«Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτόν, αὕτη πασῶν τῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη», λέει ἕνας ἀρχαῖος σοφός, ὁ Πλάτων.
Κι εἶναι τὰ λόγια τοῦτα ἀληθινά! Εἶναι λόγια ἀθάνατα!
Γιατί
ὁ ἐαυτός μας, εἴτε τὸ ἀναγνωρίζουμε εἴτε ὄχι, εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας ὁ
μεγαλύτερος ἐχθρός. Ἐχθρὸς ἀσυγκράτητος καὶ δυνατός. Ἐχθρὸς
ἀνυποχώρητος καὶ σκληρός.
Τὸ
νὰ μπορεῖ δὲ ἕνας νὰ συγκρατεῖ καὶ νὰ δαμάζει ἕναν τέτοιο ἐχθρό, τὸ νὰ
μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλεται στὸν ψυχικό του κόσμο καὶ νὰ πετυχαίνει νὰ κάμνει
ὄχι αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦν οἱ ἄλογες ὁρμὲς καὶ τὰ πάθη του, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ
πρέπει, τότε λέγουμε, πὼς αὐτὸς κερδίζει τὴν πρώτη, μὰ καὶ τὴν ὡραιότερη
νίκη.
Αὐτὴ
τὴν ἀλήθεια ἔκαμαν βίωμα καὶ σκοπὸ στὴ ζωὴ τους ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ
πέρασαν ἀπὸ τὸν πλανήτη μας κι ἔγραψαν μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὸν βίο τους
ἀνεξίτηλα τὰ ὀνόματά τους στὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς
τρανοὺς ἀγωνιστὲς καὶ νικητὲς τοῦ ἐαυτοῦ τους εἶναι κι ὁ ἱερομάρτυρας
Φιλωνίδης.
Γεννήθηκε στὴν Κύπρο μας γύρω στὸ 250 μ.Χ. Ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε τὸν τόπο.
Οὔτε
καὶ ποιοὶ ἤσαν οἱ γονεῖς του. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ὁ Ἅγιος
σὲ νεαρὴ ἡλικία κλήθηκε νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὸ
Κούριο, ποὺ ἦταν μία πόλη μεγάλη καὶ περιώνυμη γιὰ τὴν λατρεία τοῦ
Ἀπόλλωνα καὶ τὴν ἀκολασία της! Ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τοῦ
Ἁγίου κρίνουμε, πὼς καὶ οἱ γονεῖς του πρέπει νὰ ἤσαν χριστιανοὶ καὶ
μάλιστα πιστοί. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ προνομιοῦχος νέος πρέπει νὰ διδάχθηκε «ἀπὸ
βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα».
Τὴν
ἐποχὴ αὐτὴ φαίνεται, πὼς ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶχε ἀρκετὰ διαδοθεῖ
στὴν Κύπρο μας. Τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων Παύλου καὶ Βαρνάβα καὶ τοῦ
Μάρκου ἔπεσε σὲ ἀγαθὴ γῆ. «Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ
χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἠρακλείδιος, Μνάσων, Ρόδων, Αὐξίβιος, Μακεδόνιος,
Λάζαρος, Ἐπαφρᾶς, Τυχικός, Σέργιος Παῦλος, Τῖτος, εἶναι μερικὰ ὀνόματα,
ἐλάχιστα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὄχι μόνο δέχτηκαν μὲ δίψα καὶ λαχτάρα τὴ νέα
πίστη μὰ καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τὴν διαδώσουν παντοῦ.
Ἀγωνίστηκαν,
γιατί στὸ νησί μας ἡ εἰδωλολατρία εἶχε πολὺ βαθιὲς τὶς ρίζες. Ἡ λατρεία
τῶν Θεῶν τοῦ Ὀλύμπου καὶ ἰδιαίτερα τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης γιὰ τὴν ὁποία
ἦταν κοινὴ ἡ πίστη πὼς γεννήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀφροὺς τῆς θάλασσας τῆς Πάφου,
ἦταν πολὺ στενὰ συνδεδεμένη μὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῶν
κατοίκων τοῦ νησιοῦ.
Ἡ
νέα θρησκεία ἐρχόταν νὰ καταργήσει αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, γιὰ τοῦτο καὶ ἡ
ἀντίδραση ὑπῆρξε ἄμεση. Αὐτοὶ οἱ πρῶτοι κήρυκες τοῦ θείου λόγου, οἱ
Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος γνώρισαν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία
τὴν σφοδρὴ ἀντίθεση τῶν φανατικῶν ὀπαδῶν τῆς παλαιᾶς θρησκείας. Στὴν
ἱεραποστολική τους πορεία ἀνάμεσα στὴν Πάφο «εὐρήκαν τοὺς ποταμοὺς τῶν
ψυχῶν εἰς κατάσταση αὐξανομένης ἐξεγέρσεως, ἀναβαίνοντας».
Πολλὰ
ἐμπόδια παρενέβαλε ὁ διάβολος στὸ ἔργο τους. Ἡ Πάφος πλημμύρισε
κυριολεκτικὰ ἀπὸ «ἐκδηλώσεις βίας, τοὶς βιαίοις ἐπικλύσας». (Analect
147). Ἡ λαϊκὴ παράδοση ἀναφέρει, πὼς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέθηκε σὲ μία
πέτρινη κολόνα, ποὺ δεικνύεται ἀκόμη καὶ σήμερα στὴν Κάτω Πάφο κοντὰ στὸ
ναὸ τῆς Χρυσοπολίτισσας καὶ κτυπήθηκε ἀνελέητα «σαράντα παρὰ μίαν»
μαστιγώσεις. Ὅμως παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ ἐμπόδια ἡ θρησκεία τοῦ
γλυκύτατου Ἰησοῦ εἶχε σὲ πολλὰ μέρη ἐπιβληθεῖ. «Ὑπερεπερίσσευσεν ἡ
χάρις». Πολλὲς οἰκογένειες τὴν ἐποχὴ αὐτὴ γνώρισαν τὸν Κύριο καὶ ζοῦσαν
ἔντονα τὶς ἐπιταγὲς τῆς νέας ζωῆς, τῆς χριστιανικῆς.
Ἀπὸ
μία τέτοια οἰκογένεια χριστιανικὴ γεννήθηκε καὶ ὁ Φιλωνίδης. Ἀπὸ αὐτὴ
διδάχτηκε πὼς ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἦταν χωρὶς περιεχόμενο. Ψεύτικοι καὶ
ἀνύπαρκτοι θεοὶ ἦταν ὅλοι τους. Μόνο ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι Θεὸς
ἀληθινός. Αὐτὸς ὑπῆρχε πρὸ πάντων τῶν αἰώνων καὶ θὰ ὑπάρχει εἰς πάντας
τοὺς αἰῶνας. Αὐτὸς δημιούργησε τὸν κόσμο. Αὐτὸς ἀπὸ ἀγάπη ἔστειλε στὸν
κόσμο καὶ τὸν Μονογενὴ Υἱό Του. Ἦλθε κι ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους
σὰν ἄνθρωπος «παρεκτὸς ἁμαρτίας». Δίδαξε, σταυρώθηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες
τους καὶ ἀναστήθηκε γιὰ τὴν δικαίωση καὶ τὴν σωτηρία τους. «Παρεδόθη διὰ
τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν» (Ρωμ. δ’ 25).
Αὐτοῦ
τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ παιδιὰ εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καὶ Αὐτὸν τὸν
ἀληθινὸ Θεὸ ὀφείλουμε ν’ ἀγαποῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ καὶ
μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη. Καὶ τὴν ἀγάπη μας στὸν Θεό μας θὰ μποροῦμε νὰ τὴ
δείχνουμε, ἂν ἀγαποῦμε συγχρόνως καὶ τὸν πλησίον μας, δηλαδὴ τὸν κάθε
ἄνθρωπο σὰν καὶ τὸν ἑαυτό μας. Γι’ αὐτὲς τὶς δύο ἀγάπες πρέπει νὰ
εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ τὴν ζωή μας νὰ θυσιάσουμε. Γιατί οἱ δυὸ αὐτὲς ἀγάπες
εἶναι οἱ δυὸ φτεροῦγες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πετᾶ,
γιὰ νὰ φτάσει μία μέρα στὰ οὐράνια παλάτια τῆς αἰωνιότητας.
