μαχητικά, ἑλικόπτερα,
ὅλα τὰ ὄπλα
τοῦ θανάτου,
ξερνοῦσαν
ἀσταμάτητα
τὴ φωτιὰ καὶ
τὴν κόλαση.
π. Δημητρίου Μπόκου
Στερέωσε
καλύτερα τὰ γυαλιά του, μὲ μιὰ κίνηση ποὺ πρόδινε ἐλαφριὰ
ἀμηχανία, καὶ ξανάσκυψε πάνω στὸν ἐπιχειρησιακὸ χάρτη.
Οἱ
ἐπιτελεῖς του, σὲ μιὰ ὕστατη προσπάθεια νὰ διασκεδάσουν τοὺς
δισταγμούς του, ξανάρχισαν νὰ ἀπαριθμοῦν τὰ σοβαρὰ
πλεονεκτήματα τοῦ σχεδίου τους.
-Κύριε Πρόεδρε, ἡ ἐπιτυχία μας εἶναι παραπάνω ἀπὸ σίγουρη…
Ἐπιτέλους φάνηκε νὰ πείθεται.
-Ἐντάξει
λοιπόν…, ἤχησε βαρειὰ ἡ φωνή του, καθὼς τὸ ἐξεταστικό του
βλέμμα ζύγιζε προσεκτικὰ ἕναν-ἕναν. Σὲ πόση ὥρα ξεκινᾶμε;
-Σὲ δύο ὧρες ἀπὸ τώρα, κύριε Πρόεδρε!
-Ἀκριβῶς
μεσάνυχτα… στὴν ὥρα τῆς γιορτῆς…, μονολόγησε, ρίχνοντας μιὰ
κλεφτὴ ματιὰ στὸ ρολόι του. Ἔχουμε δὰ καὶ Χριστούγεννα
ἀπόψε, πῶς νὰ τὸ κάνουμε! συνέχισε μ’ ἕνα πικρὸ χαμόγελο,
σὰν νά ’ταν μόνος του στὴν τεράστια αἴθουσα συνεδριάσεων.
Τὸ πράσινο φῶς γιὰ τὸ πρόγραμμα «ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ» μὲ τὴν ἔγκριση τοῦ Προέδρου ἄναψε.
Σὲ
λίγο ἡ μεγαλούπολη πλημμύρισε στὰ φῶτα. Ὁ σκοτεινὸς
οὐρανὸς γέμισε πορφυρὲς ἀνταύγειες. Γύρω στὸ
χριστουγεννιάτικο δένδρο, ντυμένοι στὰ γιορτινά, μὲ μάτια
λαμπερὰ κι ἀστραφτερὰ χαμόγελα, ἄρχισαν ὅλοι ν’
ἀνταλλάσσουν τὶς χριστουγεννιάτικες εὐχὲς καὶ τὰ δῶρα. Ὁ
κόσμος φάνταζε παραμυθένιος.
Στὸ
σπίτι τοῦ Προέδρου μιὰ τρυφερὴ εἰκόνα θὰ καθήλωνε κάθε
βλέμμα. Οἱ γλυκειὲς νότες τοῦ πιάνου γέμισαν τὸν ἀέρα ἀπ’ τὸ
ἀέρινο παίξιμο τῆς χαριτωμένης κορούλας, ἐνῶ ἀντήχησαν ὣς
ἔξω στὸν δρόμο οἱ ἑνωμένες φωνὲς ὅλης τῆς οἰκογένειας στὶς
ἁπαλὲς χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Ἅγια Νύχτα… Τί
συγκίνηση! Τί χαρά!
Ἀλλὰ ταυτόχρονα…
…
στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ πλανήτη, φωτεινὲς λάμψεις ἀλλιώτικες
ἔσκισαν τὴ σκοτεινιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Μιὰ σφοδρὴ καταιγίδα
ἄρχισε νὰ μαστιγώνει ἀλύπητα τὴ ρακένδυτη σάρκα τῆς γῆς. Τὸ
πρόγραμμα «ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ» (τῶν «καλῶν»), μὲ τὴν προεδρικὴ
ἔγκριση, ἔμπαινε πλέον στὴ φάση τῆς ἐφαρμογῆς του πάνω στοὺς
«κακούς».
Βόμβες,
πύραυλοι, μαχητικά, ἑλικόπτερα, ὅλα τὰ ὄπλα τοῦ θανάτου,
ξερνοῦσαν ἀσταμάτητα τὴ φωτιὰ καὶ τὴν κόλαση. Πυκνὰ σύννεφα
καπνοῦ τύλιξαν τὴ γῆ. Λιπόσαρκα κορμιὰ ἀμάχων καὶ
τυραννισμένα σώματα παιδιῶν τινάχτηκαν καὶ γέμισαν τὸν
ἀέρα μέσα στὸν ἐκκωφαντικὸ ὀρυμαγδὸ τῶν ἐκρήξεων. Τὰ
παιδιὰ τοῦ κατώτερου θεοῦ παραδόθηκαν στὴν ἀνελέητη σφαγή.
Οἱ
σκοτεινὲς φιγοῦρες τῶν ἀτσαλένιων πουλιῶν, σὰν σὲ μακάβριο
χορὸ δαιμονικῶν φαντασμάτων, συνέθεταν στὴν κολασμένη
νύχτα τὴ νέα φρικιαστικὴ μελωδία τῆς («ἐπὶ γῆς») εἰρήνης.
Ἀπ’
τ’ ἀνοιχτὰ παράθυρα τῆς προεδρικῆς κατοικίας, στὴν ἄλλη
πλευρὰ τῆς γῆς, ξεχύνονταν ἀκόμα στὸ δρόμο οἱ ἀγγελικὲς
γιορτινὲς μελωδίες. Ἡ βαρύτονη φωνὴ τοῦ Προέδρου
συγκινημένη τὶς συνόδευε.
Τί εἰρωνεία!
Ὁ
χαλασμὸς ἦταν πολὺ μακριὰ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βγάλει τὸν κόσμο
τῶν «καλῶν» ἀπ’ τὴ χριστουγεννιάτικη ἀφασία του.
(Περιοδ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, τ. 11, Δεκ. 2012, σ. 22)