ὁ πλήρης Ἀγάπης καί Ἐλέους,
οὐδέποτε θά παύσει
νά ἀναζητᾶ
τό χαμένο πρόβατό του,
ὅσο ἀπομακρυσμένο
καί ἐάν εἶναι αὐτό.
Αρχιμ. Βαρνάβα Γιάγκου
«Ὁ λαός ὁ καθήµενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα». Τό µεγάλο φῶς τό ὁποῖο εἶδε ὁ λαός, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στό σκοτάδι, ἦταν ἡ ἀποκάλυψη, ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. δ΄ 12-17).
Ἔχουµε τήν ἀντιδιαστολή δύο ὅρων: φῶς καί σκοτάδι. Ὁ ἄνθρωπος μέ τίς διάφορες λέξεις κρύβει γιά τήν κάθε μία ἕνα περιεχόµενο πού δέν ταυτίζεται κατ᾽ ἀνάγκη πάντοτε σέ ὅλους. Οἱ λέξεις φῶς καί σκοτάδι δέν γίνονται ἀντιληπτές ἀπό ὅλους μέ τήν ἴδια ποιότητα, καθόσον δέν προσεγγίζονται κατά τό εὖρος καί τό βάθος τους.
Ποιά ἀξία ὅµως καί ποιά ποιότητα ἔχουν αὐτοί οἱ ὅροι, οἱ εὐαγγελικοί, ὅπως μᾶς τούς φανερώνει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ;
«Ὁ λαός ὁ καθήµενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα». Βρισκόταν ὁ λαός στό σκοτάδι, καθόταν στό σκοτάδι καί εἶδε τό µεγάλο φῶς, τό φῶς τῆς γνώσεως, τό φῶς τῆς ἀποκαλύψεως. Ὅλοι ἔχουµε ἀνάγκη, ὁ καθένας προσωπικά, νά γνωρίζει τήν ἀλήθεια, νά βλέπει τό φῶς καί νά εἶναι μακριά ἀπό τό σκοτάδι του.
Ὅµως, καταρχάς, τί σηµαίνει σκοτάδι γιά τόν καθένα μας; Σκοτάδι µπορεῖ νά εἶναι μιά οἰκονοµική δυσκολία, ἤ μιά συναισθηµατική ἀποτυχία, ἤ μιά ἁµαρτωλή κατάσταση. Μπορεῖ νά εἶναι ἕνα αἴσθηµα ἀποτυχίας. Σκοτάδι µπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι καί ἡ ἄγνοια τῆς ἀλήθειας καί ἡ ἔλλειψη ὑπαρξιακοῦ προσανατολισµοῦ. Νά ἔχει μιά ὑπαρξιακή σύγχυση ὁ ἄνθρωπος καί νά µήν ξέρει ποῦ νά στραφεῖ.
Σκοτάδι σηµαίνει ἀπουσία τοῦ φωτός, τό νά µήν κοινωνῶ τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τό νά µήν γεύοµαι τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ἄρα αἴτηµα ζωῆς εἶναι ὁ πόθος καί ἡ ἀναζήτηση τοῦ φωτός τῆς γνώσεως. Αὐτό πού ὁρίζει τόν ἄνθρωπο ὡς ἄνθρωπο, αὐτό πού ὁρίζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς καταξιωµένο πρόσωπο, εἶναι ἡ δροµολόγηση τῆς ὑπάρξεώς του στήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός τῆς γνώσεως, τοῦ φωτός τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅποιος δέν προσανατολίζεται στήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός ἤ ἀδιαφορεῖ γιά τή γνώση, δέν µπορεῖ νά εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος καί χριστιανός.
Αὐτό ἀπέχει πάρα πολύ ἀπό μιά θρησκευτικότητα, ἡ ὁποία ἁπλῶς ἱκανοποιεῖ ἕναν πνευµατικό μας ναρκισσισµό ἤ μιά θρησκευτικότητα ὀχυρωµένη σέ κάποιους ἐκκλησιαστικούς τύπους, ἀπό ὅπου τίς περισσότερες φορές προκαλεῖται αὐτάρκεια.