Μὲ
τέτοιες διδασκαλίες ἁπλὲς οἱ χριστοφόροι γονεῖς φρόντιζαν νὰ
ἐνσταλάζουν στὴν ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» τὸ γνήσιο
πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μεγάλωνε τὸ παιδί. Καὶ στὴν
καρδιὰ του μέρα μὲ τὴν ἡμέρα μεγάλωνε μαζὶ καὶ ὁ πόθος, ὁ φλογερὸς πόθος
νὰ γίνει ἕνας ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ. Νὰ προσφέρει καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτό του
στὴν ἱερὴ φάλαγγα ἐκείνων, ποὺ δούλευαν γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνόρθωση τῶν
ἀνθρώπων τοῦ νησιοῦ.
Ἐπιτέλους
ᾖρθε ἡ ὥρα. Νέος πιὰ ὁ Φιλωνίδης ἕτοιμος σὲ ὅλα κλήθηκε στὴν ὑπηρεσία
τῆς Ἐκκλησίας. Δέχτηκε τὴν κλήση. Καὶ ὑπηρέτησε μὲ ζῆλο. Στὴν ἀρχὴ ὡς
ἀναγνώστης. Ὕστερα ὡς διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ
ἐπισκόπου του, Κουρίου, ὡς ἐπίσκοπος.
Στὴ
νέα του θέση ὁ ζηλωτὴς ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ εἶχε
πολλὲς δυσκολίες καὶ ἐμπόδια νὰ ὑπερνικήσει. Τὸ Κούριο, ἡ ὀμορφοχτισμένη
Ἑλληνικὴ πόλη στὰ νότια της Κύπρου, ποὺ δεχόταν κάθε μέρα τῆς γαλανῆς
θάλασσας τὸ φίλημα καὶ τὴ νύχτα τὸ γλυκὸ νανούρισμά της, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ
μεγάλα κέντρα τῆς εἰδωλολατρίας τῆς Κύπρου. Ἐδῶ ἦταν χτισμένος ὁ
περίφημος ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνα μὲ τὸ γνωστὸ μαντεῖο. Χιλιάδες λαοῦ ὄχι
μόνον ἀπὸ τὸ νησί μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες χῶρες τῆς ἀπέραν τῆς Ρωμαϊκῆς
αὐτοκρατορίας μαζευόντουσαν σ’ αὐτό, γιὰ νὰ προσφέρουν θυσίες, νὰ τὸ
συμβουλευτοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν κάτι γιὰ τὸ μέλλον τους. Ἐδῶ ὑπῆρχε κι ἕνα
ὡραιότατο στάδιο. Πλήθη ἀπὸ φιλάθλους συνερχόντουσαν κάθε φορά, γιὰ νὰ
παρακολουθήσουν τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες. Κι ἄλλοι νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ
διδαχθοῦν ἀπὸ τὰ ποικίλα πνευματικὰ ἔργα τῆς Ἑλληνικῆς δημιουργίας, ποὺ
συχνὰ παιζόντουσαν στὸ μαρμάρινο θέατρο τῆς πόλεως. Ὅλα τοῦτα μαζὶ μὲ τὰ
γυμναστήρια καὶ τοὺς βωμοὺς γιὰ θυσίες καὶ τὰ ἀγάλματα καὶ τὶς ἄλλες
ἐκδηλώσεις τῆς εἰδωλολατρικῆς ζωῆς ἔκαμναν τὴν πόλη κέντρο θρησκευτικοῦ
φανατισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀνηθικότητας. Σὲ αὐτὸ τὸ κέντρο ἀνέλαβε ὁ μακάριος
ἐπίσκοπος μὲ φλογερὸ ζῆλο τὸ ἔργο του, τὸ θεῖο ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.
Ἡ
πρώτη του προσπάθεια στράφηκε στὴν ὀργάνωση τοῦ μικροῦ ποιμνίου του.
Γι’ αὐτὸ διαθέτει ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἀφήκαν οἱ γονεῖς του.
