Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

.

.
Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.
Μέσα απ΄αυτές τις σελίδες που ακoλουθούν θέλω να μάθει όλος ο κόσμος για Τους Αγίους, τις Εκκλησιές και τα Μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Μπορείτε να μου στείλετε την Ιστορία του Ναού σας ή του Μοναστηρίου σας όπως και κάποιου τοπικού Αγίου/ας της περιοχής σας nikolaos921@yahoo.gr

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης
κάνετε κλικ στην φωτογραφία

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

19 Ιανουαρίου Των Άγίων και Οσίων.

Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὁ Ἀναχωρητὴς



Ὁ Ὅσιος Μακάριος γεννήθηκε περὶ τὸ 300 μ.Χ. σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία 30 χρόνων ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας καὶ στὴ Συρία, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπέκτησε μεγάλη φήμη γιὰ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ τὶς ἄλλες θαυμαστὲς ἀρετές του. Ἐπειδή, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, προέκοπτε στὶς ἀρετὲς ὀνομάσθηκε «παιδαριογέρων».

Στὴν ἔρημο γνώρισε τὸν Μέγα Ἀντώνιο τοῦ ὁποίου ἔγινε μαθητής. Σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ λόγω τῆς ἐνάρετης ζωῆς του ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενῶν καὶ τῆς προφητείας. Λέγεται ὅτι συνεχῶς ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεὸ «καὶ μᾶλλον τῷ πλείονι χρόνῳ προσδιατρίβειν Θεῷ ἢ τοῖς ὑπ’ οὐρανὸν πράγμασιν».

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὑπῆρξε γέννημα θρέμμα τῆς ἐρήμου. Γιὰ νὰ εἶναι, λοιπόν, ἀπερίσπαστος καὶ νὰ βρίσκεται σὲ συνεχὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἔσκαψε ὁ ἴδιος καὶ ἄνοιξε μία ὑπόγεια στοά, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ εἶχε μῆκος ἑκατὸ περίπου μέτρα. Στὴν ἄκρη τῆς στοᾶς διεύρυνε τὸν χῶρο καὶ διαμόρφωσε ἕνα σπήλαιο. Ἔτσι εἶχε τὴν δυνατότητα ὅταν προσέρχονταν σὲ αὐτὸν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, νὰ κατεβαίνει στὴ στοά, χωρὶς νὰ τὸν παίρνουν εἴδηση καὶ μέσω αὐτῆς νὰ πηγαίνει στὸ σπήλαιο καὶ νὰ κρύβεται, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸν βρεῖ κανένας.

Ὁ Ὅσιος στὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο, φαίνεται σὰν νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὴν κοινωνία καὶ νὰ ἀποκόπτεται ἀπὸ αὐτή. Ἡ πνευματική του αὐτὴ πράξη ἑρμηνεύεται, συνήθως καὶ ὡς ἐνέργεια περιφρονητικὴ πρὸς τὴν κοινωνία, ἐνῶ στὴν οὐσία εἶναι μία κίνηση γιὰ τὴν ἀνακάλυψη ἢ τὴν δημιουργία μιᾶς σωστῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, ὅπου ἡ ἀγάπη καὶ ἡ διακονία εἶναι ἀνθρώπινες δυνατότητες καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος λειτουργοῦν κατὰ τρόπο ἁπλὸ καὶ φυσικὸ καὶ τίθενται στὴν διάθεση ὅλης τῆς κοινότητας. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν κοινωνία, ὅλες οἱ ἐνέργειες καὶ πράξεις, ὅλα τὰ ἔργα καταξιώνονται πνευματικὰ καὶ κοινωνικά. Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἢ σωματικὰ ἔργα εἶναι οὐσιαστικὰ ἅγια διακονήματα μέσα στὴν πολιτεία τους καὶ ὅλα ἀναφέρονται μυστηριακὰ καὶ λειτουργικὰ στὸν κοινὸ σκοπὸ γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς κοινωνίας ἀγάπης καὶ γιὰ τὴν εἴσοδο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο, λοιπόν, μᾶς δίδει μὲ αὐτὴ τὴ φυγὴ εἶναι μία κοινὴ καὶ αἰώνια παρακαταθήκη τῆς Ἐκκλησίας καὶ μιᾶς ἀληθινῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, ποὺ κάθε ἔργο, κάθε λειτουργία, κάθε ἀνθρώπινη δυνατότητα καὶ θεῖο χάρισμα, εἶναι γιὰ τὴν ἱστορικὴ προκοπὴ τῆς κοινότητας καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ ὅλων. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Μακαρίου ἔχουμε μία εἰκόνα τῆς ἐκκλησιολογικῆς κοινωνίας καὶ συνειδήσεως τῶν πιστῶν, ποὺ προσκομίζουν στὸν κόσμο τὰ σημεῖα ἐλεύσεως στὴ γῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ εἰκόνα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ ὁποῖος ὡς γνήσιος φορέας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ, καταφεύγει σὲ αὐτὴ τὴ φαινομενικὰ ἀκραία ἀσκητικὴ φυγή.

