Αναλύει τις έννοιες της ωραιότητας και της
ασχήμιας – «καμιά μορφή δεν νοείται να χαρακτηριστεί άσχημη, αλλά απλώς
λιγότερο ωραία, κατά περίπτωση, από κάποια άλλη»- ορίζει τη δυσμορφία
και την ακραία της περίπτωση, την τερατομορφία, καθώς και τις κατηγορίες
στις οποίες αυτή μπορεί να διαιρεθεί. Στο τελευταίο κεφάλαιο του
βιβλίου, το οποίο έχει τον τίτλο «Ο άνθρωπος ως δημιουργός υλικών
μορφών» αναφέρεται – ανάμεσα σε άλλα- σε συγκεκριμενους καλλιτέχνες και
έργα τέχνης. Κλείνει με ένα σχόλιο σχετικά με περιπτώσεις στις οποίες η
οίηση του ανθρώπου τον οδηγεί να παρεμβαίνει στις δημιουργούμενες από
τον Θεό μορφές, «κινούμενος ίσως από μια ενδόμυχη ανάγκη να εξορκίζει
τον αρχέγονο φόβο που του προξενεί η Φύση, δαμάζοντάς την, όπως
ενδεχομένως πλανάται να νομίζει».
Οι σύνθετες απόψεις που παρουσιάζονται συνοπτικά στο δοκίμιο αυτό του
συγγραφέα, διατυπωμένες επαγωγικά, σε απλή γλώσσα, γίνονται προσιτές και
στον μη εξοικειωμένο με φιλοσοφικά ζητήματα αναγνώστη.
|
|