Εἶναι
ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ἡ Ἁγία Μάρτυς Καλλιόπη, ἡ ὁποία ἄθλησε κατὰ
τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Διακρινόταν τόσο
γιὰ τὸ σωματικὸ καὶ ψυχικὸ κάλλος, ὅσο καὶ γιὰ τὴν εἰλικρινὴ καὶ βαθιὰ
εὐσέβεια. Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό,
συνελήφθηκε καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου γιὰ ἀνάκριση. Αὐτός, εὐθὺς
ὡς ἀντίκρισε τὸ κάλλος τῆς Καλλιόπης, καταλήφθηκε ἀπὸ πονηροὺς
λογισμοὺς καὶ πόθους καὶ προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ
μεταπείσει αὐτήν, ὥστε νὰ ὑποκύψει στοὺς ἔνοχους πόθους του. Ἀλλ’ ἡ
Καλλιόπη παρέμεινε ἀδιάφορη στὶς κολακεῖες καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της.
Τοῦτο ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἀντιληφθεὶς ὅτι διαψεύδονταν οἱ
ἐλπίδες του, διέταξε τὴν κατόπιν σκληρῶν βασανιστηρίων θανάτωσή της.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς, τῆς ἀπέκοψαν τοὺς μαστούς, τὴν
κατέκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ περιέχυσαν τὶς πληγές της μὲ ξύδι
καὶ ἁλάτι. Στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἡ Ἁγία Καλλιόπη ἔλαβε τὸν
ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Νυμφίου της
Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ
Σωτῆρος τὸ κάλλος ἐκ ψυχῆς ἀγαπήσασα, καλλιπάρθενε κόρη, Καλλιόπη
πανεύφημε, ἠγώνισαι στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ δόξης ἠξιώθης θεϊκῆς· διὰ
τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τιμῶμεν ἐκβοῶντές σοι· δόξα τῷ δεδωκότι
σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν
πταισμάτων ἄφεσιν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Παρθενικῇ
διαλάμπουσα χάριτι, μαρτυρικῶς τῷ Χριστῷ προσενήνεξαι· οὗ νῦν τῆς χαρᾶς
ἀπολαύουσα, τῆς ὑπὲρ νοῦν Καλλιόπη πανεύφημε, δυσώπει ὑπὲρ τῶν τιμώντων
σε.
Μεγαλυνάριον.
Κάλλει
διαλάμπουσα ψυχικῷ, καλὴ καὶ ὡραία, δι’ ἀγώνων μαρτυρικῶν, ὤφθης τῷ
Σωτῆρι, θεόφρον Καλλιόπη, ᾧ πρέσβευε σωθῆναι τοὺς σὲ γεραίροντας.