Τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Ἡ µονή βρίσκεται σέ µιά χαράδρα τοῦ Λουσίου ποταµοῦ καί ἱδρύθηκε τό 960[1] ἤ, κατά ἄλλους, τό 967[2] ἀπό τόν βυζαντινό ἄρχοντα Ἰωάννη Λαµπαρδόπουλο, πού ἦταν φίλος τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου Φωκᾶ.[3] Πράγµατι, ἡ µονή αὐτή βρίσκεται «Κολληµένη σάν ὄστρακο» στόν ἱερό «βράχο τῆς Μονόπορης».[4]
Ἔχει ὀνοµαστεῖ ὡς «ἡ ἀρχόντισσα τοῦ φαραγγίου» καί ἔχει κτιστεῖ στήν περιοχή «Μονόπορη» πού εἶναι τό καλύτερο καί ὀµορφότερο τµῆµα τοῦ φαραγγιοῦ.[5] Πρόκειται, ὅπως προλογικῶς ἀναφέραµε, γιά ἕνα ἀπό τά πιό παλαιά µοναστήρια τῆς Πελοποννήσου.[6] Νά σηµειωθεῖ ὅτι ἡ µονή ἔχει χαρακτηριστεῖ διατηρητέο µνηµεῖο. Σχετικά µέ τήν χρονολόγηση τῆς µονῆς ἔχουν ἀναφερθεῖ διάφορες ἀπόψεις ὅπως αὐτή τοῦ H. Megaw ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε ὅτι ἡ ἀνοικοδόµηση τοῦ καθολικοῦ τῆς παλαιᾶς µονῆς ἀποκλείεται νά εἶναι σύγχρονο τοῦ ἀρχικοῦ ἱδρύµατος τοῦ 10ου αἰῶνος.[7] Τόν χῶρο πού βρισκόταν τό παλιό µοναστήρι ὁ λαός ἔµαθε νά τόν ἀποκαλεῖ «κρυφό σχολειό»[8] καί εἶναι χτισµένος σέ ὅλο τό µῆκος µιᾶς φυσικῆς κοιλότητας-σπηλιᾶς 128 µέτρων στήν ρίζα ἑνός πανύψηλου βουνοῦ.[9] Νά ἐπαναλάβουµε ὅτι ἡ µονή ἱδρύθηκε ἀνάµεσα στά ἔτη 963-967 µ.Χ. ὅταν αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου ἦταν ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς πού ὀνοµαζόταν καί «φιλόσοφος» λόγῳ τῆς ἀνωτάτης παιδείας πού κατεῖχε.[10] Ὁ ἴδιος λέγεται ὅτι µόνασε στή Μονή, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπό τό ἀξίωµά του.[11] Αὐτή ἡ ὑπόθεση θεωρεῖται ὡς πιό βάσιµη καί γιά τήν µετέπειτα ὀνοµασία τῆς µονῆς.[12] Γιά τήν παλαιά µονή Φιλοσόφου θά ἀναφέρουµε συνοπτικά µόνο µερικά ἱστορικά καί ἄλλα στοιχεῖα. Θέλοντας νά περιγράψουµε τή Μονή θά λέγαµε ὅτι ἐξωτερικά καί σχεδόν σέ ὅλη τήν κοιλότητα τοῦ βράχου, ἡ µονή ἦταν περιτειχισµένη µέ ὑψηλό τεῖχος πάνω στό ὁποῖο ὑπῆρχε παρατηρητήριο καί πολεµίστρες γιά τήν φύλαξη καί ἀσφάλεια ἀπό διαφόρους ἐπιδροµεῖς. Μέσα καί γύρω ἀπό τό τεῖχος αὐτό ξεκινοῦσαν τά κτιριακά συγκροτήµατα τοῦ µοναστηριοῦ δηλαδή τό καθολικό, τά κελλιά καί οἱ βοηθητικοί χῶροι πού ἀνάγονται στά βυζαντινά χρόνια καί ὑφίστανται σήµερα ὡς ἐρείπια.[13] Ὅσον ἀναφορά στά χαρακτηριστικά τοῦ καθολικοῦ θά λέγαµε ὅτι εἶναι ἕνα κοµψοτέχνηµα, ἕνα µνηµεῖο τῆς Βυζαντινῆς µεγαλοπρέπειας.[14] Ἀνήκει στόν τετράστηλο τύπο ἐγγεγραµµένου σταυροῦ καί περιλαµβάνει ὀκταγωνικό τροῦλο, ἐνῶ οἱ ἁγιογραφίες ἔχουν καταστραφεῖ ἐκτός ἀπό ἕνα µικρό τµῆµα πού διατηρεῖται καί µᾶς µαρτυρᾶ τό χάρισµα τοῦ ἀριστοτέχνη ἁγιογράφου.[15]
Σηµαντικά στοιχεῖα περί τοῦ θέµατος µᾶς καταγράφει µέ σαφήνεια ὁ µακαριστός ἱστορικός Τάσος Γριτσόπουλος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσχοληθεῖ ἐπισταµένως µέ τήν ἱερά αὐτή Μονή στά περισπούδαστα ἔργα του: α) «Μονή Φιλοσόφου» πού συνέγραψε στήν Ἀθήνα τό 1960 καί β) «Πωλητήρια καί ἄλλα ἔγγραφα τῆς παρά τήν Δηµητσάναν Μονῆς τοῦ Φιλοσόφου (1626-1787 µ.Χ.) τοῦ ἔτους 1950». Στά ἔργα αὐτά ὁ ἐνδιαφερόµενος µπορεῖ νά βρεῖ περισσότερα στοιχεῖα.
Νά πῶς περιγράφει τά συναισθήµατα τοῦ προσκυνητοῦ τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς ὁ προαναφερθείς συγγραφέας: «Ἐδῶ αἰσθάνεται κανείς ὅτι εὑρίσκεται εἰς ἐπαφήν µέ τήν βυζαντινήν Ἑλλάδα. Ἀπό τά σπλάγχνα αὐτοῦ τοῦ χώρου προεβλήθη κάποτε εἰς δυσκόλους καιρούς ἡ µεγαλυτέρα ἐθνική ἀντίστασις πού γνωρίζει ἡ ἱστορία. Διά νά κρατηθοῦν ὄρθια τά ὅσια καί ἱερά τοῦ ἔθνους. Ἡ πίστις πρός τόν Θεόν, τόν ἄνθρωπον καί τάς ἠθικάς ἀξίας. Κοντά εἰς τήν λατρείαν τοῦ θείου συνετελέσθη ἡ καλλιτεχνική ἔκφρασις τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήµατος, ἐκαλλιεργήθη ἡ ἑλληνική παιδεία καί συνετηρήθη ἡ ἑλληνική παράδοσις». Καί συνεχίζει: «Κοµψοτέχνηµα τῆς ἀρχιτεκτονικῆς εἶναι τό ἄριστα διατηρούµενον παλαιόν καθολικόν τῆς µονῆς. Ἀξιόλογος καλλιτεχνική δηµιουργία εἶναι τοῦ νεωτέρου καθολικοῦ αἱ τοιχογραφίαι, αἱ φορηταί εἰκόνες καί τό ξυλόγλυπτον τέµπλον. Δέν γνωρίζοµεν ἀκόµη ποῖοι ὑπῆρξαν οἱ τοιχογράφοι οὔτε τῶν δύο ἀλλεπαλλήλων στρωµάτων τοῦ πρώτου καθολικοῦ οὔτε τῆς λαµπρᾶς δηµιουργίας τοῦ νέου. Ἐκεῖνο πού ἔχοµεν ἀκόµη νά θαυµάσωµεν, διότι ἔµεινεν ἀπείραχτο ἀπ’ τό χρόνο, καθώς θά ἔλεγεν ὁ ποιητής, εἶναι ἡ θέσις τῆς µονῆς. Ἐκλογή ἀρίστη, πού µόνον τά ἐταστικά βλέµµατα τῶν µοναχῶν ἐπιτυγχάνουν. Μέσα εἰς µίαν φάραγγα ἀγρίαν ἐτοποθετήθη τό µοναστήριον, ἀντικρύ τοῦ Λουσίου ποταµοῦ, ὅπου τό πᾶν σιγᾶ καί ἡ ψυχή γαληνεύει...». Αὐτό πάντως πού µποροῦµε νά βεβαιώσουµε σχετικά µέ τήν ἱστορική πορεία τῆς µονῆς εἶναι ὅτι ἀπό τήν ἵδρυσή της ἀκόµα µέχρι καί τό ἔτος 1624 δέχθηκε ἀνυπολόγιστες βαρβαρικές ἐπιδροµές, ἀκόµα περισσότερες ἐθνικές δοκιµασίες ὅπως ἐπίσης καί µεγάλες πολιτικές, κοινωνικές, οἰκονοµικές ἀλλαγές καί ἀνακατατάξεις.[16] Καί πάλι ὡς πρός τήν προσφορά τῆς µονῆς στό γένος καί στά γράµµατα µποροῦµε νά ἀναφέρουµε ὅτι ὑπῆρξε σπουδαῖο πνευµατικό κέντρο τῆς περιοχῆς.[17] Αὐτό βεβαιώνεται ἀπό τήν λειτουργία στήν µονή σπουδαίας βιβλιοθήκης µέ σπάνια χειρόγραφα τοῦ 12ου αἰῶνος ἐκ τῶν ὁποίων κάποια φυλάσσονται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῆς Ἀθήνας.[18] Τέλος, νά σηµειώσουµε ὅτι στήν Μονή αὐτή λειτούργησε ἀρχικά µιά σχολή[19] πού ἀργότερα µετεξελίχθηκε στήν Δηµητσάνα ἀπό τήν ὁποία ἀποφοίτησαν δεκάδες ἱεραρχῶν καί λογίων πού διέπρεψαν στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό.[20]
Μποροῦµε νά ὑποστηρίξουµε ὅτι ἡ µονή βρισκόταν στήν µεγάλη της ἀκµή τόν 17ο αἰῶνα κατά τόν ὁποῖο κατεῖχε µεγάλες ἐκτάσεις γῆς. Ἐπίσης, εἶναι σηµαντικό νά ἀναφέρουµε ὅτι τά ἔσοδα ἀπό τήν περιουσία της δέν τά χρησιµοποίησε µόνο γιά τήν συντήρησή της ἀλλά καί γιά τήν παροχή βοηθείας στούς οἰκονοµικά ἀδυνάτους κατοίκους πού ζοῦσαν γύρω ἀπό τήν µονή.[21] Ἡ σηµαντική οἰκονοµική ἄνθηση τῆς µονῆς σέ σχέση µέ τό γεγονός ὅτι οἱ κτιριακές ἐγκαταστάσεις βρίσκονταν σέ δυσπρόσιτο ἔδαφος θεωρεῖται ἡ βασική αἰτία γιά τήν ἐγκατάσταση σέ νέο πιό ὁµαλό τόπο.[22] Ἔτσι, ἡ παλαιά µονή Φιλοσόφου ἐγκαταλείφθηκε καί µεταφέρθηκε σέ νέα τοποθεσία ἀνατολικώτερα, σέ ἀπόσταση περίπου ἑνός χιλιοµέτρου.[23] Ἐκεῖ ἱδρύθηκε ἡ νέα µονή µέ τό νέο καθολικό τό ἔτος 1691.
