Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἔχοντας ἔμφυτη κλίση καὶ ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ τὴν προσωπικότητα τοῦ πολιούχου μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Γερασίμου καὶ τοῦ γείτονός του, ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, ἐγκαταλείπει τὰ πάντα καὶ φθάνει στὸ «Ξηροσκόπελο», μικρὸ νησάκι στὴν κάτω Λειβαθὼ Βλαχερνῶν καὶ τόπο ἐξορίας κληρικῶν ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Ἐξόριστος τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἦταν καὶ ὁ περίφημος Ζακύνθιος κληρικὸς Νικόλαος Καντούνης. Δὲν ἔμεινε ὅμως πολὺ διάστημα καμφθεὶς ἀπὸ τὶς ἱκεσίες τῆς χήρας μητέρας του καὶ τῆς ἀπροστάτευτης ἀδελφῆς του. Ἐπιστρέφει λοιπὸν μοναχὸς στὸν κόσμο, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἀποδεικνύεται συνεχὴς ἀσκητικὸς ἀγώνας καὶ συνεπὴς ἐπαγρύπνηση τῶν μοναχικῶν ἰδεῶν καὶ ἀποφάσεών του. Τὸ 1836 χειροτονεῖται διάκονος καὶ πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρῆ. Δὲν ἐπεζήτησε ἐφημαριακὴ θέση. Συνήθως ἐλειτουργοῦσε στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸν Πλατὺ Γιαλό, ὅπου συνέρρεε πλῆθος πιστῶν, γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ ἀκούσει τὰ θερμὰ κηρύγματά του. Ὑπῆρξε ἡ προσωποποίηση τῆς ἐλεημοσύνης καὶ θερμὸς συμπαραστάτης τῶν ἀδυνάτων. Ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ «προΰλεγε τὰ μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καὶ γενικώτερον τῆς κοινωνίας», ὅπως γράφεται στὴν εἰσήγηση τῆς ἁγιοποιήσεώς του.
Στὶς 21 Μαΐου 1864, γεύεται τὴ χαρὰ τῆς Ἑνώσεως τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴ Μητέρα Ἑλλάδα, γιὰ τὴν ὁποία ἐργάσθηκε μὲ τὸν ἰδικό του ἀντιστασιακὸ τρόπο πλησίον τῶν ἡρώων ριζοσπαστῶν, διατηρώντας καὶ καλλιεργώντας τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, σὲ τόσο δύσκολες πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς περιόδους.
Τὸ
1867, μὲ τοὺς φοβεροὺς σεισμοὺς τῆς Παλλικῆς, γκρεμίζεται ἡ οἰκία του
καὶ ἀπὸ τότε φιλοξενεῖται στὴν οἰκία τοῦ ἐξαδέλφου του Ἰωάννου
Γερουλάνου, πατέρα τοῦ σπουδαίου χειρουργοῦ Μαρίνου Γερουλάνου. Λόγῳ τῆς
διαδοθείσης φήμης ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα, ἀποφεύγοντας τὸ φοβερὸ ὕφαλο
τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸν ἐπάρατο ἐγωισμό, καταφεύγει στὴ γνωστὴ μέθοδο
μεγάλων Ἀσκητῶν νὰ προσποιεῖται τὸν τρελό, καὶ ἔτσι συγκαταριθμεῖται στὴ
χορεία τῶν Διὰ Χριστὸν σαλῶν Ἁγίων. Γιὰ πέντε ἔτη ταλαιπωρεῖται
κλινήρης. Καὶ ἀσθενὴς συνεχίζει νὰ εὐλογεῖ, νὰ εἰρηνεύει, νὰ καθοδηγεῖ,
νὰ συμβουλεύει τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι νυχθημερὸν τὸν ἐπισκέπτονται.
Ἐκεῖ δέχεται τὴν ἐπίσκεψη τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Γερμανοῦ Καλλιγᾶ, στὸν
ὁποῖο προλέγει τὴν ἀνάρρησή του στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν.
Ὁ
Ὅσιος Παναγῆς ἐκοιμήθηκε τὸ 1888, καὶ στὴν πάνδημη μετὰ τριήμερο κηδεία
του ἐξεφώνησε περίφημο ἐπικήδειο ὁ Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανὸς
Καλλιγᾶς. Ἡ ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου ἔγινε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
διὰ Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως τὴν 4η Φεβρουαρίου
1986. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται ἐντὸς ἀργυρῆς θήκης στὸν ἱερὸ ναὸ
Ἁγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, ὅπου καὶ ὁ τάφος του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ληξουρίου τὸν γόνον, Ἱερέων τὸ καύχημα, τῆς Κεφαλληνίας φωστῆρα νεοφανῶς ἀνατείλαντα, ὑψήσωμεν ἐν ὕμνοις Παναγήν, τὸν μύστην τῆς Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐμφανῶς κεκοσμημένον προφητικῶ τοῦ Πνεύματος χαρίσματι, διὸ τὸν δοξάσαντα αὐτὸν λαμπρῶς ἀντιδοξάσωμεν, ἶνα εὔρωμεν χάριν καὶ πταισμάτων τὴν συγχώρησιν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Χαρμοσύνοις ᾄσμασι , Κεφαλληνία ἡ νῆσος , συγκαλεῖται σήμερον τῶν φιλεόρτων τὰ
πλήθη , ἔρεισμα τῆς Ἐκκλησίας ἀνευφημήσαι , σέμνωμα νεοφανέντα Ὀρθοδοξίας ,
Παναγὴν τὸν Θεηγόρον , Χριστοῦ τὸν μύστην καὶ ταύτης ἀγλάϊσμα.
Μεγαλυνάριον
Τόν τοῦ Ληξουρίου γόνον λαμπρόν, Ὀρθοδόξων κλέος Ἱερέων ὑπογραμμόν,
τῆς Κεφαλληνίας ἀγλάϊσμα τὸ νέον, τὸν Παναγὴν τὸν Θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν.