Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸν μοναχικὸ βίο, μοίρασε τὴν περιουσία του σ’ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη καὶ πῆγε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα.
Ὅμως πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ τὸν συμβουλευτοῦν, κάτι ποὺ τὸν ἐμπόδισε νὰ διαλογιστεῖ.Γι’
αὐτὸν τὸν λόγο καὶ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μονάσει, κατέφυγε στὸ Ἄργος. Ἐκεῖ
ἔκτισε ἕνα ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου πολλοὶ πήγαιναν γιὰ
νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Τὸν φθόνησαν ὅμως ἱερεῖς, καὶ τὸν κατήγγειλαν
στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἄργους, Ἅγιο Πέτρο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅμως κατάλαβε τὴν
ἀφιλοκέρδεια καὶ τὴν εὐσέβεια τοῦ Θεοδοσίου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐνισχύσει
συνεχῶς στὸ θεάρεστο ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς
δόσιν θεόδεκτον, τὴν καθαράν σου ζωήν, Θεῷ καθιέρωσας, τῷ ἰαμάτων πηγήν,
τὸν τάφον σου δείξαντι· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καθαρθεῖς τῶν προσύλων,
ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, δι’ ἀσκήσεως πόνων· διό σε Θεοδόσιε, ἐν ὕμνοις
γεραίρομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ ταμεῖον οὐρανίου ἁγιάσματος
Τῶν θεοσδότων δωρημάτων δόσιν ἄφθονον
Φερωνύμως ἐκομίσω παρὰ Κυρίου.
Ἀλλὰ βλῦσον ἰαμάτων τὴν ἐνέργειαν
Τοῖς ἐκ πόθου προσπελάζουσι τῇ σκέπῃ σου
Καὶ βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
θεῖον βλάστημα Ἀθηνῶν, καὶ τῆς Ἀργολίδος, ἐγκαλώπισμα καὶ φωστήρ·
χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάματα ποικίλα, τοῖς σὲ ὑμνολογοῦσιν, ὦ Θεοδόσιε.