Ὅµως μέσα μας, βαθιά ἐσωτερικά, ὑπάρχει τό αἴτηµα γιά ἀλήθεια, γιά φῶς καί γιά γνώση. Τό ἔχουµε ἐνεργοποιηµένο αὐτό τό αἴτηµα; Ἔχουµε σεβαστεῖ αὐτόν τόν πόθο τῆς ὑπάρξεώς μας γιά τήν ἀληθινή γνώση, γιά τό ἀληθινό φῶς; Ἐκεῖ κρίνεται ἡ χριστιανοσύνη μας, ἐκεῖ κρίνεται ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς μας. Κατά πόσο σεβόµαστε καί διατηροῦµε σέ ἐγρήγορση αὐτόν τόν πόθο τοῦ ἀληθινοῦ φωτός καί τῆς ἀληθινῆς γνώσης.
Τό πρῶτο στοιχεῖο, λοιπόν, εἶναι ἡ ἐπιθυµία τοῦ φωτός καί ἡ ἐπίγνωση τοῦ σκότους μας. Ἐντάξει, ἔχουµε ἐπιθυµία γιά τό φῶς. Ὅταν λέµε φῶς, σηµαίνει γνώση, κι ὅταν λέµε γνώση, σηµαίνει ἀλήθεια, κι ὅταν λέµε ἀλήθεια, σηµαίνει Χριστός. Μέ τί τρόπο, πῶς µποροῦµε νά κοινωνήσουµε αὐτό τό φῶς;
Εἶναι πολύ σηµαντικό αὐτό πού λέει ἡ Γραφή ὅτι «ὁ λαός ὁ καθήµενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα». Ἡ πρώτη σημαντική κίνηση πού ἔχουµε νά κάνουµε, γιά νά ἀποκτήσουμε τίς δυνατότητες, τίς ἀποκαλυπτικές δυνατότητες τοῦ φωτός, εἶναι νά καθίσουµε στό σκοτάδι μας. Νά καθίσουµε στό σκοτάδι μας καί νά περιµένουµε, προσδοκώντας πώς ἡ γνώση τοῦ φωτός δέν εἶναι ἐνέργεια δική μας ἀλλά εἶναι Ἐκείνου. Δέν εἶναι ἀνακάλυψη ἀλλά ἀποκάλυψη.
Τί σηµαίνει κάθοµαι στό σκοτάδι μου; Σηµαίνει ὅτι δέν πιστεύω στή γνώση μου, δέν πιστεύω στή δύναµη τοῦ µυαλοῦ μου καί στή δύναµη τῆς καρδιᾶς μου. Δέν πιστεύω στά τῆς δικῆς μου νοήσεως ὡς δυνατότητας κοινωνίας τοῦ φωτός καί δέν πιστεύω στή δική μου εὐαισθησία, στά δικά μου συναισθήµατα, πού ἐνδεχόμενα κρύβουν ἔπαρση ἤ ἐγωισµό. Διότι συχνά ὁ ἐγωισµός εἶναι πολύ ὄµορφα καλυµµένος, ὅταν λέω, «ἐγώ θέλω τό φῶς, θέλω τό Χριστό καί ἐπιδιώκω νά τόν προσεγγίσω μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις διαβάζοντας, ψάχνοντας» κ.λπ.
Ἀλλά εἶναι αὐτός ὁ τρόπος τῆς θεολογικῆς γνωσιολογίας; Λέει κάπου «ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς», ἡ Ἐκκλησία λέει ὅτι πρέπει νά ἀνακαλύψουµε, πρέπει νά ψάξουµε. Πῶς νά ψάξουµε; Μέ τί τρόπο; Ἔχοντας ὡς ὄργανο, ὡς δυναµική τῆς γνώσης τό δικό μας µυαλό; Κατά τούς Πατέρες ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θείου πού γίνεται μέ κέντρο τίς ἀνθρώπινες προσληπτικές δυνατότητες συχνά ὁδηγεῖ στήν πλάνη.
Ἐνίοτε φθάνει ὁ ἄνθρωπος σέ μιά γνώση, ἴσως καί πνευµατική, φθάνει ἀκόμη καί σέ ἕναν ἔρωτα τοῦ φωτός, ἀλλά ποιοῦ φωτός; Τοῦ φωτός τελικά τοῦ µυαλοῦ του, ὄχι τοῦ Θείου φωτός. Καί φθάνει σέ μιά αἴσθηση ἱκανοποιήσεως, ἀλλά πίσω κρυμμένη εἶναι ἡ οἴηση, ἡ περηφάνια.
Χρειάζεται, λοιπόν, νά γίνει αὐτή ἡ ἀπέκδυση, αὐτό πού λέει κάπου ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅτι «προτιµότερο εἶναι νά λογαριαστεῖς ὡς ἀµαθής». Αὐτή ἡ ἑκούσια ἀµάθεια, αὐτή ἡ θεληµατική ἀµάθεια, πού δείχνει μιά βαθιά σοφία, καθόσον ἀρνούµαστε τή δική μας γνώση. Δυστυχῶς ἀκόµη καί στήν πνευµατική ὁδό, ἀκόµη καί στή διαποίµανση, ἀκόµη καί στίς σχέσεις μας, τελικά μέτρο καί κριτήριο ζωῆς εἶναι ἡ δική μας γνώση, ἡ γνώση τοῦ µυαλοῦ μας.
Ὁ µεγάλος μας ἀγώνας εἶναι νά τηρήσουµε ἀφενός τόν πόθο τῆς ὕπαρξής μας γιά τή γνώση, κι ὁ δεύτερος µεγάλος ἀγώνας εἶναι νά καθίσουµε στό σκοτάδι μας ἥσυχοι. Νά ἡσυχάζουµε στό σκοτάδι μας καί νά ζητοῦµε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «Σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός». Μόνο τότε µπορεῖ νά γεννηθεῖ ἡ ἀληθινή προσευχή. Ὅταν κάθοµαι στό σκοτάδι μου καί ζητῶ τό ἔλεος. Ζῶ τό φωτισµό προερχόμενο ὄχι ἀπό ἐµένα ἀλλά ἀπό τόν Χριστό.
Αὐτή εἶναι ἡ πρόσφορη στάση ζωῆς. Καί τότε σέ ποιά γνώση φτάνει ὁ ἄνθρωπος; Τό µυαλό μου, τήν καρδιά μου, τά διαχειρίζοµαι γιά νά κάθοµαι στό σκοτάδι μου, γιά νά διαχειρίζοµαι σωστά τό σκοτάδι μου καί νά ζητῶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τό µυαλό καί ἡ καρδιά μου δέν εἶναι τά ὄργανα τῆς γνώσης ἀλλά εἶναι οἱ ὑποδοχεῖς τῆς γνώσης. Τό µυαλό μου καί ἡ καρδιά μου δέν εἶναι αὐτά πού παράγουν τή γνώση, ἀλλά εἶναι αὐτά πού δέχονται τή γνώση, καί τό µυαλό καί ἡ καρδιά μου περιγράφουν τή γνώση.
Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο καί ἡ πεμπτουσία τῆς ζωῆς μας -ἄν εἶναι πορεία µετανοίας καί ταπεινώσεως, πού συµβολικά ὁρίζεται μέ τήν ἔννοια “κάθοµαι στό σκοτάδι μου” καί διατηρῶ αὐτόν τόν πόθο- εἶναι σιγά σιγά νά ζυµώνεται ἡ γνώση μέ τήν ὕπαρξή μας, μέ τήν καρδιά μας. Ὅταν λέµε καρδιά, δέν τήν ἐννοοῦµε ὡς κέντρο τοῦ συναισθήµατος ἀλλά τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ γνώση πλημμυρίζει τήν καρδιά μας καί στή συνέχεια τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας μέ τέτοιο τρόπο ὥστε ὅλες οἱ λειτουργίες της νά κινοῦνται ἀπό καί πρός τό φῶς.
Αὐτό ξεπερνάει τή γνώση τῶν βιβλίων καί τή µελέτη διά τῆς νοήσεως. Ἔτσι γίνεται σωστή ἐκτίµηση καί τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας. Διότι τότε ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκτᾶ ἄλλο νοῦ, ἄλλη καρδιά, γίνεται “Χριστοειδής” ὁλόκληρος, γίνεται ἕνα κοµµάτι τῆς γνώσης, δηλαδή ἕνα κοµµάτι τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἡ ἀγωγή του, ἡ παιδεία καί τό ἦθος του εἶναι ὅλα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐµεῖς τί κάνουµε; Προσπαθοῦµε -κι αὐτό εἶναι λάθος τῆς ἀγωγῆς πού δίνουµε πολλές φορές- νά διαµορφώσουµε ἕνα ἦθος καί μιά παιδεία Χριστοῦ μέ τά κηρύγµατα, μέ τήν ἐπιβολή, μέ μιά διαποίµανση στήν ὁποία κρύβεται ὄχι τό πνεῦµα τοῦ Χριστοῦ ἀλλά ἡ δύναµη ἴσως τῆς νοήσεως, τοῦ συναισθήµατος, ἴσως καί ἡµῶν τῶν πνευµατικῶν.
Τί ἔχουµε ἀνάγκη; Τήν προσευχή. Νά κάτσουµε στό σκοτάδι καί νά ἀναμένουμε νά μᾶς δείξει ὁ Θεός αὐτό πού πρέπει. Νά παύουµε νά ἐνεργοῦµε ἐµεῖς. Ἔτσι κατανοεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι γιά νά γίνει “Χριστοειδής”, δέν πρέπει νά προηγηθεῖ μιά καταναγκαστική ψυχολογικοῦ ἐπιπέδου προσπάθεια, ἀλλά μιά προσπάθεια μέ τήν ὁποία πρέπει νά ζυµωθεῖ ὁλόκληρος στήν προσευχή, νά ζυµωθεῖ ὁλόκληρος σ’ αὐτόν τόν πόνο τῆς ἀναζήτησης, νά ἀφεθεῖ ὁλόκληρος στά χέρια τοῦ Χριστοῦ· γιά νά ζυµώσει τήν καρδιά μας ὁ Χριστός, νά ἀποκαλυφθεῖ στήν καρδιά μας ὁ Χριστός καί τότε οἱ αἰσθήσεις μας νά θαυµάζουν αὐτό τό γεγονός τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Φωτός.
Ἔχουµε, λοιπόν, δύο δυνατότητες γνώσης: ἤ νά διαβάσουµε βιβλία ἤ νά ἐνεργοποιήσουμε τήν καρδιά μας. Ἐάν ἔχουµε μιά καρδιά σκοτισµένη, ταπεινωµένη, µετανοοῦσα, προσευχόµενη, πού ζητᾶ ὅµως τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Θεός θά ἀποκαλυφθεῖ στήν καρδιά μας. Τότε θά προσλάβουμε καί ὅλες τίς δυνατότητες ὀρθῆς µελέτης καί γνώσεως τῶν βιβλίων. Τά βιβλία θά εἶναι μιά ἀφορµή οὕτως ὥστε νά ἐνεργοποιηθεῖ ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας στόν πόθο τῆς γνώσεως. Τά βιβλία, ὁ λόγος, τά κηρύγµατα θά εἶναι ἐφόδια σ’ αὐτόν τόν προσωπικό ἀγώνα, σ’ αὐτόν τό µονήρη προσωπικό ἀγώνα τοῦ καθενός μας γιά τήν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ πρόσληψη τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ἰσόβιο ζητούμενο τοῦ καθενός. Ὁ τρόπος ποικίλει, ἀνάλογα μέ τή διάθεση αὐτοπαραίτησης στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός οὐδέποτε προσβάλλει τήν ἐλευθερία μας. Στέκει μέ ὑπομονή καί κρούει τή θύρα τῆς καρδιᾶς μας. Κάποια στιγμή, καθήμενοι στό σκότος, θά φιλοτιμηθοῦμε νά ἀνοίξομε τήν πόρτα γιά νά εἰσέλθει τό φῶς, γιά νά ἑνωθεῖ τό πρόσκαιρο μέ τό αἰώνιο, γιά νά ἐπιβεβαιωθεῖ τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, γιά νά φανερωθοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ, γιά νά γίνει ἡ Ἐκκλησία τῶν ἁμαρτωλῶν, Ἐκκλησία δικαίων.
Ὁ Θεός, ὁ πλήρης Ἀγάπης καί Ἐλέους, οὐδέποτε θά παύσει νά ἀναζητᾶ τό χαμένο πρόβατό του, ὅσο ἀπομακρυσμένο καί ἐάν εἶναι αὐτό.
Από το βιβλίο
«ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»
π. Βαρνάβα Γιάγκου,
που πρόσφατα κυκλοφορήθηκε
από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»
(τηλ.: 210 9310605).