Σύμφωνα
μὲ τὸ Συναξάρι, ὅταν ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος διάβασε τὴν περίφημη ἐπιστολή, μὲ
τὴν ὁποία ὁ Πάπας Λέων Α’, τὸ ἔτος 449 μ.Χ., διατύπωσε ὀρθοδόξως τὴ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, τὴ θεία καὶ τὴν
ἀνθρώπινη καὶ τὴν ὁποία εἶχε ἀποστείλει πρὸς τὸν Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ (446 – 449 μ.Χ.), ὄχι μόνο τὴν ἐπαίνεσε καὶ
τὴν ἀποδέχθηκε, ἀλλὰ καὶ διακήρυξε τὸ περιεχόμενό της πρὸς ὅλους. Ὁ
Θεός, λοιπόν, θέλοντας νὰ τιμήσει καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς θεράποντες, τὸν
Λέοντα καὶ τὸν Εὐλόγιο, ἔστειλε ἕναν ἄγγελό του στὸν Εὐλόγιο, μὲ τὴν
μορφὴ τοῦ ἀρχιδιακόνου τοῦ Λέοντος, ὁ ὁποῖος εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο
Εὐλόγιο ποὺ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ καὶ τήρηση τῆς δογματικῆς
διδασκαλίας τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Λέοντος.
Ὁ
Ἅγιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 607 μ.Χ. Σῴζονται ἑπτὰ
κεφάλαια ἀπὸ τὸ δογματικὸ ἔργο αὐτοῦ «Περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου καὶ
Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀποσπάσματα ἀπὸ λόγο «Περὶ
τριάδος καὶ τῆς Θείας Οἰκονομίας». Σῴζεται, ἐπίσης, λόγος «Εἰς τὰ Βαΐα
καὶ εἰς τὸν πῶλον», ἀμφιβόλου ὅμως γνησιότητας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν
χαρίτων τὴν αἴγλην οὐρανόθεν δεξάμενος, τῆς Ἀλεξανδρείας προέστης,
Ἱεράρχα Εὐλόγιε, θυσίας ἀναιμάκτους τῷ Θεῷ, προσάγων αἰς ἀνάπλασιν
ψυχῶν, καὶ οἰκείωσιν θεόφρον τῷ Λυτρωτῇ, τῶν πίστει προσιόντων σοι· δόξα
τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ σταφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ
σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποιμάνας
καλῶς, λαὸν τὸν περιόσιον, ὡς μύστης Χριστοῦ, καὶ μιμητὴς πανάριστος,
οὐρανίου λήξεως, κληρονόμος ἐδείχθης Εὐλόγιε, λειτουργῶν τῇ Τριάδι ἀεί,
ἐν ἀδύτῳ φωτί.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
Ἐκκλησίας θεῖος φωστήρ, καὶ Ἀλεξανδρείας, ὁ σοφώτατος ὁδηγός· χαίροις
μυροθήκη, τῶν θείων χαρισμάτων, Εὐλόγιε παμμάκαρ, Πατέρων καύχημα.