Οἱ τρεῖς μαθητές Του, ὅπως ἦταν κουρασμένοι ἀπὸ τὴ δύσκολη ἀνάβαση στὸ Θαβὼρ καὶ ἐνῷ κάθισαν νὰ ξεκουραστοῦν, ἔπεσαν σὲ βαθὺ ὕπνο.
Ὅταν, ὅμως, ξύπνησαν, ἀντίκρισαν ἀπροσδόκητο καὶ ἐξαίσιο θέαμα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἄστραφτε σὰν τὸν ἥλιο, καὶ τὰ φορέματά Του ἦταν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Τὸν περιστοίχιζαν δὲ καὶ συνομιλοῦσαν μαζί Του δύο ἄνδρες, ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας.Ἀφοῦ οἱ μαθητὲς συνῆλθαν κάπως ἀπὸ τὴν ἔκπληξη, ὁ πάντα ἐνθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας νὰ διατηρηθεῖ αὐτὴ ἡ ἁγία μέθη ποὺ προκαλοῦσε ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Κυρίου, ἱκετευτικὰ εἶπε νὰ στήσουν τρεῖς σκηνές. Μία
γιὰ τὸν Κύριο, μία γιὰ τὸ Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία. Πρὶν προλάβει,
ὅμως, νὰ τελειώσει τὴν φράση του, ᾖλθε σύννεφο ποὺ τοὺς σκέπασε καὶ μέσα
ἀπ’ αὐτὸ ἀκούστηκε φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Οὗτος ἐστὶν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτοῦ ἀκούετε». Δηλαδή, Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ποὺ τὸν ἔστειλα γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε.
Ὀφείλουμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ Τὸν ὑπακοῦμε. Σὲ ὁποιοδήποτε δρόμο μας φέρει, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ πειθαρχοῦμε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος βαρύς.
Μεταμορφώθης
ἐν τῷ ὄρει, Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου, τὴν δόξαν σου
καθὼς ἠδύναντο· λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον,
πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Φωτοδότα δόξα σοι.
Κοντάκιον. Αὐτόμελον. Ἦχος βαρύς.
Ἐπὶ
τοῦ ὄρους μεταμορφώθης, καὶ ὡς ἐχώρουν οἱ Μαθηταί σου, τὴν δόξαν σου
Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐθεάσαντο· ἵνα ὅταν σὲ ἴδωσι σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος
νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμω κηρύξωσιν, ὅτι σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς, τοῦ
Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα.
Μεγαλυνάριον.
Θέλων
ἐπιδεῖξαι τοῖς Μαθηταῖς, δύναμιν ἐξ ὕψους, καὶ σοφίαν παρὰ Πατρός, ἐν
ὄρει ἀνῆλθες, Χριστὲ τῷ Θαβωρίῳ, καὶ λάμψας ὡς Δεσπότης, τούτους
ἐφώτισας.