π. Βασίλειος Καλλιακμάνης
α)
Κατά τη διάρκεια των εορτών παρατηρείται έντονη κίνηση για αγορά και
ανταλλαγή δώρων. Προσφέρονται δώρα στους εορτάζοντες, στα
βαφτισιμιά, στα παιδιά, τα ανίψια, το σύζυγο, τη σύζυγο, τους
παππούδες και τις γιαγιάδες, τους φίλους και του γνωστούς, δώρα σε
όλους. Το έθιμο είναι πανάρχαιο. Αφενός τα δώρα στηρίζονται στις
σχέσεις, ενώ παράλληλα δημιουργούν σχέσεις, διότι ανοίγουν φιλάδελφα
τον άνθρωπο προς τον πλησίον. Τον βγάζουν από την καθημερινότητα
και τον ατομισμό του και δείχνουν την καλή του διάθεση. Ακόμη και
μια κάρτα να στείλει κάποιος αυτές τις μέρες, ξοδεύοντας λίγο από το
χρόνο του, συγκινεί τον αποδέκτη. Ξυπνά μνήμες θετικές, γιορτινές και
ευφρόσυνες.
β)
Ταυτόχρονα όμως τα δώρα δημιουργούν υποχρεώσεις και δεσμεύσεις.
Διότι όταν κάποιος δεχθεί δώρο, αισθάνεται υποχρεωμένος να
ανταποδώσει. Και αυτό αποτελεί ευκαιρία για ανάπτυξη σωστής ή
προβληματικής σχέσης. Και γίνεται η σχέση προβληματική, όταν το
δώρο προσφέρεται με σκοπιμότητα. Στις μέρες μας η αγορά δώρων και
αγαθών συχνά οδηγεί στην «ιεροτελεστία της κατανάλωσης». ΄Ετσι γεννώνται
πολλά ερωτήματα: Ικανοποιεί ο άκρατος καταναλωτισμός το εσώτερο
επίπεδο της ψυχής μας, που εικονίζει το Θεό; Μήπως θεωρούμε ότι
αγοράζοντας και προσφέροντας δώρα, θα δημιουργήσουμε πιο
ανθρώπινες σχέσεις, θα ανακουφισθούμε ψυχολογικά, θα βρούμε τη χαρά
και το νόημα της ύπαρξης, που άσκοπα σπαταλήσαμε;
γ)
Κι ακόμη, καλύπτουμε με τον άκρατο καταναλωτισμό πραγματικές ανάγκες ή
προσπαθούμε να γεμίσουμε την άδεια μας ψυχή και το βαθύτερο είναι μας;
Μπορεί όμως η ψυχή να ικανοποιηθεί με υλικά αγαθά και ακριβά ή φτηνά,
καλόγουστα ή κακόγουστα δώρα; Σε κάθε περίπτωση αποτελεί κοινή
διαπίστωση, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να χορτάσει με υλικά αγαθά, διότι
έχει θεία καταγωγή και αποτελεί ψυχοσωματική οντότητα. Η πείνα και η
δίψα του σύγχρονου ανθρώπου δεν είναι τόσο υλική όσο πνευματική.
Όταν η απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών και δώρων καθώς
και η ασφάλιση πίσω από αυτά γίνεται αυτοσκοπός, χάνεται η χαρά και το
πραγματικό νόημα της ζωής.
δ)
Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου που ακούγεται στην θεία Λειτουργία των
Χριστουγέννων (Ματθ. 2, 1-12) αναφέρεται στα δώρα που προσέφεραν
ευλαβικά οι μάγοι στο Χριστό. Κι αυτά ήταν λιβάνι, χρυσάφι και σμύρνα.
Αναφέρεται ακόμη στην ειλικρινή αναζήτηση, τη χαρά και την
προσκύνηση των μάγων, αλλά και την πανουργία του Ηρώδη. Διότι μόλις οι
μάγοι έφθασαν στα Ιεροσόλυμα ρωτούσαν: «Πού είναι ο νεογέννητος
βασιλιάς των Ιουδαίων; Είδαμε να ανατέλλει το άστρο του κι ήρθαμε
να τον προσκυνήσουμε». Όταν έμαθε το νέο ο Ηρώδης, ταράχθηκε, και
μαζί του όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων. Φώναξε λοιπόν όλους τους
Αρχιερείς και τους Γραμματείς του λαού, και ζήτησε να τον
πληροφορήσουν, πού θα γεννηθεί ο Μεσσίας. Κι αυτοί του απάντησαν:
Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, σύμφωνα με τον προφήτη.
ε)
Ο Ηρώδης τότε κάλεσε κρυφά τους μάγους κι έμαθε απ’ αυτούς από πότε
ακριβώς φάνηκε το άστρο. ΄Επειτα τους έστειλε στη Βηθλεέμ λέγοντάς
τους: Πηγαίνετε και ψάξτε καλά για το παιδί. Μόλις το βρείτε, να με
ειδοποιήσετε, για να έρθω κι εγώ να το προσκυνήσω. Οι μάγοι άκουσαν το
βασιλιά κι έφυγαν. Μόλις ξεκίνησαν, ξαναφάνηκε το άστρο που είχαν δει
ν’ ανατέλλει με τη γέννηση του παιδιού, και προχωρούσε μπροστά τους· και
τελικά ήρθε και στάθηκε πάνω από τον τόπο όπου βρισκόταν το παιδί.
Χάρηκαν πάρα πολύ που είδαν ξανά το αστέρι. Προσκύνησαν, κι ύστερα
άνοιξαν τους θησαυρούς τους και προσέφεραν τα δώρα.
στ)
Οι μάγοι αξιώνονται να συναντήσουν τον Χριστό, διότι τον αναζητούν
ειλικρινά. Η πορεία τους, που συμβολίζει την ειλικρινή πορεία
αναζήτησης κάθε ανθρώπου, κατευθύνεται από λαμπρό αστέρι, άγγελο
Κυρίου. Εκείνοι προσφέρουν άδολα τα δώρα. Μαζί τους η άλογη κτίση και
οι άνθρωποι επιθυμούν να προσφέρουν στον Λυτρωτή τα δικά τους δώρα
σύμφωνα με το τροπάριο: «… οι ΄Αγγελοι τον ύμνον · οι ουρανοί τον
Αστέρα· …οι ποιμένες το θαύμα· η γη το σπήλαιον· η έρημος την φάτνην·
ημείς δε μητέρα Παρθένον». Το ανθρώπινο γένος αξιώνεται να προσφέρει
την Παναγία Μητέρα. Αλλά για να γευθεί κάθε άνθρωπος τη χάρη της
μετοχής στο μυστήριο της σαρκώσεως καλείται να μιμηθεί τη ζωή της.
ζ)
Οπότε, σε προσωπικό επίπεδο το ακριβότερο δώρο στον Σαρκωθέντα
Λυτρωτή είναι η καθαρή και νήφουσα καρδιά, όπου εκείνος θα βρει τόπο
αναπαύσεως. Η ανταπόδοση στη δωρεά του Θεού, στο μυστήριο της κενώσεως
και συγκαταβάσεως του Θεού Λόγου είναι η ανταπόκρισή μας στο έργο της
Χάριτος. Όταν η δωρεά του βαπτίσματος γίνεται αποδεκτή και
καλλιεργείται στην καθαρή καρδιά του χριστιανού, τότε προσφέρεται
στον Γεννηθέντα Χριστό το μεγαλύτερο δώρο. Σε κοινωνικό επίπεδο ας
θυμόμαστε τα άγραφα λόγια του Χριστού: «Μακάριον εστι μάλλον διδόναι ή
λαμβάνειν» (Πράξ. 20,35). Καλύτερα είναι να δίνεις παρά να παίρνεις.