ΒΡΕ ΑΝΔΡΕΑ είδα ένα παράξενο θέαμα σήμερα.
-Τι είδες πάλι;
-Να, πήγα στο αγαπημένος μας Μοναστηράκι στην…
-Βοήθειά σου, και δεν με πήρες ευλογημένε μαζί σου; και τι συνέβει;
-Ξέρεις πολύ καλά τι αυστηρό γυναικείο Μοναστήρι είναι! Της παλαιάς σχολής με γερόντισσες ηλικιωμένες οι περισσότερες.
-Εμένα μου λές; Την γνώρισες την μοναχή Ε…; ακόμη αναθυμάται τα ωραία χρόνια της στενώσεως και ταλαιπωρίας που είχαν σαν πρωτοπήγαν κοπελούδες στην Μονή, ούτε κελί να κοιμηθούν δεν είχαν οι καϋμένες, στην αποθήκη ξάπλωναν και αναπαύονταν το βράδυ. Έτσι και τώρα στα 87 της έχει απλώσει όλα τα βιβλία στο κρεβατάκι της-ετούτη είναι όλη η πραμάτεια της- και αυτή κοιμάται ολίγον ύπνο σε ένα καρεκλάκι λέγοντας συνήθως την καρδιακή ευχή.
-Γιατί η Ηγουμένη; Δεν θα λησμονήσω που μου είχε αναφέρει κάποτε πως «σαν έγινα Μοναχή,18 χρονών και εφόρεσα το ράσο, πήγα ευθύς με κατάνυξη στο κελλί, άνοιξα όλα τα Πατερικά βιβλία και άρχισα να μελετώ με δέος ώσπου εντός ολίγου με ειδοποιεί η Ηγουμένη και μου παραγγέλει προσγειώνοντάς με:
-Αδελφή Σ… πήγαινε γρήγορα στο βουνά να μαζέψεις τα ζώα! Και που ήξερα εγώ τότες από ζώα;»
Στα δε τριήμερα της Καθαρής Δευτέρας ενώ δεν πίνανε ούτε νερό έκαναν πάστρα όλο το Μοναστήρι, μέχρι και τους τοίχους έπλεναν και ώ! να βλέπεις να τρέχουν τα νερά στα ντουβάρια και εσύ να μην πρέπει να πιείς ούτε γουλιά.
-Παλαιά σκαριά μα με νεοποιό και αναστάσιμο φρόνημα.
-Πράγματι βρε Πέτρο, όμως να! το περίεργο που είδα:
Μαζί με τα καλόφωνα πετεινά που τραγουδούσαν Του Θεού στην ανθοστόλιστη αυλή της Μονής ήβρα μία παρέα από κορίτσια του Λυκείου που όπως που εξήγησαν φιλοξενήθηκαν γύρω στις δέκα ημέρες εκεί. Φορούσαν παντελόνια, κολάν… και τα λοιπά… όσα φορούν σήμερα οι νέες και σαν περιστεράκια τιτιβίζανε τα λόγια αναμεταξύ τους, κάνοντας πειράγματα και χαμογελώντας δροσερά που με έκανε να νομίζω πως μπήκα ζωντανός στον παράδεισο.
-Σοβαρά;
- Τα συγκέντρωσε η αδελφή Μ… και όλες αυτές τις ημέρες τα έχει σαν παιδιά της μα και αυτά τα ευλογημένα έχουν όλες τις γερόντισσες σαν Μητέρες τους έχοντας εισέτι το ελεύθερο να εισέρχονται και στα κελλιά τους αποθαυμάζοντας την ασκητικότητα και λιτότητα αυτών των οσιακών ψυχών.
Μα και από δουλειές; ξεσηκώσανε όλο το Μοναστήρι, όλα τα καθαρίσανε ενώ στο σπίτι τους ενδεχομένως να μην σηκώνουν ούτε ένα ποτήρι νερό.
Μάλιστα όταν ρώτησα την πιο ζωηρή από εκείνες τι σπουδές θα ακολουθήσει, μου απάντησε πως θέλει να γίνει Γιατρός για να γιατροπορεύει τις Καλόγριες του Μοναστηριού .
-Βλέπεις ευλογημένε πως ο άνθρωπος ο αληθινός δεν κοιτά τι φοράς αλλά τι ομορφιά κρύβεις μέσα στην ψυχή σου .
Ετούτο είναι το αυθεντικό Μοναστήρι που δεν εξαντλεί την αυστηρότητα στο σύνηθες Fay's Control με τις γνωστές παρδαλές και κακόγουστες φούστες που έχουν κρεμασμένες στην είσοδο για τας «ασέμνους» γυναίκας , αλλά που η ασκητικότητά τους ανθίζει αγάπη, αποδοχή και ενσυναίσθηση για τον ζαλισμένο κόσμο, όπως λέει και ένας σοφός Κληρικός: "δείξε μου την επιείκεια σου να σου πω ποσο ουρανό κουβαλάς!"
Κάποτε όταν πίναμε καφέ στο υπαίθριο αρχονταρίκι της Μονής είχε έρθει μία παρέα απ’την Αθήνα με σαγιονάρες και βερμούδες.
Η σκληρότατη με τον εαυτό της Ηγουμένη, ατάραχη τους καταδέχτηκε με αγάπη και φιλοφροσύνη και σαν την ρωτήσανε να ερμηνεύσει την ανοχή της ετούτη είπε:
-Αφού η Παναγία τους έφερε έως εδώ για να προσκυνήσουν και να χωθούν στην αγκάλη Της ποιά είμαι εγώ που θα τους απορρίψω και θα τους διώξω;
-Τι είδες πάλι;
-Να, πήγα στο αγαπημένος μας Μοναστηράκι στην…
-Βοήθειά σου, και δεν με πήρες ευλογημένε μαζί σου; και τι συνέβει;
-Ξέρεις πολύ καλά τι αυστηρό γυναικείο Μοναστήρι είναι! Της παλαιάς σχολής με γερόντισσες ηλικιωμένες οι περισσότερες.
-Εμένα μου λές; Την γνώρισες την μοναχή Ε…; ακόμη αναθυμάται τα ωραία χρόνια της στενώσεως και ταλαιπωρίας που είχαν σαν πρωτοπήγαν κοπελούδες στην Μονή, ούτε κελί να κοιμηθούν δεν είχαν οι καϋμένες, στην αποθήκη ξάπλωναν και αναπαύονταν το βράδυ. Έτσι και τώρα στα 87 της έχει απλώσει όλα τα βιβλία στο κρεβατάκι της-ετούτη είναι όλη η πραμάτεια της- και αυτή κοιμάται ολίγον ύπνο σε ένα καρεκλάκι λέγοντας συνήθως την καρδιακή ευχή.
-Γιατί η Ηγουμένη; Δεν θα λησμονήσω που μου είχε αναφέρει κάποτε πως «σαν έγινα Μοναχή,18 χρονών και εφόρεσα το ράσο, πήγα ευθύς με κατάνυξη στο κελλί, άνοιξα όλα τα Πατερικά βιβλία και άρχισα να μελετώ με δέος ώσπου εντός ολίγου με ειδοποιεί η Ηγουμένη και μου παραγγέλει προσγειώνοντάς με:
-Αδελφή Σ… πήγαινε γρήγορα στο βουνά να μαζέψεις τα ζώα! Και που ήξερα εγώ τότες από ζώα;»
Στα δε τριήμερα της Καθαρής Δευτέρας ενώ δεν πίνανε ούτε νερό έκαναν πάστρα όλο το Μοναστήρι, μέχρι και τους τοίχους έπλεναν και ώ! να βλέπεις να τρέχουν τα νερά στα ντουβάρια και εσύ να μην πρέπει να πιείς ούτε γουλιά.
-Παλαιά σκαριά μα με νεοποιό και αναστάσιμο φρόνημα.
-Πράγματι βρε Πέτρο, όμως να! το περίεργο που είδα:
Μαζί με τα καλόφωνα πετεινά που τραγουδούσαν Του Θεού στην ανθοστόλιστη αυλή της Μονής ήβρα μία παρέα από κορίτσια του Λυκείου που όπως που εξήγησαν φιλοξενήθηκαν γύρω στις δέκα ημέρες εκεί. Φορούσαν παντελόνια, κολάν… και τα λοιπά… όσα φορούν σήμερα οι νέες και σαν περιστεράκια τιτιβίζανε τα λόγια αναμεταξύ τους, κάνοντας πειράγματα και χαμογελώντας δροσερά που με έκανε να νομίζω πως μπήκα ζωντανός στον παράδεισο.
-Σοβαρά;
- Τα συγκέντρωσε η αδελφή Μ… και όλες αυτές τις ημέρες τα έχει σαν παιδιά της μα και αυτά τα ευλογημένα έχουν όλες τις γερόντισσες σαν Μητέρες τους έχοντας εισέτι το ελεύθερο να εισέρχονται και στα κελλιά τους αποθαυμάζοντας την ασκητικότητα και λιτότητα αυτών των οσιακών ψυχών.
Μα και από δουλειές; ξεσηκώσανε όλο το Μοναστήρι, όλα τα καθαρίσανε ενώ στο σπίτι τους ενδεχομένως να μην σηκώνουν ούτε ένα ποτήρι νερό.
Μάλιστα όταν ρώτησα την πιο ζωηρή από εκείνες τι σπουδές θα ακολουθήσει, μου απάντησε πως θέλει να γίνει Γιατρός για να γιατροπορεύει τις Καλόγριες του Μοναστηριού .
-Βλέπεις ευλογημένε πως ο άνθρωπος ο αληθινός δεν κοιτά τι φοράς αλλά τι ομορφιά κρύβεις μέσα στην ψυχή σου .
Ετούτο είναι το αυθεντικό Μοναστήρι που δεν εξαντλεί την αυστηρότητα στο σύνηθες Fay's Control με τις γνωστές παρδαλές και κακόγουστες φούστες που έχουν κρεμασμένες στην είσοδο για τας «ασέμνους» γυναίκας , αλλά που η ασκητικότητά τους ανθίζει αγάπη, αποδοχή και ενσυναίσθηση για τον ζαλισμένο κόσμο, όπως λέει και ένας σοφός Κληρικός: "δείξε μου την επιείκεια σου να σου πω ποσο ουρανό κουβαλάς!"
Κάποτε όταν πίναμε καφέ στο υπαίθριο αρχονταρίκι της Μονής είχε έρθει μία παρέα απ’την Αθήνα με σαγιονάρες και βερμούδες.
Η σκληρότατη με τον εαυτό της Ηγουμένη, ατάραχη τους καταδέχτηκε με αγάπη και φιλοφροσύνη και σαν την ρωτήσανε να ερμηνεύσει την ανοχή της ετούτη είπε:
-Αφού η Παναγία τους έφερε έως εδώ για να προσκυνήσουν και να χωθούν στην αγκάλη Της ποιά είμαι εγώ που θα τους απορρίψω και θα τους διώξω;