Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερέας καὶ ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, κατὰ τὸ ἔτος 449 ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τὸν πρότεινε ὁ μονοφυσίτης Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Διόσκορος Α’, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ τὸν ἔχει συνεργό του.
Ὅμως δὲν κατόρθωσε νὰ πετύχει τὰ σχέδιά του, γιατί πρῶτος ὁ Ἀνατόλιος ἦταν αὐτὸς ποὺ ὑπέγραψε τὴν καθαίρεση τοῦ Διόσκουρου στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴν Χαλκηδόνα καὶ ἐνέταξε στὰ δίπτυχα τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Φλαβιανοῦ, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸν ὁποῖο εἶχε καθαιρέσει ὁ Διόσκορος κατὰ τὴν λῃστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἔφεσου τὸ 449 μ.Χ., καὶ ἐπιπλέον ἔστειλε ἐπιστολὲς πρὸς ὅλους τους ἐπισκόπους νὰ ἀναθεματίζουν τοὺς αἱρετικούς.
Ὁ Ἀνατόλιος ἀφοῦ ποίμανε σωστὰ καὶ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν Ἐκκλησία, θανατώθηκε ἄδικα ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τὸ 458 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἔργω τὴν κλῆσίν σου, σφραγίζων Ὅσιε, λόγοις καὶ πράξεσι, τῷ κόσμῳ ἔφανας, τῆς ὑπὲρ νοῦν Ἀνατολῆς, τὴν ἔλλαμψιν Ἱεράρχα· σὺ γὰρ Ἀνατόλιε, τὸν Χριστὸν ἀνεκήρυξας, διπλοῦν ταῖς θελήσεσιν, ἀσυγχύτως καὶ φύσεσιν, ὑπόστασιν δὲ φέροντα μίαν, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν
ἀνατολήν, τῆς θείας φωτοφανείας, φέρων ἐν ψυχῇ, ὡς λύχνον Ὀρθοδοξίας,
διαλύεις τὴν νύκτα, τῶν αἰρέσεων Ὅσιε, καὶ πρὸς ὄρθρον θείας πίστεως,
κατευθύνεις Ἀνατόλιε, τοὺς ἐκ πόθου ἀκβοῶντάς σοι· Αὐτὸς ἡμῶν φωτισμός,
ὤφθης μύστα Χριστοῦ.
Μεγαλυνάριον.
Τῇ
φωτοδοσίᾳ τῆς μυστικῆς, ἐκλελαμπρυσμένος, Ἱεράρχα ἀνατολῆς, φῶς τῷ
κόσμῳ ὤφθης, καὶ τῷ Πατρὶ τῶν φώτων, ἡμᾶς ἀεὶ προσάγεις, ὦ Ἀνατόλιε.