Κάποτε πῆγε καὶ συνάντησε τὸν Ἅγιο Μακάριο ἕνας αἱρετικός, ποὺ εἶχε μέσα του δαιμόνιο καὶ ἰσχυριζόταν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει ἀνάσταση νεκρῶν. Ὁ Ἅγιος τότε, προκειμένου νὰ τὸν πείσει, ἀνέστησε ἕνα νεκρό. Ἔλεγε δὲ ὅτι ὑπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Ἀπὸ αὐτά, τὸ ἕνα πολεμᾶ τοὺς ἀνθρώπους, παρασύροντάς τους σὲ πάθη τερατώδη καὶ ἀκατονόμαστα, ἐνῶ τὸ ἄλλο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ «ἀρχικό», δημιουργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων διάφορες κακοδοξίες καὶ πλάνες. Αὐτούς, μάλιστα, τοὺς δαίμονες τοῦ δεύτερου τάγματος, τοὺς ξεχωρίζει ὁ Σατανᾶς καὶ τοὺς ἀποστέλλει στοὺς μάγους καὶ στοὺς αἱρεσιάρχες.

Ἐπίσης, κάποτε ἕνας μαθητὴς τοῦ Ὁσίου ἔκλεβε τὰ πράγματα φτωχῶν ἀνθρώπων καί, παρὰ τὶς συμβουλές του, δὲν διόρθωνε τὸ πάθος του αὐτό. Μὲ τὸ προορατικό του λοιπὸν χάρισμα ὁ Ὅσιος, προεῖπε ὅτι θὰ ξεσποῦσε ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἐναντίων του. Καὶ πραγματικά, ὁ μαθητὴς του προσβλήθηκε ἀπὸ μία φοβερὴ ἀρρώστια, τὴν ἐλεφαντίαση. Τὸ δέρμα τοῦ σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε καὶ ζάρωσε.

Εἶναι πρὸς πνευματική μας ὠφέλεια νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα ἄλλο θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη μὲ τὸν Ὅσιο Μακάριο: κάποτε ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε στὴν ἔρημο βρῆκε ἕνα κρανίο. Ἦταν κάποιου ποὺ εἶχε διατελέσει ἱερέας τῶν εἰδώλων. Μόλις ὁ Μακάριος πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε, ἄκουσε νὰ τοῦ λέει ὅτι μὲ τὶς προσευχὲς του ἔνιωθαν κάποια μικρὴ ἀνακούφιση στὸν πόνο τους, οἱ βρισκόμενοι στὴν κόλαση, ὅταν τύχαινε ὁ Ὅσιος καὶ προσευχόταν ὑπὲρ αὐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος σὲ προχωρημένη ἡλικία ἐξορίσθηκε σὲ νησίδα τοῦ Νείλου ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Λούκιο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.


Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς



Ὁ Ὅσιος Μακάριος, ὁ Ἀλεξανδρεύς, χρημάτισε ἱερέας τῶν λεγόμενων κελιῶν. Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἐγκράτειας καὶ ὑπομονῆς καὶ ἔτσι προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Τὶς ἀρετές του τὶς θαύμασε καὶ αὐτὸς ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε: «Ἰδού, ἐπαναπαύθηκε ἐπὶ σὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι κληρονόμος τῶν ἀγώνων μου».

Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Ὅσιος ἀντιλαμβανόταν ὅτι κάποιος ἐπιτελοῦσε ἕνα σπουδαῖο ἀσκητικὸ ἀγώνισμα, ὑποκινούμενος ἀπὸ ἕναν Ἅγιο ζῆλο, τὸν μιμεῖτο καὶ ἔκανε καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο ἀγώνισμα. Ἔτσι, ὅταν ἄκουσε ὅτι οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοί, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔτρωγαν ἄβραστο φαγητό, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια δὲν ἔφαγε κανένα μαγειρευμένο φαγητό. Τρεφόταν μόνο μὲ λάχανα ὠμὰ καὶ ὄσπρια. Ἐπίσης καὶ τὸν ὕπνο του ἀγωνίσθηκε νὰ περιορίσει στὸ ἐλάχιστο. Καί, γιὰ νὰ τὸ κατορθώσει αὐτό, δὲν μπῆκε κάτω ἀπὸ στέγη ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρα ἡμερόνυχτα, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ ξεπαγιάζοντας ἀπὸ τὸ ψύχος τῆς νύχτας.

Μιὰ φορὰ ὁ Ὅσιος ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας καί, προκειμένου νὰ ἐξουδετερώσει τὸν δαίμονα αὐτό, κατέφυγε σὲ ἕνα ἐντελῶς ἔρημο καὶ ἑλώδη τόπο, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ ἕξι μῆνες. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν κουνούπια πολὺ μεγάλα, σὰν σφῆκες, τὰ ὁποία μὲ τὰ τσιμπήματά τους τὸν καταπλήγωναν σὲ ὅλο του τὸ σῶμα. Ὅταν, λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἕξι μῆνες γύρισε στὸ κελί του, ἀναγνωριζόταν μόνο ἀπὸ τὴν φωνή του, ἀφοῦ τὸ σῶμα του ἐξωτερικὰ εἶχε παραμορφωθεῖ καὶ ἔμοιαζαν μὲ τὸ σῶμα ἀνθρώπων ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἐλεφαντίασης.

Κάποια φορὰ ὁ Ὅσιος καθόταν στὴν αὐλὴ καὶ ἔλεγε λόγους ὠφέλιμους σὲ παρευρισκόμενους ἐκεῖ Χριστιανούς. Τότε μία ὕαινα, ἀφοῦ πῆρε μαζί της τὸ νεογνό της, τὸ ὁποῖο ἦταν τυφλό, πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ τὸ ἔριξε στὰ πόδια του. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔπτυσε στὰ μάτια τοῦ μικροῦ ζώου, τοῦ χάρισε τὸ φῶς. Ἔτσι, θεραπευμένο πλέον, τὸ πῆρε ἡ ὕαινα καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωί – πρωὶ ὅμως, αὐτὴ γύρισε πάλι στὸν Ἅγιο, φέρνοντάς του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη μία μεγάλη προβιὰ γιὰ στρῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε στὴν ὕαινα: «πράγματα προερχόμενα ἀπὸ ἀδικία ἐγὼ δὲν τὰ δέχομαι». Ἐκείνη τότε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν αὐλή.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀσκήθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος καὶ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.


Ἁγία Εὐφρασία ἡ Μάρτυς


Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐφρασία καταγόταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Προερχόταν ἀπὸ ἐπίσημη γενιὰ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη καὶ τὸ χρηστό της ἦθος.

Τὴν Εὐφρασία τὴν κατήγγειλαν ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τῆς ζήτησαν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐκείνη ὅμως ἔμεινε σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὴν παρέδωσαν σὲ ἕναν ἄντρα ἄξεστο καὶ βάρβαρο νὰ τὴν ἀτιμάσει. Ἡ Ἁγία ὅμως ἀπέφυγε τὴν ἀτίμωση μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: ὑποσχέθηκε στὸν ἄξεστο καὶ βάρβαρο ἐκεῖνον ἄνθρωπο ὅτι, ἂν δὲν τὴν πειράξει, θὰ τοῦ δώσει ἕνα φάρμακο, τὸ ὁποῖο νὰ χρησιμοποιεῖ στὶς μάχες, ὥστε νὰ μὴν πληγώνεται ἀπὸ τὰ ξίφη καὶ τὰ ἀκόντια τῶν ἐχθρῶν του. Καὶ γιὰ νὰ τὸν πείσει ὅτι αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἔχει βάση, ἔσκυψε τὸ κεφάλι της καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν χτυπήσει μὲ τὸ ξίφος στὸν αὐχένα της, ὥστε ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει. Ἐκεῖνος σχημάτισε τὴν γνώμη ὅτι ἀνταποκρινόταν στὴν πραγματικότητα αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἡ Ἁγία καί, ἀφοῦ σήκωσε τὸ ξίφος του, τὴν κτύπησε δυνατότερα στὸν αὐχένα, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι αὐτὴ δὲν θὰ πάθαινε τίποτα.
Ἔτσι τὸ σχέδιο τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Εὐφρασίας πέτυχε. Δηλαδὴ κόπηκε μὲν τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ δημίου, ὅμως αὐτὴ διέσωσε τὴν ἁγνότητά της καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς Ἐπίσκοπος Ἐφέσου



Ὁ Ἅγιος Μάρκος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1392 καὶ 1393 «ἔκ τινος πατρωνυμίας Εὐγενικὸς καλούμενος». Ὁ πατέρας του Γεώργιος ἦταν διάκονος καὶ σακελλίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, μετέπειτα δὲ ἔγινε πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος καὶ μέγας χαρτοφύλαξ, ἡ δὲ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ ἰατροῦ Λουκᾶ.

Σπούδασε σὲ μεγάλους διδασκάλους, στὸν Γεώργιο Πλήθωνα, τὸν Μητροπολίτη Σηλυβρίας Χορτασμένο, τὸν Μανουὴλ Χρυσόκκο, τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο καὶ ἄλλους καὶ εἶχε ἔξοχη παιδεία.

Στὴ συνέχεια προσῆλθε στὸ μοναχικὸ βίο, κατὰ τὸ ἔτος 1418, σὲ κάποια μονὴ στὰ Πριγκηπόννησα καὶ τάχθηκε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπιστασία τοῦ ἐνάρετου μοναχοῦ Συμεών, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν μετονόμασε ἀπὸ Μανουήλ, Μᾶρκο.

Μόνασε κυρίως στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν ἱερὰ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνέγραψε τὰ πρῶτα, δογματικοῦ κυρίως περιεχομένου, ἔργα του. Τὸ ἔτος 1437 ἔγινε Ἐπίσκοπος Ἐφέσου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἑνωτικὴ Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 – 1439). Κατὰ τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀναδείχθηκε Ἔξαρχος τῆς Συνόδου καὶ ἐκπροσώπησε σὲ αὐτὴ τοὺς Πατριάρχες Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Στὴν ἀρχὴ τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου συνέστησε στοὺς Λατίνους νὰ ἀποβάλλουν τὸ τραχὺ καὶ ἀνένδοτο τοῦ τρόπου τους καὶ τῆς διαθέσεώς τους, διότι ἀπέβλεπε στὴν εἰρήνευση, τὴν ἄρση τοῦ Σχίσματος καὶ τὴν ἐπανένωση τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Εἶπε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Πρῶτον μὲν ὅπως ἐστὶν ἀναγκαιότατη ἡ εἰρήνη ἣν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ Χριστὸς καὶ ἀγάπη, δεύτερον ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν ἀγάπην καὶ διελύθη καὶ ἡ εἰρήνη, τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν τότε καταληφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καὶ ἐξετάσωμεν τὰς μεταξὺ ἡμῶν διαφοράς, τέταρτον ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τὴν εἰρήνην ἐὰν μὴ λυθῇ τὸ τοῦ σχίσματος αἴτιον, καὶ πέμπτον, ἵνα καὶ οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἂν φανῶμεν καὶ ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καὶ ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος…».