Πτωχεύει αὐτὸς γιὰ νὰ ἀνακουφίσει τὰ πνευματικὰ παιδιά του, ὅπως
ἀποκαλεῖ τοὺς χριστιανούς του. Τὸ παράδειγμά του συγκινεῖ ὄχι μονάχα
τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ἀρχίζουν νὰ προσβλέπουν μὲ
ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτόν. Τὸν παρακολουθοῦν μὲ προσοχή, τὸν συντρέχουν καὶ
τὸν ἀκοῦν μὲ σεβασμό. Στὸ κήρυγμά του κάθε φορὰ τρέχουν καὶ νέοι
ἀκροατές. Καὶ αὐτὸς μὲ ὑπομονὴ καὶ καλοσύνη, ἀλλὰ καὶ ἀγάπη ἀνεξάντλητη
τοὺς κατευθύνει καὶ τοὺς καθοδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς ἀλήθειας, τοῦ Θεοῦ τὸν
δρόμο. Καθημερινὰ καὶ νέοι προσήλυτοι προσέρχονται καὶ κατηχοῦνται καὶ
βαπτίζονται καὶ προστίθενται στὸ λογικὸ ποίμνιο τῆς μάνδρας τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι τὸ Κούριο, ποὺ ἦταν μία πόλη κέντρο εἰδωλολατρίας καὶ διαφθορᾶς,
μὲ τὸν καιρὸ γίνεται μία πόλη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα κέντρο χριστιανικῆς
ἀγάπης καὶ ἠθικῆς ἀνορθώσεως.
Ἰδιαίτερο
ἐνδιαφέρον ἐπιδεικνύει ὁ ἐνάρετος ἱεράρχης στὴν ἐκλογὴ τῶν συνεργατῶν
του. Γνωρίζει ὅτι οἱ καλοὶ καὶ ἄξιοι ἱερεῖς εἶναι ἡ δύναμη τοῦ
ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀφοσιωμένοι ἐργάτες καὶ ὁδηγοί. Γι’
αὐτὸ καὶ ἀδιάκριτα δὲν χειροτονεῖ κανένα. Πρέπει νὰ βρεῖ τὸν κατάλληλο
καὶ ἔτσι νὰ προχωρήσει. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «χεῖρας ταχέως μηδενὶ
ἐπιτίθει, μηδὲ κοινωνεῖ ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις» ἀποτελοῦν γι’ αὐτὸν ἕνα
γνώρισμα ἐνεργείας στὸ θέμα αὐτό. Ἔτσι ἐργάζεται ὁ γεραρὸς ἐπίσκοπος ὡς
τὴν ἡμέρα ποὺ κηρύχτηκε ὁ τρομερὸς διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανού.
Ὁ
τότε ἡγεμόνας τῆς Κύπρου Μάξιμος, ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ διεφθαρμένος
βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσει ὅλο τὸ μῖσος του ἐνάντια στὴ νέα
θρησκεία. Οἱ φυλακὲς γέμισαν ἀπὸ κρατουμένους. Στὰ στάδια σέρνονται
καθημερινὰ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Μιὰ πρόχειρη δίκη διεξάγεται
ἐκεῖ. Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμολογία τοῦ μάρτυρος, τὰ βασανιστήρια κτηνώδη καὶ
ἀπάνθρωπα καὶ στὸ τέλος ὁ θάνατος. Τὸ αἷμα τρέχει ἄφθονο στὴ Νῆσο τῶν
Ἁγίων.
Κάποια
μέρα ἄνθρωποι τοῦ ἡγεμόνα συνέλαβαν καὶ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἔριξαν στὴ
φυλακή. Ἐκεῖ μὲ ἄλλους ἁλυσοδεμένους εἰδωλολάτρες εἶχαν συλληφθεῖ καὶ
ἐκρατοῦντο καὶ τρία πνευματικὰ παιδιά του. Ὁ ἱερέας Ἀριστοκλῆς, ὁ
διάκονος Δημητριανὸς κι ὁ ἀναγνώστης Ἀθανάσιος. Παραχώρηση Θεοῦ ἡ
συνάντηση. Εὐκαιρία γιὰ ἀλληλοενίσχυση. Καὶ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὸν σκοπὸ
τοῦτο ἡ προσευχή. Ἡ θερμὴ καὶ ὁλόψυχη στὸν Πλάστη προσευχή.
-
Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος. Μεγάλη τιμὴ μᾶς κάνει μὲ
τούτη τὴν δοκιμασία ὁ Κύριός μας. Τώρα μποροῦμε καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν
ἀπόστολο Παῦλο νὰ ἀναφωνοῦμε! «Ἡμῖν ἐχαρίσθῃ τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον
τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. α’ 30).
Κι
ἡ παραχώρηση τούτη εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς. Εἶναι τιμὴ καὶ προνόμιο. Ἂς τὸν
εὐχαριστήσουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας κι ἂς τὸν παρακαλέσουμε. Ἂς τὸν
παρακαλέσουμε νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ πανάγιο θέλημά Του
μέχρι θανάτου.
Οἱ κρατούμενοι γονάτισαν. Καὶ ὁ φωτισμένος ἱεράρχης ἀνέπεμψε μία τέτοια περίπου προσευχή:
«Κύριε,
σὲ παρακαλοῦμε. Μὴν ἀπομακρύνεις ἀπὸ ἡμᾶς τὸ ἔλεός σου πρὸς χάριν τοῦ
ἀγαπητοῦ Σου υἱοῦ, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ. Μὴ μᾶς κατεντροπιάσεις.
Δεῖξε καὶ σὲ τούτη τὴν περίσταση ἀπέναντί μας τὴν ἐπιείκειά σου καὶ τὴν
εὐσπλαγχνία σου. Σύμφωνα μὲ τὰ τόσα θαυμαστά σου ἔργα, τὰ ἀναρίθμητα,
γλίτωσέ μας καὶ τούτη τὴν φορὰ ἀπὸ τοὺς πλοκάμους τῆς ἁμαρτίας ποὺ μᾶς
τριγυρίζει καὶ δόξασε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ πανάγιο ὄνομά Σου. Θέλουμε νὰ
μείνουμε πιστοὶ στὸ θέλημά Σου ὁσαδήποτε μέσα κι ἂν χρησιμοποιήσει ὁ
δόλιος ἐχθρός. Βοήθησέ μας. Χάλκεψε μέσα μας ἀκατάλυτη τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ
λυγίσουμε μὲ κανένα τρόπο. Καὶ ἀξίωσέ μας, Κύριε, νὰ ἰδοῦμε νὰ
καταισχύνονται ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ φέρονται μὲ σκληρότητα καὶ κακότητα
στοὺς δούλους σου. Δῶσε ἀκόμη, Πατέρα, νὰ ἰδοῦμε τὴν ἁγία σου θρησκεία
νὰ ἁπλώνεται παντοῦ καὶ τὴν Ἐκκλησία σου σὰν δένδρο εὐσκιόφυλλο νὰ
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸ νησί μας. Ἀμήν.
Τὴν τελευταία λέξη πρόφεραν ὅλοι τους μὲ βαθιὰ πίστη. Ἦταν μία ἐγκάρδια εὐχή!
Ἀπὸ
τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ μακάριος ἐπίσκοπος εἶχε συλληφθεῖ κι ἐγκλειστεῖ στὴ
φυλακή, μιὰ διαφορετικὴ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγὴ παρατηρήθηκε στοὺς
κρατουμένους. Οἱ φωνὲς καὶ οἱ βλασφημίες κι ὅλες οἱ ἄλλες βρωμερὲς
ἐκφράσεις λιγοστεύουν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἐσταυρωμένου
συγκινεῖ. Οἱ καρδιὲς ἀλλάζουν. Ἡ ἀγριότητα παραμερίζει. Καὶ ἡ σκληρότητα
παραχωρεῖ τὴν θέση της στὴν πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη.
Πόση
δύναμη ἀλήθεια κλείνει μέσα της ἡ ζωντανὴ διδασκαλία, σὰν συνοδεύεται
καὶ μὲ τὸ καλὸ παράδειγμα! Τί δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πετύχει ὁ χριστιανισμὸς
ἂν αὐτοὶ ποὺ τὸν προβάλλουν, φρόντιζαν μαζὶ μὲ τὰ ὄμορφα λόγια ποὺ
κηρύττουν, νὰ παρουσίαζαν καὶ τὸν ἑαυτὸ τους ὑπόδειγμα καὶ πρότυπο τῶν
ὅσων διδάσκουν! Τότε δὲν θὰ εἴχαμε τὸ τρομερὸ κατάντημα, ποὺ παρατηροῦμε
τόσο ἔντονα στὴν ἐποχή μας. Πολλοὶ κήρυκες. «Κύμβαλα ὅμως
ἀλαλάζοντα...» Οὔτε καὶ τὸ παράπονο τοῦ Κυρίου θὰ ἀκουόταν τόσο θλιβερό.
«Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοὶς ἔθνεσι». (Ρωμ. β’ 24).
Νὰ εὐχηθοῦμε νὰ ἔρθει τὸ γρηγορότερο μιὰ τέτοια ἐποχή; Ὁ Κύριος νὰ
δώσει.
Ἕνα
πρωί, μόλις ἡ ἁγία συντροφιὰ τέλειωσε τὴν κατανυκτική της προσευχὴ
δυνατὲς φωνὲς ἀκούστηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τῶν κρατουμένων. Σὲ λίγο ἡ
πόρτα ἄνοιξε βίαια καὶ τρεῖς δήμιοι μπῆκαν μέσα καὶ ἔσυραν ἔξω τὸν ἱερέα
Ἀριστοκλῆ, τὸν διάκονο Δημήτριο καὶ τὸν ἀναγνώστη Ἀθανάσιο. Ἕνα
χαμόγελο εὐγνωμοσύνης ἄνθισε στὰ χείλη καὶ τῶν τριῶν. Εὐγνωμοσύνης στὸν
Κύριο ποὺ τοὺς ἔκαμνε τὴν τιμὴ νὰ τὸν ὁμολογήσουν ἐνώπιον μικρῶν καὶ
μεγάλων.
Σὲ
μία εὐρύχωρη πλατεῖα ἦταν μαζεμένος κόσμος πολύς. Στὴ μέση ἦταν στημένη
μία ἐξέδρα. Ἕνας ἄνδρας καθόταν στὸ κέντρο. Μπροστὰ του ὁδηγήθηκαν οἱ
μάρτυρες. Μιὰ φωνὴ δυνατὴ ἀκούστηκε νὰ λέει:
- Εἶστε ἕτοιμοι νὰ προσφέρετε θυσία στοὺς μεγάλους θεούς μας ἢ ἀκόμη ἐπιμένετε στὴν πλάνη σας;
- Θεὸς γιὰ μᾶς δὲν εἶναι τὰ εἴδωλα. Ὁ ἀληθινὸς Θεὸς δὲν κατοικεῖ στὶς πέτρες.
Ἡ
τελευταία λέξη μόλις ἀκούστηκε. «Σκοτῶστε τοὺς ἀπίστους» ἦταν ἡ
διαταγή. Οἱ δήμιοι ἅρπαξαν στὰ δυνατά τους χέρια τοὺς μάρτυρες, τοὺς
ἔσυραν μακριὰ καὶ ἐκεῖ τοὺς θανάτωσαν.
Τρεῖς
ἀκόμη ζωὲς ἔσβησαν πρόωρα. Πότισαν μὲ τὸ αἷμά τους τὸ δένδρο τῆς
πίστεως, τὸ χριστιανικὸ δένδρο. Ἔσβησαν ἐπάνω στὸ σφρῖγος τους. Δὲν
κατόρθωσαν ὅμως νὰ σβήσουν, οὔτε καὶ νὰ μετριάσουν τὸ μῖσος ποὺ φώλιαζε
στὰ στήθη τοῦ εἰδωλολάτρη ἄρχοντα, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀκουόταν νὰ
μονολογεῖ καὶ νὰ λέει:
- Ὁ ἐπίσκοπος... Αὐτὸς εἶναι τὸ μεγάλο θεριό! Αὐτὸν πρέπει νὰ ἐξευτελίσω καὶ νὰ θανατώσω. Αὐτόν... Ἀλλὰ πῶς;
Κάποια στιγμὴ σταμάτησε ἀπότομα τὶς βόλτες. Γέλασε σαρκαστικὰ καὶ φώναξε τὸν ὑποτακτικό.
- Πὲς νὰ ἔρθουν οἱ ἐκτελεστές.
Σὲ λίγο παρουσιάστηκαν μπροστὰ του μερικὰ γεροδεμένα παλικάρια μὲ μορφὲς ἄγριες.
-
Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ βασανιστεῖ, εἶπε. Νὰ βασανιστεῖ, ὅσο μπορεῖτε πιὸ
σκληρά. Ἂν δὲν ὑποχωρήσει, τότε νὰ ἐξευτελιστεῖ... νὰ ξεγυμνωθεῖ κι
ἐπάνω στὸ σῶμα του νὰ ἀσελγήσουν μεθυσμένοι σάτυροι. Μετὰ νὰ θανατωθεῖ.
Οἱ
ἐκτελεστὲς ἔτρεξαν νὰ ἑτοιμάσουν τὰ σχετικά. Ἕνας στρατιώτης, ποὺ ἦταν
ἐκεῖ, μυστικὸς χριστιανός, ἔτρεξε καὶ αὐτὸς στὴν φυλακὴ καὶ μὲ πόνο
ψυχὴς κάλεσε τὸν γηραιὸ ἐπίσκοπο καὶ τοῦ φανέρωσε τὴ διαταγὴ τοῦ
ἄρχοντα.
Ὁ
ἱερομάρτυρας πάγωσε κυριολεκτικά, σὰν ἔμαθε τὴν ἀπόφαση. «Τὸ κορμί μου,
ναί! Ἂς τὸ ξεσχίσουν! Ἂς τὸ κόψουν κομμάτια! Ἂς τὸ ψήσουν! Ὄχι ὅμως καὶ
νὰ τὸ μολύνουν! Αὐτὸ δὲν θὰ γίνει ποτές! δὲν θ' ἀφήσω νὰ γίνει ποτές.
Καλύτερα νὰ πεθάνω μία ὥρα γρηγορότερα. Ὄχι ὅμως νὰ μολυνθῶ, πρόφερε μὲ
σταθερότητα ὁ σεβάσμιος γέροντας. Καὶ γονάτισε.
- Κύριε, εἶπε, ἐλέησέ με. Δὲν μπορῶ καὶ νὰ σκεφθῶ. Συγχώρησέ με καὶ σῶσέ με ἐκ τῶν καταδιωκόντων με.
Βοήθησέ
με νὰ κρατήσω ἀμόλυντη τὴν ἀτίμητη ἁγνότητά μου καὶ μὴν ἐπιτρέψεις μέσα
μου κανένα συμβιβασμὸ μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ διαφθορά.
Περιχαράκωσε μέσα μου τὴν ἀπόφαση νὰ μείνω ἁγνὸς καὶ φύλαξέ με ἀπὸ τὴ δειλία καὶ τὸ σκάνδαλο.
Αἰώνιε Ἀρχιερέα, μὴν ἐπιτρέψεις σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ λυγίσω καὶ ν’ ἀρνηθῶ τὴν ἀποστολή μου.
Ἀφοῦ
προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα μὲ δάκρυα, σηκώθηκε. Κάλεσε κοντά του
μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κρατουμένους ἀδελφοὺς καὶ τοὺς φανέρωσε τὶς διαθέσεις
τοῦ ἄρχοντα καὶ τὴν ἀπόφασή του γιὰ αὐτοθυσία. Ἤθελε νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ
κανένας ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ πέθαινε. Μετὰ σύρθηκε σιγά – σιγὰ σ’ ἕνα
διάδρομο καὶ ἀπὸ μία μυστικὴ θυρίδα ἀνέβηκε σ’ ἕναν ψηλὸ γκρεμό. Ἐκεῖ
σκέπασε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸν ἐπενδύτη του, ἔκαμε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο
τοῦ σταυροῦ καὶ ὕστερα ρίχτηκε κάτω.
Προτοῦ
τὸ σῶμα ἀγγίσει τὴ γῆ, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ἱερομάρτυρα, ἐλεύθερη, πέταξε
στὸν οὐρανό. Ἔφυγε ἱκανοποιημένη καὶ χαρούμενη ποὺ κράτησε ἀνέπαφο τὸν
θησαυρὸ τῆς ἁγνότητάς του. Προτίμησε καὶ αὐτὸς τὸν τιμημένο θάνατο τοῦ
κορμιοῦ, ὅπως καὶ τόσες παρθένες κι ἅγιες γυναῖκες, παρὰ τὴν ἀτίμωση,
τὸν ἐξευτελισμό, τὴν ντροπή.
Τὸ
ἀμόλυντο σῶμα τοῦ ἁγίου τὸ βρῆκαν μερικοὶ εἰδωλολάτρες. Τὸ ἔβαλαν σὲ
ἕνα σακὶ καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα. Μὰ αὐτὴ δὲν τὸ κράτησε.
