Τὸ σεπτὸ λείψανό του τὸ ἔριξαν σὲ φαράγγι, γιὰ νὰ τὸν καταφάγουν τὰ ὄρνεα, λίγοι δὲ στρατιῶτες φύλαγαν ἐκεῖ, μὴν τυχὸν ἔλθουν οἱ Χριστιανοὶ καὶ παραλάβουν τὸ σῶμα. Ὅμως, μία Χριστιανή, ὀνόματι Μυρόπη, ἦλθε τὴ νύχτα καὶ μὲ τὴν βοήθεια δύο ὑπηρετριών, τὴν ὥρα ποὺ οἱ στρατιῶτες εἶχαν πέσει καὶ ἡσύχαζαν, παρέλαβε τὸ ἱερὸ λείψανο, τὸ ὁποῖο ἐνταφίασε. Τὴν ἑπομένη, ὁ Νουμέριος πληροφορήθηκε ὅτι τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος εἶχε ἁρπαχθεῖ. Ὑπέθεσε ὅτι οἱ στρατιῶτες δελεάστηκαν μὲ χρήματα καὶ δῶρα καὶ ἐπέτρεψαν στοὺς Χριστιανοὺς νὰ παραλάβουν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτὸ τοὺς φυλάκισε, ἐνῷ παράλληλα κυκλοφόρησε τὴν εἴδηση ὅτι θὰ τοὺς φονεύσει , ἂν δὲν τοῦ ποῦν σὲ ποιὸν παρέδωσαν τὸ λείψανο. Ἡ Μυρόπη ἔκρινε ὅτι θὰ ἦταν ἄδικο νὰ ἐκτελεσθοῦν οἱ στρατιῶτες. Γι’ αὐτὸ παρουσιάσθηκε στὸν Νουμέριο καὶ τοῦ δήλωσε τὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν φυλακίσουν. Μετὰ τὸ μαρτύριό της, οἱ Χριστιανοὶ ἔθαψαν μὲ εὐλάβεια τὸ λείψανο τῆς Παρθενομάρτυρος κοντὰ στὸν τάφο, ὅπου προηγουμένως αὐτὴ εἶχε ἀποθέσει αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς
στρατευθεὶς τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων, τῶν ἐπιγείων τὴν στρατείαν ἀπώσω,
καὶ εὐθαρςῶς ἐκήρυξας Χριστὸν τὸν Θεὸν· ὅθεν τὸν ἀγῶνά σου, τὸν καλὸν
ἐκτελέσας, Μάρτυς θεοδόξαστος, τοῦ Σωτῆρος ἐδείχθης· ὃν ἐκδυσώπει
σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς σὲ τιμῶντας, παμμάκαρ Ἰσίδωρε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κυβερνήτης
μέγιστος τῇ οἰκουμένῃ, σὺ ἐφάνης Ἅγιε, ταῖς πρὸς Θεόν σου προσευχαῖς·
διὸ ὑμνοῦμέν σε σήμερον, Μάρτυς θεόφρον, Ἰσίδωρε ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Ξίφει
ἐκτμηθείς σου τὴν κεφαλήν, ἔτεμες τῆς πλάνης, Ἀθλοφόρε τὰς μηχανάς, καὶ
Χριστῷ ἡνώθεις, τῇ κεφαλῇ τῶν ὅλων, ὡς κοινωνὸς τοῦ πάθους, τούτου
Ἰσίδωρε.