Ἀντιλήφθηκε ὅμως ἐγκαίρως, ὅτι οἱ Λατίνοι δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἐξέταση τῶν διαφορῶν καὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος καὶ γενικὰ ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ἐπεδίωκαν τὴν καθυπόταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸν Πάπα καὶ τὴν παραδοχὴ ἐκ μέρους αὐτῆς τῶν λατινικῶν ἐτεροδιδασκαλιῶν, ἐγκαταλειπομένων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Ἔτσι θεώρησε χρέος του νὰ ἡγηθεῖ τῆς πανορθοδόξου ἀντιδράσεως κατὰ τῶν λατινικῶν σχεδίων καὶ τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἀποκληθέντων Ἀνθενωτικῶν, ὄχι μόνο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπέκρουσε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνοδικῶν συζητήσεων τὶς ἀξιώσεις καὶ τὴν ἐπιχειρηματολογία τῶν Λατίνων καὶ ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὸν ὅρο τῆς ἐπιβληθείσης ψευδοενώσεως. Ἡ μὴ ὑπογραφὴ τοῦ ἀπαράδεκτου γιὰ τὴν κοινὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, κειμένου ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Μάρκου, εἶχε τόσο μεγάλη σημασία, ὥστε μόλις ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ’ (1431 – 1447) τὸ πληροφορήθηκε ἀναφώνησε περίλυπος : «Ἐποιήσαμεν λοιπὸν οὐδέν».
Λίγο ἀργότερα ὁ αὐτοκράτορας προσέφερε στὸν Ἅγιο τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, ἀλλὰ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Ἐπειδὴ δέ, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ συλλειτουργήσει μὲ τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τὸν ἀπὸ Κυζίκου, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς του ἔτους 1440 καὶ ἦλθε στὴν Ἔφεσο. Καὶ ἐκεῖ ὅμως δεχόταν ἐνοχλήσεις ἀπὸ τοὺς ἑνωτικούς. Γι’ αὐτὸ ἀναχώρησε μὲ προορισμὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καθ’ ὁδόν, διερχόμενος διὰ τῆς νήσου Λήμνου, κρατήθηκε καὶ περιορίσθηκε ἐκεῖ, μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Στὴ Λῆμνο παρέμεινε δύο χρόνια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπέλυσε τὴ σπουδαία ἐγκύκλιό του «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὐρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς». Μετὰ ὁ θεοειδὴς στὴν ψυχὴ καὶ τὴν προαίρεση Ἅγιος, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1444 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων. Ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, τὸ 1456 μ.Χ., ὅρισε διὰ συνοδικῆς πράξεως, νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου στὶς 19 Ἰανουαρίου.


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ὁμολογίᾳ, μέγαν εὕρατο, ἡ Ἐκκλησία, ζηλωτήν σε θεῖε Μᾶρκε πανεύφημε, ὑπερμαχοῦντα πατρῴου φρονήματος, καὶ καθαιροῦντα τοῦ σκότους ὑψώματα. Ὅθεν ἄφεσιν, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τοῖς σὲ γεραίρουσι.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Πανοπλίαν ἄμαχον, ἐνδεδυμένος θεόφρον, τὴν ὀφρῦν κατέσπασας, τῆς Δυτικῆς ἀνταρσίας, ὄργανον, τοῦ Παρακλήτου γεγενημένος, πρόμαχος, Ὀρθοδοξίας προβεβλημένος· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μᾶρκε, Ὀρθοδόξων καύχημα.


Μεγαλυνάριον.
Τῆς Ὀρθοδοξίας ταῖς ἀστραπαῖς, λάμψας ἐν τῇ Δύσει, ἐξεθάμβησας ἐμφανῶς, Δυτικῶς τὰς ὄψεις, τοὺς ὅρους τῶν Πατέρων, ὦ Μᾶρκε ῥητορεύων, πυρίνῃ γλώττῃ σου.

Ὅσιος Μακάριος ὁ Διάκονος ἐκ Ρωσίας



Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔζησε μεταξὺ 13ου καὶ 14ου αἰώνα μ.Χ.. Μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ Θεός, γιὰ τὸν πνευματικό του ἀγώνα, τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὅσιος Μακάριος ὁ Ρωμαῖος



Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔζησε μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας.