Κατόπιν,
μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἀρχιερέα Θεσσαλονίκης, δέχτηκε νὰ γίνει καὶ Ἱερέας.
Στὸ ὄρος Βέρμιον Γρεβενῶν, ποὺ τὸ ἔλεγαν «τοῦ Καλλιστράτου», ὑπῆρχε Μονὴ
ποὺ ἔκτισε ὁμώνυμος μοναχός. Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε καὶ ὁ Νικάνωρ γιὰ νὰ
μονάσει, καὶ ἀπὸ κεῖ κατέβαινε καὶ ἐμψύχωνε τὸν λαὸ τῶν γύρω πόλεων καὶ
χωριῶν, νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους ἀκόμα καὶ μὲ θυσία τῆς ζωῆς
τους. Κάποια νύκτα καὶ ἐνῷ ὁ Νικάνωρ προσευχόταν, ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ
λέει νὰ πάει στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους, καὶ ὅτι ἐκεῖ θὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ
Κυρίου. Πράγματι τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὰ λεγόμενα τῆς φωνῆς ἐπαληθεύτηκαν
καὶ ὁ Νικάνωρ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἔκτισε ἐκκλησία καὶ μοναστῆρι στὸ ὄνομα
τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ Ἁγία ζωὴ τοῦ Ὁσίου Νικάνορα, τερμάτισε τὴν 7η Αὐγούστου 1419 (κατ’ ἄλλους τὸ 1519). Τὸ σεβάσμιο λείψανό του, τάφηκε στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου.