Την Πέμπτη 27 Ιουλίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων πραγματοποίησε διαδικτυακή ομιλία στη σειρά των εκπομπών «Επισκοπικός Λόγος» και ανέπτυξε το θέμα: «Η επικοινωνία μας με τον Δωρεοδότη Θεό».
Ο διαδικτυακός «Επισκοπικός Λόγος» μεταδίδεται κάθε Πέμπτη στις 7:00 μ.μ. στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως, στην αντίστοιχη σελίδα στο Facebook, στο κανάλι στο Youtube καθώς και στον ραδιοφωνικό σταθμό της Ιεράς Μητροπόλεως μας «Παύλειος Λόγος 90.2 FM».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων στη διαδικτυακή ομιλία του ανέφερε μεταξύ πολλών άλλων: Ἕνα βασικό στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, λέγει ὁ ὅσιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, ἡ προσευχή. Καί εἶναι ὄντως βασικό στοιχεῖο, ἐφόσον γίνεται ὅπως πρέπει καί ὄχι τυπικά, ἀπό συνήθεια ἤ ἀπό ὑποχρέωση. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός δίδαξε ἐπανειλημμένα στούς μαθητές τους πῶς πρέπει νά προσεύχονται.
Οἱ περισσότεροι χριστιανοί, συνεχίζει ὁ ὅσιος Πατήρ, νομίζουν ὅτι ἔχουν ὠφέλεια ψυχική, ὅταν λέγουν τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ καί ἄλλα τροπάρια καί προσευχές, χωρίς ὅμως νά τά χρησιμοποιοῦν μέ τόν σωστό τρόπο. Ἔτσι, παραδείγματος χάριν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος λέγει στόν Θεό «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», ὅπως λέμε στήν Κυριακή προσευχή, ἐάν δέν μάθει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι δυνατόν νά ἔρθει ἐκείνη σέ αὐτόν.
Καί ἐάν πάλι μάθει τόν τρόπο, ἀλλά αὐτός πού τήν καλεῖ καί παρακαλεῖ τόν Θεό γι᾽ αὐτήν δέν τήν ἀφήσει νά βασιλεύσει στήν ψυχή του, δέν ὠφελεῖται μέ τό νά λέγει «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου».
Ὁ Χριστός λέγει στό ἱερό εὐαγγέλιο· «μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Τί σημαίνει αὐτό; Ποῦ πῆγε ὁ Θεός καί βασιλεύς καί τώρα ἐγγίζει ἡ βασιλεία του; Διότι, ἐάν δέν εἶχε ἀναχωρήσει, δέν θά ἔλεγε ὅτι ἐγγίζει.
Αὐτός ὁ ὁποῖος ἀνεχώρησε δέν εἶναι ὁ Θεός ἀλλά ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ἐμεῖς χωρισθήκαμε ἀπό τόν Θεό, ὅταν μέ τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ἑνωθήκαμε μέ τήν κακία. Ὁ Θεός δέν εἶναι δυνατόν νά ἑνωθεῖ μέ τήν κακία, γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς χωρισθήκαμε ἀπό αὐτόν, ὅταν ἐπιχειρήσαμε νά πάρουμε ἄλλο δρόμο.
Καί καθώς ἐμεῖς, πού εἴμασταν κακοί καί μολυσμένοι, δέν ἦταν δυνατόν νά πλυθοῦμε καί νά καθαρισθοῦμε μόνοι μας καί μάλιστα χωρίς νερό, γι᾽ αὐτό ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο, γιά νά μᾶς πλύνει καί νά μᾶς καθαρίσει, πρῶτα μέ τό νερό τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἑνωμένο μέ τό ἅγιο Πνεῦμα, καί τότε νά βασιλεύσει ὁ καθαρός Θεός σέ μᾶς πού γίναμε καθαροί μέσα ἀπό τό δικό μας θέλημα. Διότι, ἐάν δέν βασιλεύσει ὁ Θεός μέσα μας, τότε εἶναι ἀδύνατο νά κάνουμε μόνοι μας τό ἅγιο θέλημά του.
Ἑπομένως, ὅποιος δέν ζεῖ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα του καί δέν καταλαβαίνει μέ τή νοερά αἴσθηση τῆς ψυχῆς του πῶς ὁ Θεός ἐνεργεῖ τό θέλημά του διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτός ματαιοπονεῖ, διότι κυβερνᾶται ἀκόμη ἀπό τόν πλάνο διάβολο.
Γι᾽ αὐτό καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσεύχονται στόν Θεό καί λέγουν «ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ», ἐάν δέν γνωρίζουν ποιός εἶναι ὁ πονηρός καί πῶς ἐξουσιάζονται ἀπό τόν πονηρό καί ποιά εἶναι τά δεσμά του, πῶς εἶναι δυνατόν νά τούς ἐλευθερώσει ὁ Θεός καί ποιό εἶναι τό ὄφελος ἀπό τό νά ἐπαναλαμβάνουν συχνά αὐτή τήν προσευχή;
Πρέπει, λοιπόν, νά μάθουμε τή δυναστεία τοῦ πονηροῦ διαβόλου, συνεχίζει ὁ ὅσιος Συμεών, καί πῶς μᾶς καταδυναστεύει μέ δόλο, γιά νά μποροῦμε νά χαλάσουμε τή δυναστεία του. Kαί τότε θά γνωρίσουμε τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, γιά νά τή ζητήσουμε «ἐν ἀληθείᾳ» νά ἔλθει καί νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τῶν παθῶν καί τή δουλεία τοῦ πονηροῦ διαβόλου. Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται μόνο σέ ἐκείνους πού τήν γνωρίζουν καί τούς κάνει συμπολίτες μέ τούς ἀγγέλους.
Θά πρέπει, λοιπόν, νά ξέρουμε τί ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό στήν προσευχή μας, ὥστε νά ζητοῦμε τό σωστό, προκειμένου νά μήν πεῖ καί σέ μᾶς αὐτό πού εἶπε κάποτε ὁ Χριστός τούς μαθητές του: «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε». Δέν γνωρίζετε τί ζητᾶτε.
Οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους οἱ ἄνθρωποι δέν ξέρουν τί ζητοῦν ἀπό τόν Θεό εἶναι δύο: εἶναι ἡ ἄγνοια καί ἡ ἀναισθησία. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκατήχητος καί ἀδίδακτος, φυσικό εἶναι νά μήν γνωρίζει τί λέγει. Ὁ ἀναίσθητος πάλι δέν αἰσθάνεται τί ζητεῖ. Καί ποιός ἄρχοντας, λέγει ὁ ὅσιος Συμεών, δίδει ἐλεημοσύνη σέ κάποιον ζητιάνο πού ζητᾶ ἀλλά μόνο μέ τά χείλη, χωρίς νά αἰσθάνεται τί ζητᾶ καί τί ἔχει ἀνάγκη.
Τί πρέπει νά κάνουμε, λοιπόν; Πρέπει νά συναισθανθοῦμε τήν ἀναξιότητά μας, νά μετανοήσουμε καί νά ἐξολογηθοῦμε, ζητώντας ἀπό τόν πνευματικό νά μᾶς διδάξει αὐτά πού εἶναι ἀναγκαῖα νά γνωρίζει κάθε χριστιανός γιά νά ζήσει τή ζωή πού πρέπει νά ζεῖ κάθε ἄνθρωπος πού θέλει νά πολιτεύεται ὡς χριστιανός.
Πρέπει νά μάθει πρῶτα τί εἶναι τό «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», καί ποιά εἶναι ἡ εὐδοκία του.