Την
Πέμπτη 1 Αυγούστου το απόγευμα, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας,
Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Εσπερινό και στην
πρώτη Παράκληση της Υπεραγίας Θεοτόκου και κήρυξε το θείο λόγο στον Ιερό
Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χαλάστρας.
Την
Παρασκευή 2 Αυγούστου το απόγευμα, ο Σεβασμιώτατος χοροστάτησε στον
Εσπερινό και στην δεύτερη Παράκληση της Υπεραγίας Θεοτόκου και κήρυξε το
θείο λόγο στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων Βεργίνης.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Χαλάστρα:
«Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν, ἁμαρτωλοί καί ταπεινοί, καί προσπέσωμεν ἐν μετανοίᾳ κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῆς».
Πρώτη
Αὐγούστου σήμερα καί συγκεντρωμένοι καί ἐμεῖς στόν ναό τῆς Παναγίας
μας, ἐδῶ στή Χαλάστρα, ὅπως ὅλοι οἱ πιστοί σέ κάθε γωνιά τῆς πατρίδος
μας, σέ κάθε ὀρθόδοξο ναό, σπεύσαμε νά ἀνταποκριθοῦμε στήν πρόσκληση τοῦ
ἱεροῦ ὑμνογράφου. Σπεύσαμε νά ἀσπασθοῦμε τήν ἱερή μορφή τῆς Μητέρας τοῦ
Κυρίου μας καί δικῆς μας μητέρας καί νά τῆς ἀπονείμουμε τήν ἀγάπη, τόν
σεβασμό καί τήν τιμή πού τῆς ἀνήκει, καί ἀκόμη νά τήν καταστέψουμε μέ
τά ἄνθη τῶν ὕμνων καί τῶν προσευχῶν μας.
Σπεύσαμε
νά γονατίσουμε ἐνώπιον τῆς ἱερῆς της εἰκόνος καί νά τήν ἱκετεύσουμε
καί νά τήν παρακαλέσουμε γιά ὅ,τι μᾶς ἀπασχολεῖ, γιά ὅ,τι μᾶς θλίβει
καί μᾶς πονᾶ, γιά ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη.
Τό
γνωρίζουμε ὅλοι μας ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει πάντοτε ἀνοικτή τήν ἀγκάλη
της γιά νά δεχθεῖ τά τέκνα της, καί τείνει πάντοτε εὐήκοο οὖς σέ ὅλους
ἐκείνους πού τῆς ἀπευθύνουν τά αἰτήματά τους. Γι᾽ αὐτό καί προστρέχουμε
μέ τόσο θάρρος καί τόση βεβαιότητα πρός τήν Παναγία μας. Γι᾽ αὐτό τῆς
ἐμπιστευόμαστε ὅλους τούς μύχιους πόθους καί τίς λαχτάρες μας μέ τήν
ἴδια οἰκειότητα μέ τήν ὁποία προστρέχουμε καί στή φυσική μας μητέρα.
Πῶς
ὅμως πρέπει νά προστρέχουμε καί νά παρακαλοῦμε τήν Παναγία μας,
ὥστε νά εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θά ἀνταποκριθεῖ στίς ἱκεσίες μας καί θά
ἐκπληρώσει τό αἴτημά μας;
Δύο
τρόπους μᾶς τούς ὑποδεικνύει ὁ ἱερός ὑμνογράφος στό πρῶτο τροπάριο
πού ψάλλουμε κάθε ἀπόγευμα τόσο στή Μικρή ὅσο καί στή Μεγάλη Παράκληση.
«Τῇ
Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν», ψάλαμε καί ἐμεῖς προηγουμένως.
Δέν ἀρκεῖ ὅμως νά τό ψάλλουμε ἀλλά χρειάζεται καί νά τό κάνουμε πράξη.
Νά μήν προσευχόμαστε ἐπιπόλαια, γρήγορα, βιαστικά, φευγαλέα, σάν νά
κάνουμε μία ὑποχρέωση, σάν νά τό κάνουμε ἀπό ἀνάγκη. Ἡ Παναγία μας δέν
κουράζεται νά μᾶς ἀκούει, ὅσα καί ἄν ἔχουμε νά τῆς ποῦμε, ἀλλά θέλει
μᾶς ἀκούει νά τήν παρακαλοῦμε μέ ὑπομονή καί μέ ἐπιμονή, νά
ξεδιπλώνουμε τήν ψυχή μας ἐνώπιόν της, νά τήν παρακαλοῦμε μέ πίστη καί
ἐμπιστοσύνη, χωρίς νά κουραζόμαστε, χωρίς νά ἀπογοητευόμαστε, χωρίς νά
ἐγκαταλείπουμε τήν προσπάθεια, ἔστω καί ἄν μᾶς φαίνεται ὅτι
καθυστερεῖ ἡ ἀπάντηση τῆς Παναγίας μας.
Αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος τρόπος.
Δέν
ἀρκεῖ ὅμως μόνο ἡ ἐπιμονή καί ἡ πίστη μας, προκειμένου νά ἀνταποκριθεῖ ἡ
Ὑπεραγία Θεοτόκος στίς προσευχές μας. Χρειάζεται καί κάτι ἀκόμη
πολύ σημαντικό καί πολύ ἀναγκαῖο. Καί μᾶς τό ὑποδεικνύει καί αὐτό ὁ
ἱερός ὑμνογράφος προτρέποντάς μας νά «προσπέσωμεν» στήν Παναγία μας «ἐν
μετανοίᾳ».
Εἶναι
ἀνάγκη νά προστρέχουμε στήν Παναγία μας μέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός
μας. Εἶναι ἀνάγκη νά συναισθανόμεθα τίς ἀδυναμίες καί τά σφάλματά μας,
νά συναισθανόμεθα ὅτι μέ τή ζωή μας, μέ τίς πράξεις μας, μέ τούς
λόγους, μέ τίς ἐπιλογές μας, προσκρούουμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ἀντί
νά κάνουμε αὐτό πού Ἐκεῖνος θέλει, ἐμεῖς προτιμοῦμε νά κάνουμε αὐτό τό
ὁποῖο εἶναι σύμφωνο μέ τίς ἀδυναμίες μας, αὐτό τό ὁποῖο εἶναι συμβατό
μέ τίς ἀδυναμίες μας. Καί ἔτσι πολλές φορές γίνονται τά λάθη μας καί τά
πάθη μας αἰτία τῶν προβλημάτων πού ἀντιμετωπίζουμε.
Ὅμως
ἀκόμη καί ἐάν δέν συμβαίνει αὐτό, θά πρέπει νά παρακαλοῦμε τήν
Παναγία μας «ἐν μετανοίᾳ». Διότι ὁ ἄνθρωπος πού παρακαλεῖ τήν
Παναγία, πού παρακαλεῖ τόν Χριστό ἔχοντας συναίσθηση ὅτι, ὅσο καί ἐάν
προσπαθεῖ καί ἀγωνίζεται στή ζωή του, δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἔχει
ἁμαρτήσει, ἐφόσον καί μία ἡμέρα ἀκόμη, ἐάν ζήσει ὁ ἄνθρωπος, θά
ἁμαρτήσει, καί τήν παρακαλεῖ γι᾽ αὐτό ἐν μετανοίᾳ, αὐτός λαμβάνει
εὐκολότερα αὐτό πού ζητᾶ, γιατί ἡ μετάνοια ἀνοίγει τή θύρα τοῦ ἐλέους
τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς δίδει καί διά τῆς Θεοτόκου τή χάρη του καί ἐκπληρώνει
τά αἰτήματα τῶν ψυχῶν μας.
Καί
καθώς ἡ περίοδος τοῦ Δεκαπενταυγούστου, στήν ὁποία εἰσήλθαμε ἀπό
σήμερα, εἶναι ἐκτός τῶν ἄλλων καί περίοδος νηστείας καί προετοιμασίας
γιά τή μεγάλη ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γιά τό Πάσχα τοῦ
καλοκαιριοῦ, ὅπως συνηθίζουμε νά λέμε, καί ἑπομένως καί περίοδος
μετανοίας, ἄς συνδυάσουμε τά αἰτήματα καί τίς δεήσεις μας πρός τήν
Παναγία, ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες πού θά ψάλλουμε τίς Παρακλήσεις της, μέ
τή μετάνοιά μας, ὥστε νά ἐκπληρώσει καί Ἐκείνη τά αἰτήματά μας καί νά
μᾶς δώσει πλούσια τή χάρη της.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Ι. Μ. Αγίων Πάντων:
«Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί καυχῶμαι, καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου σῶσον με».
Σέ
μόλις δύο στίχους ἐκφράζει ὁ ἱερός ποιητής τοῦ Μεγάλου, ὅπως
συνηθίζουμε νά τόν λέμε, Παρακλητικοῦ κανόνος, τό περιεχόμενο τῆς
πίστεώς μας πρός τήν Παναγία Παρθένο. Καί μαζί του ἐκφράσαμε καί ἐμεῖς
τήν ἴδια αὐτή πίστη, ψάλλοντας πρό ὀλίγου κατανυκτικά τήν Παράκληση
πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Καί
τί τῆς εἴπαμε; Τῆς εἴπαμε κατ᾽ ἀρχήν ὅτι εἶναι αὐτή ἡ μοναδική πρός τήν
ὁποία στρέφουμε τήν ἐλπίδα μας. Ὅμως δέν περιορισθήκαμε μόνο σ᾽
αὐτό, γιατί καί ἡ Παναγία μας δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐλπίδα μας. Εἶναι
αὐτή στήν ὁποία μποροῦμε νά βασισθοῦμε ὅτι ἡ ἐλπίδα μας θά εὐοδωθεῖ καί
ὅτι ἡ προσδοκία μας θά πραγματοποιηθεῖ.
Γι᾽
αὐτό καί τῆς εἴπαμε ἀκόμη ὅτι εἶναι ἡ μόνη τήν ὁποία ἐμπιστευόμασθε
καί ἔχουμε τή βεβαιότητα ὅτι ἔχει τή δύναμη νά πραγματοποιήσει αὐτό
πού τῆς ζητοῦμε.
Προσθέσαμε
ὅμως κάτι ἀκόμη· τῆς εἴπαμε ὅτι εἶναι ἡ μόνη γιά τήν ὁποία καυχώμεθα,
ὅτι εἶναι ἡ μόνη γιά τήν ὁποία αἰσθανόμεθα ὑπερήφανοι πού ὑπάρχει στή
ζωή μας, πού εἶναι μητέρα μας, πού εἶναι καταφυγή μας, πού εἶναι αὐτή
στή σκέπη τῆς ὁποίας μποροῦμε νά προστρέχουμε καί νά σωζόμεθα.
Πόσο
παρήγοροι καί πόσο ἐνισχυτικοί εἶναι αὐτοί οἱ λόγοι τοῦ ἱεροῦ
ὑμνογράφου, πού ἀπευθύναμε πρός τήν Παναγία μας, αὐτοί οἱ λόγοι πού
ἐκφράζουν καί τή δική μας πίστη γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο! Ἀλλά καί
πόσο παρήγορη καί ἐνισχυτική γιά τή ζωή μας εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι ἡ
Παναγία μας ὑπάρχει, εἶναι παροῦσα, εἶναι ζῶσα, εἶναι πάντοτε διαθέσιμη
γιά νά ἀκούσει τά αἰτήματά μας καί νά σπεύσει εἰς βοήθειάν μας.
Πόσοι
ἄνθρωποι ἔχουν, ἀλήθεια, αὐτό τό προνόμιο καί αὐτή τή χάρη! Οἱ
περισσσότεροι ἀναζητοῦν ἐλπίδα καί στήριγμα σέ ἄλλους ἀνθρώπους, πού
τούς θεωροῦν ἰσχυρούς, πού νομίζουν ὅτι ἔχουν σχέσεις καί διασυνδέσεις
καί μποροῦν νά τούς βοηθήσουν καί νά ἐκπληρώσουν τά αἰτήματά τους. Ὅμως
ἀποθαρρύνονται καί ἀπογοητεύονται, γιατί ὁ λόγος τοῦ Ψαλμωδοῦ «μή
πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία», ἰσχύει
πάντοτε. Γιατί οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί ἄν θέλουν πραγματικά νά μᾶς
βοηθήσουν, ἔχουν πεπερασμένες δυνάμεις καί δυνατότητες. Πόσο μᾶλλον
πού πολλοί δέν ἀξἴζουν τήν ἐμπιστοσύνη μας, γιατί στίς κρίσιμες στιγμές
μᾶς ἐγκαταλείπουν, προτιμώντας τό δικό τους ὄφελος καί συμφέρον.
Ἀντίθετα
ὅμως ἡ Παναγία μας ἔχει τήν ἀπεριόριστη δύναμη τοῦ παντοδυνάμου Υἱοῦ
της, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ δι᾽ Αὐτῆς. Kαί γι᾽ αὐτό ἔχει «ὅσα βούλεται», καί
μπορεῖ νά δώσει καί σέ ἐμᾶς ὅ,τι τῆς ζητοῦμε, ἐφόσον εἶναι γιά τήν
ὠφέλειά μας.
Καί
ἀκόμη ἡ Παναγία μας δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ, καθώς μέ τή δική της
θέληση δέν ἐγκατέλειψε οὔτε μετά τήν κοίμησή της τόν κόσμο καί
μεσιτεύει πάντοτε γιά μᾶς στόν Υἱό της, ἐφόσον βέβαια προστρέχουμε στή
χάρη της, ὅπως ἀκριβῶς τῆς εἴπαμε ἀπόψε. Προστρέχουμε, ἔχοντας τήν
ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι μποροῦμε νά ἐλπίζουμε σέ αὐτήν, μποροῦμε νά
τήν ἐμπιστευόμασθε ἀπόλυτα, μποροῦμε νά τήν αἰσθανόμεθα ὡς μητέρα μας
ἀλλά καί ὡς ἐκπρόσωπο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ ὁποία μέ τήν καθαρότητα
καί τήν ἁγιότητά της «εὗρε χάριν παρά Θεῷ». Γι᾽ αὐτό καί ἀνῆλθε τόσο
ψηλά, ἀνῆλθε μέχρι τόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ της, γιά νά παρεδρεύει ἐκεῖ καί
νά δέεται γιά τά τέκνα της, νά δέεται γιά τούς εὐλαβεῖς ἱκέτες της
«στεναγμοῖς ἀλαλήτοις».
Γι᾽
αὐτό καί ὄχι μόνο ἐμπιστευόμεθα τήν Παναγία μας ἀλλά καί καυχώμεθα
γιά αὐτήν καί ἀπολαμβάνουμε τίς δωρεές πού Ἐκείνη ἔλαβε χάρη στήν
ἁγία ζωή της, χάρη στήν ἀπόλυτη ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
«Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί καυχῶμαι, καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου σῶσον με».
Αὐτή
τήν παρηγορητική ὁμολογία ἄς ἀπευθύνουμε πάντοτε πρός τήν Παναγία μας,
ἀλλά κυρίως ἄς προσπαθοῦμε νά τή ζοῦμε ὡς πραγματικότητα στή ζωή μας,
στρεφόμενοι πάντοτε μέ ἐλπίδα καί ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη της, ἔχοντάς
την ὡς πρώτη προτεραιότητα στή ζωή μας καί θεωρώντας την ὡς ὄντως τή
μοναδική ἐλπίδα μας, ἀδιαφορώντας γιά τίς ὑποσχέσεις τῶν ἄλλων γύρω
μας.
Καί
ἐάν ἐμεῖς εἴμαστε στραμμένοι στήν Παναγία μας, ἐάν ὄντως στηρίζουμε
τήν ἐλπίδα μας ἀποκλειστικά σέ Αὐτήν καί καυχώμεθα γιά τή δύναμή της,
τότε καί ἡ Παναγία μας δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει, ἀλλά θά εἶναι ὁ
ἀκοίμητος φρουρός καί προστάτης μας, θά εἶναι ἡ καταφυγή καί ἡ σκέπη
μας, θά εἶναι ἡ στοργική μας μητέρα, ἡ ὁποία δέν θά διαψεύσει τίς
ἐλπίδες μας οὔτε καί κατά τή φοβερά ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Ἐμεῖς
οἱ μοναχοί ἰδιαιτέρως ἔχουμε πάντοτε στραμμένη τήν ἐλπίδα μας στήν
Παναγία μας, στήν Κυρία Θεοτόκο, καί ἐλπίζουμε ὅτι Ἐκείνη θά εἶναι ἡ
ὁποία θά πρεσβεύει ἀλλά καί θά μεσιτεύσει ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, ὅπως Ἐκείνη
τό εἶπε, στόν Υἱό της γιά τή σωτηρία αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἀφιέρωσαν τελείως
τή ζωή τους ἀλλά καί τά πάντα γιά νά ἀκολουθήσουν τόν Υἱό της ἀλλά καί
Ἐκείνη.
Αὐτό
ἔπραξε καί ἡ ἁγία Θεοδώρα καί ἡ ἁγία Θεοπίστη, πού ἀφιερώθησαν στό
μοναστήρι τοῦ ἁγίου Στεφάνου, μέσα στή Θεσσαλονίκη, μέ προσευχή, μέ
ἐμπιστοσύνη τελεία στήν κυρία Θεοτόκο, καί ἀξιώθηκαν νά ζοῦν τώρα μαζί
της καί νά ἀπολαμβάνουν «ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσεν καί ἐπί
καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
Ἀξιώθηκε μάλιστα ἡ ἁγία Θεοδώρα νά ὀνομάζεται «μυροβλύτις», γιατί ἀπό
τόν τάφο καί ἀπό τό κανδήλι της ἔρρεε τό μύρο. Βλέπετε τί τιμή
ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός καί ἡ Παναγία μας σέ αὐτούς πού ἔχουν ἀπόλυτη
ἐμπιστοσύνη στή δική τους προστασία, στή δική τους χάρη, στή δική τους
σκέπη. Ἄς ἔχουμε καί ἐμεῖς πάντοτε στραμμένη τήν ἐμπιστοσύνη μας, τά
βλέμματά μας, τήν πίστη μας καί στήν Παναγία μας καί διά τῆς Παναγίας
μας στόν Υἱό της καί στούς ἁγίους μας γιά νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς τῆς
σωτηρίας μας. Ἀμήν.