Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος ἦταν Ἐπίσκοπος κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας κίνησε διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, ὁ Θεόπεμπτος, ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός, ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ Μαρτυρίου. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ Ἅγιος δεν δείλιασε καθόλου καὶ στηλίτευσε τὴν πλάνη τοῦ αὐτοκράτορα. Ἔτσι ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο κλίβανο. Ὅμως βγῆκε ἀπὸ ἐκεῖ χωρὶς να πάθει τίποτε. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσαν καὶ ἤπιε δηλητήριο. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ δηλητήριο δεν τοῦ προξένησε κανένα κακό, προσείλκυσε στην χριστιανικὴ πιστὴ τὸν μάγο που τοῦ ἔδωσε να πιεῖ τὸ δηλητήριο καὶ ὁ ὁποῖος, ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὀνομάστηκε Θεωνᾶς. Στο τέλος, οἱ εἰδωλολάτρες ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου.
Τὸν Ἅγιο Θεωνᾶ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἔνα λάκο καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χῶμα μέχρι τὸ κεφάλι. Ἔτσι καὶ αὐτὸς παρέδωσε, ὕστερα ἀπὸ μαρτυρικὸ θάνατο, τὴν ψυχὴ του στον Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱερωσύνης τῇ στολῇ διαπρέπων, ἀθλητικῶς τὸν δυσμενῆ ἐτροπώσω, ὡς Ἱεράρχης ἔνθεος Θεόπεμπτε· ὅθεν πρὸς ἐπίγνωσιν, ἀληθείας προσάγεις, Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, προσελθόντα Κυρίῳ· μεθ’ οὗ δυσώπει πάντοτε σοφέ, ὑπὲρ τῶν πίστει, τιμώντων τοὺς ἄθλους σου.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερεὺς, τῶν ἀπορρήτων ὅσιος, καὶ λειτουργὸς, θεοειδὴς τῆς χάριτος, μαρτυρίου τοῖς παλαίσμασι, μυσταγωγεῖς πρὶς πίστιν ἔνθεον, Θεόπεμπτε τὸν Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, μεθ’ οὗ ἐν τῷ σταδίῳ ἀνεκραύγαζες· Χριστὸς τῶν Μαρτύρων τὸ ἑδραίωμα.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγλη διαλάμπων ἀθλητικῇ, Θεόπεμπτε μάκαρ, κατεφώτισας πρὸς ζωήν, Θεωνᾶν τὸν θεῖον, θαυμάτων ἐνεργείᾳ, μεθ’ οὗ καὶ συναθλήσας, ἡμῶν μνημόνευε.
Ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ καταγόταν ἀπὸ πλούσιο καὶ εὐσεβὲς γένος. Ὅταν ἔφτασε στην κατάλληλη ἡλικία για γάμο καὶ ἐπειδὴ ἦταν πολὺ πλούσια, πολλοὶ νέοι ἤθελαν να τὴν νυμφευθούν. Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ μεγάλωνε ἀκόμα περισσότερο τὸν πόθο που εἶχε να ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στον Κύριο. Ἔτσι λοιπόν, ἄφησε τὶς βιοτικὲς φροντίδες καὶ στράφηκε μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ στην ἄσκησῃ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ὁσιακῆς πολιτείας.
Ἡ Ἁγία, ὅπως καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ, δοκιμάσθηκε σκληρὰ ἀπὸ φοβερὲς σωματικὲς ἀσθένειες, πληγὲς καὶ κακώσεις που τῆς κατέφαγαν ὅλο τὸ σῶμα. Καὶ ὅλα τὰ δεινοπαθήματα τὰ ὑπέμεινε μὲ ὑποδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ καὶ χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ἀκλόνητος ἔμεινας, ὡς ὁ Ἰὼβ ὁ κλεινός, ἐχθροῦ ἐπίθεσιν· ὅθεν Συγκλητική σε, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται μετὰ τέλος, ὡς παρθένον φρονίμην· ἐν ᾗ τῶν μεμνημένων σου ἀεὶ μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀρετῶν ἐκλάμψασα, ταῖς οὐρανίαις ἀκτῖσιν, ὡς λαμπὰς ἀείφωτος, Συγκλιτικὴ θεοφόρε, ἤμβλυνας, τοῦ παλαμναίου ἐχθροῦ τὰ κέντρα, ἴθυνας πρὸς τὸν νυμφῶνα τῆς ἄνω δόξης, δῆμον ἅγιον παρθένων, μεθ’ ὧν δυσώπει, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν παρθένων ἡ καλλονή, καὶ Ἰὼβ τοῦ θείου, ἐκμαγεῖον ἐν πειρασμοῖς· χαίροις οὐρανίου, συγκλήτου κληρονόμε, Συγκλητικὴ θεόφρον, Πνεύματος ὄργανον.