Σπλαγχνικότερη ἀπὸ τὰ θεριά, ποὺ λέγονται ἄνθρωποι, τὸ ἀπόθεσε σὲ λίγο
ἁπαλὰ στὴν ἀμμουδιά. Ἐκεῖ κατόπιν ὁράματος τὸ βρῆκαν δύο χριστιανοί.
Περπατοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅταν ξαφνικὰ εἶδαν νὰ τρέχει μπροστά τους
γυμνὸς ὁ αὐτοθύτης Ἐπίσκοπος. Τὸ κεφάλι του στεφανωμένο μὲ λαμπρὸ
στέμμα.
Τὸ κορμὶ του ἦταν ἀλειμμένο μὲ εὐωδιαστὴ σμύρνα. Καὶ στὸ χέρι του κρατοῦσε κλάδο φοινικιᾶς.
Ἦταν ὁ νικητής!
Ὁ
νικητὴς τοῦ ἑαυτοῦ του! Ὁ νικητὴς τῆς ζωῆς! Νικητής, μὰ καὶ
στεφανωμένος ἀπὸ τὸν Δίκαιο Κριτὴ μὲ τὸν ἁμαράντινο τῆς δόξας στέφανο.
Οἱ
χριστιανοὶ ἀκολούθησαν μὲ συγκίνηση τὴν ὁπτασία. Ὅταν αὐτὴ κάποια
στιγμὴ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους, εἶδαν μπροστὰ τους τὸ ἁγνὸ τοῦ μάρτυρος
σκήνωμα. Γονάτισαν καὶ τὸ ἀσπάσθηκαν. Ὕστερα τὸ σήκωσαν μὲ εὐλάβεια καὶ
μὲ ἄλλους χριστιανοὺς τὸ ἔθαψαν μὲ κάθε τιμὴ καὶ σεβασμό.
Στὴν
ἐποχή μας ποὺ ἡ ἀνηθικότητα κι ἡ διαφθορὰ σὰν ὁρμητικὸς χείμαρρος
παρασύρει κάθε μέρα χιλιάδες νεανικὲς ψυχὲς στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν
καταστροφή, τὸ παράδειγμα τοῦ αὐτομάρτυρα Ἐπισκόπου πρέπει νὰ συγκινήσει
κάθε καρδιά. Τὸ σῶμα τοῦ καθενός μας εἶναι ἕνας ναός. Ναὸς ἱερὸς
«Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» (Β’ Τιμ. α’ 14). Κι ὅπως κάθε
ναὸς πρέπει νὰ κρατεῖται καθαρός, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς τοῦ σώματός μας.
Κανένα
πρᾶγμα δὲν λερώνει καὶ δὲν φθείρει τόσο τὸ σῶμα, ὅσο ἡ ἀνηθικότητα καὶ ἡ
σαρκολατρικὴ διαφθορά. «Εἰ τὶς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον
ὁ Θεός» φωνάζει καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Α’ Κορ. γ’ 17).
Νέοι
καὶ νέες, φυλᾶχτε τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς σας. Κλεῖστε
ἑρμητικὰ τ’ αὐτιά σας στὸ πλάνο τραγοῦδι τῶν Σειρήνων, πού σᾶς καλεῖ
στὴν ἀκολασία καὶ τὴ διαφθορά. Γιατί, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀποθαυμάζουμε καὶ
ἐπιζητοῦμε νὰ κάμουμε βίωμά μας τὴν ζωὴ τῶν Σοδόμων, πρέπει νὰ
γνωρίζουμε πὼς δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ξεφύγουμε καὶ τὴν τύχη τους. Κι
εἶναι αὐτὸς ὁ πιὸ μεγάλος κίνδυνος ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ἐποχή μας. Πῶς θὰ
σωθοῦμε;
Τὸν δρόμο μᾶς τὸν δείχνει ὁ μεγάλος ἱερομάρτυρας τοῦ Κουρίου.
Μάθετε
ἀπὸ παιδιὰ νὰ νικᾶτε τὶς ἄνομες ἐπιθυμίες ποὺ φλογίζουν τὴν καρδιά σας.
Μάθετε νὰ νικᾶτε πάντα τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας. Ἔτσι θὰ εἴσαστε νικητὲς
στὸν τραχὺ δρόμο τῆς ζωῆς.
Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νικητὲς καὶ θριαμβευτὲς θὰ πετάξετε μία μέρα καὶ στὴν αἰωνιότητα. Κοντὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ!