὰ μέχρι σήμερα. Καὶ β) ἡ χειρόγραφος φυλλάδα ποὺ περιέχει τὴν ἀκολουθία του καὶ στὴν ὁποία ἀναγράφεται καὶ ἡ μέρα τῆς μνήμης του, 27 Ἰανουαρίου.
Ἡ ὅλη του πνευματικὴ ζωὴ συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ ὄχι μόνο στὴν πόλη τῆς Ταμασσοῦ, ἀλλὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Τύπος ὑπομονῆς ὁ ἴδιος καὶ πρότυπο ἀρετῆς βοήθησε στὰ χρόνια ἐκεῖνα στὴν εἰρηνικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ του καὶ στὴν πνευματική του ἄνοδο. Ἀλλὰ καὶ θαύματα πολλὰ ἀναφέρεται ὅτι ἔκαμε ὅταν ζοῦσε, μὰ καὶ ὅταν κοιμήθηκε. Οἱ γυναῖκες τῶν Περάτων τὸν θεωροῦν πολὺ θαυματουργὸ καὶ συχνὰ ἐπισκέπτονται τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ του, ἀνάβουν καντήλια στὸ βαθούλωμα τῶν ἐρειπίων καὶ ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του στὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀνάγκες τους. Ἕνα τέτοιο θαῦμα ποὺ ἔγινε πρὸ καιροῦ εἶναι καὶ τοῦτο:
Ἕνας χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Πέρα, γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ σπιτιοῦ του πῆγε καὶ πῆρε ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου τὶς πελεκητὲς πέτρες μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν φτιαγμένο τὸ ἀνώφλι τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ φτιάξει μὲ αὐτὲς τὸ ἀνώφλι τοῦ ἰδικοῦ του σπιτιοῦ. Εἶχε δὲ στὴ σκέψη νὰ πάει τὴν ἑπομένη νὰ πάρει καὶ τὶς ἄλλες πελεκητὲς πέτρες μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν κατασκευασμένες οἱ παραστάδες τῆς θύρας τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει καὶ αὐτὲς γιὰ τὸ δικό του σπίτι. Τὴ νύχτα ὅμως παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἅγιος καὶ τοῦ ἔκαμε αὐστηρὴ παρατήρηση. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἔλαβε ὑπ’ ὄψη τὴ σύσταση τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν ἑπόμενη νύχτα πῆγε πάλι καὶ κουβάλησε καὶ τὶς ὑπόλοιπες πέτρες. Τὴ νύχτα παρουσιάστηκε καὶ πάλι ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ ἔκανε ξανὰ αὐστηρὴ παρατήρηση γιὰ τὴν παρακοή του. Γιὰ νὰ μὴν ἐπαναλάβει δὲ ἄλλη φορὰ τὴν κακή του πράξη, τοῦ ἔδωκε καὶ δύο μπάτσους· τὸν ἕνα ἀπὸ τὴ δεξιὰ μεριὰ καὶ τὸν ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀριστερά. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς τιμωρίας αὐτῆς ἦταν ἀπὸ τὸ βράδυ ἐκεῖνο νὰ μείνει κουφός, καθ’ ὅλον τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Καὶ ἀκόμη τὶς ὑπόλοιπες πέτρες δὲν τόλμησε νὰ πάει νὰ τὶς πάρει. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πέτρες μὲ τὶς ὁποῖες κτίστηκαν οἱ παραστάδες τῆς θύρας τοῦ σπιτιοῦ εἶναι πολὺ διαφορετικὲς καὶ ξεχωρίζουν ὡς σήμερα.
Στενὴ ἡ θύρα καὶ γεμάτος δυσκολίες ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ χαρούμενη καὶ εὐτυχισμένη ζωή. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος συνιστάει σ’ ἐμᾶς εἶναι καιρὸς καὶ ἐμεῖς μιμούμενοι τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ κάνουμε βίωμα καὶ ζωή μας. Τόπος ἁμαρτίας ἦταν τὸ νησί μας. Σὰν χείμαρρος ἡ διαφθορὰ ἔσπρωχνε τοὺς δυστυχισμένους κατοίκους στὴν καταστροφή. Ὅταν ὅμως ἡ θρησκεία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ μὲ τοὺς εὐλογημένους φορεῖς της, τοὺς τρεῖς Ἀποστόλους, τὸν Βαρνάβα, τὸν Παῦλο καὶ τὸν Μάρκο ἔφθασε καὶ κηρύχτηκε στὸ μαρτυρικὸ νησί μας, τὰ πράγματα ἄλλαξαν ἀμέσως. Πῶς ξεκίνησαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί! Ἀπὸ μία σπηλιά! Τί δυσκολίες, τί διωγμοὺς καὶ τί κινδύνους πέρασαν! Μὲ τὸ θάρρος ὅμως ποὺ ἐναποθέτει στὶς ἁγνὲς καρδιὲς ὁ Χριστὸς δυναμωμένοι προχώρησαν. Τὸ ἀποτέλεσμα μαρτυρεῖ καὶ βεβαιώνει ἡ ἱστορία. Σὲ λίγα χρόνια τὸ νησὶ τῆς Ἀφροδίτης καὶ τῆς διαφθορᾶς γίνεται νησὶ τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων. Ἡ προσφορὰ σ’ αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, τοῦ Ἠρακλειδίου, τοῦ Μύρωνος καὶ Μνάσωνος, τοῦ Ἁγίου Δημητριανοῦ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἐργατῶν τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀνυπολόγιστη. Δύσκολοι οἱ καιροὶ καὶ οἱ κίνδυνοι πολλοί. Ὅμως δὲν δείλιασαν, πῆραν τὸ στενὸ τὸ μονοπάτι καὶ ἔγραψαν τὴν ὡραιότερη ἱστορία.
Ἂς τοὺς μιμηθοῦμε. Μόνον ἔτσι θὰ χαροῦμε τὴν ἐδῶ ζωή μας, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἰδοῦμε τὴν ἀγαπημένη μας Κύπρο στοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς λουσμένη, ἐλεύθερη καὶ εὐτυχισμένη, καὶ ἀπὸ ὅλους τιμημένη. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ταμασέων ὁ Πρόεδρος, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Περάτων, Δημητριανὲ Πατὴρ ἡμῶν, ἀναδειχθεῖς, διὸ τυφλὸν ἐφώτισας ποτέ, τὸ φῶς ἐνεδίδου τηλαυγῶς, καὶ ἀνέκραξε δὲ οὕτως, τῷ διὰ σοῦ μὲ φωτίσαντι δόξα σοι. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ τοιαῦτα τέρατα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπὸ βρέφους Κυρίῳ ἐκολλήθης, μακάριε Δημητριανὲ Ταμασέων, ποιμενάρχα πανάριστε, συγκλείσας ἐν ψυχῇ σου θησαυρόν, τῆς πίστεως Δεσπότου ἀληθοῦς, καὶ ὠδήγησας τὰ τέκνα σου θαυμαστῶς, πρὸς γνῶσιν τῆς θεότητας· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἡμίν, προστάτην ἀκαταίσχυντον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἠρακλειδίου διεδέξω τὸν θρόνον, καὶ τῶν θαυμάτων εἰληφῶς θείαν χάριν, τὴν Κύπρον κατεφώτισας, ὦ Δημητριανέ, θεσπεσίῳ βίῳ σου καὶ γλυκύτητι λόγων, ὅθεν πλάνην ἔτρεψας, τῶν εἰδώλων γενναίως, καὶ τὸν Χριστὸν ἐνώκησας ψυχαῖς, ὡς ἱεράρχης φωτὶ αὐγαζόμενος.