Κατέφυγε στὴν πόλη Νίσιβη στὰ βυζαντινὰ σύνορα, ὅπου κλείστηκε σὲ κάποια μονή. Ἀναχώρησε, ὅμως, κι ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ ἔλθει στὴ Θεοδοσιούπολη, στὴ μονὴ Σεργίου καὶ Βάκχου, ὅπου ὁ Δομέτιος καλλιέργησε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ προϊστάμενος τῆς μονῆς Οὐρβέλ, βλέποντας τὴν πνευματικὴ ἀνωτερότητα τοῦ Δομετίου, θέλησε νὰ τὸν κάνει πρεσβύτερο. Ἀλλὰ ὁ ἀγῶνας τοῦ Δομετίου δὲν ἦταν πὼς θὰ ἁρπάξει ἀξιώματα, ἀλλὰ πὼς θὰ τὰ ἀποφύγει. Διότι ἔμαθε ἀπὸ τὸν Κύριό του Ἰησοῦ Χριστό, νὰ εἶναι «ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» ποὺ σημαίνει, ταπεινὸς στὸ φρόνημα καὶ τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔφυγε στὰ ὄρη καὶ ζοῦσε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ δύο μαθητές του. Ὅταν κάποτε περνοῦσε ἀπὸ ἐκει ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, διέταξε νὰ τὸν σκοτώσουν.
Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰουλιανοῦ βρῆκαν τὸν Δομέτιο καὶ τοὺς μαθητές του νὰ ψάλλουν μέσα στὴ σπηλιά, ὅπου τοὺς φόνευσαν μὲ λιθοβολισμό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν
τῆς χάριτος λόγον εἰσποιησάμενος, πυρσολατρῶν τὰς τερθρείας ἀπεποιήσω
σοφῶς, τῷ Χριστῷ ἀνατεθεῖς Πάτερ Δομέτιε· καὶ ἐν ἀθλήσει ἀκλινής, ὡς
Ὁσίων μιμητής, ἐδείχθης Ὁσιομάρτυς· διὸ σὲ ὕμνοις τιμῶμεν, σὺν φοιτητῶν
σου τῇ δυάδι σοφέ.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς
μυηθεὶς, τὴν πρὸς Χριστὸν εὐσέβειαν, ταῖς ἀρεταῖς, περιφανῶς διέπρεψας,
ἱερῶς πολιτευσάμενος, θεομακάριστε Δομέτιε· τὴν ἄθλησιν γὰρ Πάτερ ὡς
διάδημα, ἐπέθου τοῖς ὁσίοις σου πυκτεύμασι, πρεσβεύων ὑπὲρ τῶν
εὐφημούντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Σκότος καταλείψας τὸ περσικόν, ἔλαμψας ἐν κόσμῳ, ὥσπερ ἄστρον ἑωθινόν· πόνοις γὰρ ὁσίοις, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, υἱὸς φωτὸς ἐδείχθης, Πάτερ Δομέτιε.