Ἀναµφισβήτητα, ἡ νέα µονή ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς παλαιᾶς γεγονός πού ἀποδεικνύεται ἀπό ἱστορικές πηγές.[24]
Ὅπως προαναφέραµε, ὁ κυριώτερος λόγος τῆς µετεγκατάστασης τῆς παλαιᾶς µονῆς σέ καινούργιο χῶρο ἦταν ἡ ἐξεύρεση νέου ἐδάφους πιό ὁµαλοῦ καί πιό προσιτοῦ τόσο γιά τούς ἴδιους τούς µοναχούς ὅσο καί γιά τήν διακίνηση τῶν ἀναγκαίων ἀγαθῶν
ὅπως ἐπίσης καί τήν µετακίνηση τῶν ἐπισκεπτῶν της.[25]
Τό ὅλο κτιριακό συγκρότηµα τῆς µονῆς ἀποτελεῖται ἀπό τρία οἰκοδοµήµατα. Τό καθολικό, ἕνα διώροφο κτίριο τό ὁποῖο στέγαζε καί τά κελλιά τῶν µοναχῶν καί ἄλλους βοηθητικούς χώρους καί ἕνα ἄλλο τριώροφο κτίριο πού ὀνόµαζαν «πύργο», τό ὁποῖο λειτουργοῦσε ὡς ξενώνας τῶν ἐπισκεπτῶν καί στεγαζόταν ἡ τράπεζα τῶν µοναχῶν.[26] Τό καθολικό αὐτό εἶναι ναός τετρακιόνιος µέ τροῦλο καί ἐξωτερικά ἔχει κεραµικό διάκοσµο.[27] Πράγµατι, ὑπάρχουν καί κοσµοῦν τόν τροῦλο ἀνάγλυφα ζωγραφιστά πιάτα ἕως καί σήµερα. Ἐσωτερικά εἶναι ἁγιογραφηµένος µέ τοιχογραφίες λαϊκῆς τέχνης.[28] Νά σηµειώσουµε ὅτι ἡ σπουδαιότητα τῶν ὑπέροχων τοιχογραφιῶν τῆς µονῆς εἶναι µεγάλη, ἀφοῦ εἶναι οἱ ἴδιες πού χρησίµευσαν ὡς πρότυπο γιά τήν δηµιουργία τῶν περισσοτέρων ἁγιογραφιῶν στούς ναούς τῆς Γορτυνίας κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας.[29] Ἐπίσης, οἱ φορητές εἰκόνες τοῦ τέµπλου εἶναι ἔργα ἀνωνύµου λαϊκοῦ ζωγράφου τοῦ 17ου αἰῶνος.
Ἡ κτητορική ἐπιγραφή τοῦ καθολικοῦ, µᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ναός χτίστηκε µέ τήν µέριµνα καί τίς δαπάνες τῶν µοναχῶν Παχωµίου, Γρηγορίου, Παρθενίου καί τοῦ ἡγουµένου Ἀνθίµου. Γνωρίζουµε, ἐπίσης, ὅτι ὁ ἀρχιµάστορας τοῦ καθολικοῦ ἦταν ὁ Γεώργιος Ἀρβανίτης πού καταγόταν ἀπό τό Μπιθεκούκι τῆς Βορείας Ἠπείρου.[30] Οἱ τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ ἔγιναν τό ἔτος 1693 µ.Χ. καί χορηγός τους ἦταν ὁ Μαυροειδής Φαρµάκης πού καταγόταν ἀπό τήν Στεµνίτσα.[31] Ὑπάρχει πιθανότητα γιά κάποιο διάστηµα ἡ νέα µονή νά λειτούργησε ὡς µετόχι τῆς παλαιᾶς. Εἶναι γνωστό ὅτι τήν µονή σέβονταν καί ἀγαποῦσαν οἱ κάτοικοι τῶν γύρω περιοχῶν καί µάλιστα ἔκαναν σ᾽αὐτήν µεγάλες δωρεές καί χορηγίες.[32] Ἡ περιουσία πού βρισκόταν ὑπό τήν κατοχή της, ἐπεκτεινόταν µέχρι καί τήν Καλαµάτα.
Τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας τό µοναστήρι τοῦ Φιλοσόφου ἦταν ἕνα σηµαντικό πνευµατικό καί ἐκπαιδευτικό κέντρο στό ὁποῖο καλλιεργοῦνταν τά γράµµατα ἐνῶ λειτούργησε, καί εἶναι γνωστό αὐτό, ὅπως προαναφέραµε ὡς κρυφό σχολειό.[33] Τό κρυφό σχολειό τῆς µονῆς Φιλοσόφου εἶναι πασίγνωστο στήν Ἑλλάδα καί µάλιστα λένε, ὅτι ἐκεῖ ἀκούστηκε γιά πρώτη φορά τό γνωστό «φεγγαράκι µου λαµπρό φέγγε µου νά περπατῶ…» πού ψιθύριζαν στά χείλη τους τά νεαρά ἑλληνόπουλα.[34]
Ἡ Μονή, µέσα στό πέρασµα τῶν χρόνων, πέρασε δυσκολίες καί διακυµάνσεις πού γιά νά τίς περιγράψει κάποιος θά χρειαζόταν πολλές σελίδες, κάτι πού δέν εἶναι ἐφικτό στήν παροῦσα ἐργασία. Ὡστόσο, σηµαντική ἡµεροµηνία γιά τήν ἱστορία τῆς µονῆς ἀποτελεῖ ἡ 6η Μαρτίου 1834[35] κατά τήν ὁποία οἱ δηµογέροντες τῆς Δηµητσάνας Κουντούρης, Τζαννῆς, Ἀντωνόπουλος καί Καρβέλης ἔκαναν µιά ὕστατη προσπάθεια γιά τήν λειτουργία τόσο τῆς σχολῆς ὅσο καί τῆς ἴδιας τῆς µονῆς. Δυστυχῶς, ὁ ὑπουργός Σχινᾶς διέταξε νά διαλυθεῖ ἡ µονή καί νά ἐκποιηθεῖ ἡ περιουσία της. Ὕστερα ἀπό αὐτήν τήν ἐξέλιξη τό µοναστήρι ἐρήµωσε. Ἡ µονή πού ἐκπαίδευσε 7 πατριάρχες, 70 µητροπολίτες καί 3.500 λογίους ἄνδρες θά ὁδηγηθεῖ σέ µαρασµό.[36] Ὅλα αὐτά µέχρι τήν στιγµή πού ὁ σεβαστός καί δραστήριος γέροντας τῆς µονῆς Προδρόµου Θεόκτιστος Ἀλεξόπουλος, ἀπό τήν Σύρνα καταγόµενος, ἀνέλαβε τήν ἀναστύλωση τῆς ἐρειπωµένης µονῆς. Μέ τήν βοήθεια ἀρχῶν, φορέων, γνωστῶν καί ἀγνώστων, καί κυρίως µέ τήν εὐχή τῆς Παναγίας ἀποκαταστάθηκαν πολλά κτίρια καί φυσικά ὁ κυρίως ναός. Σηµαντικές ἦταν πρός τόν ἴδιο σκοπό οἱ προσπάθειες καί τοῦ σηµερινοῦ µετοχιάρη γέροντος Θεοφίλου Θεοδωροπούλου πού κρατᾶ τό µοναστήρι ἀνοικτό καί δέεται στήν Κεχαριτωµένη γιά ὅλους τούς προσκυνητές πού φθάνουν ὡς ἐκεῖ. Ἐπιγραµµατικῶς καταγράφουµε τά ὀνόµατα τῶν ἡγουµένων περί τῶν ὁποίων ἔχουµε ἀναφορές σέ γραπτά κείµενα: Νεόφυτος Διγενόπουλος (ἀρχές 17ου αἰῶνος), Ἰάκωβος Παλάτος, Ἰωάσαφ Λαµπαρδόπουλος (περί τό 1645), Μακάριος (1661), Παΐσιος (1663), Θεοδόσιος (1664), Θεοφάνης, Παχώµιος (1691), Ἄνθιµος (τέλη 17ου αἰῶνος), Δανιήλ ὁ Ἀθηναῖος καί Παρθένιος Κλαδᾶς, Γερµανός (1714-1716), Καλλίνικος Σπηλιωτόπουλος (1724), Παχώµιος ᾽Ανδρονικόπουλος (1735), Νεκτάριος Κολοτοῦρος (µέσα 18ου αἰῶνος), Παρθένιος (1767), Διονύσιος Κακαβᾶς (1781), Δοσίθεος Διαµαντόπουλος (1793), Χατζη-Παρθένιος (1820), Νικηφόρος Παπαντωνόπουλος (1822), Γρηγόριος (1823), Θεοδόσιος (1827), καί Παρθένιος Ἡλιόπουλος ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται ὡς µοναχός µεταξύ τῶν ἐτῶν 1831-1837.[37] Οἱ ἐπίσηµες ἑορτές τῆς µονῆς εἶναι στίς 23 Αὐγούστου πού πανηγυρίζουµε τήν ἀπόδοση τῆς Κοιµήσεως τῆς Θεοτόκου,[38] στίς 9 Δεκεµβρίου ἑορτή τῆς ἁγίας Ἄννης καί στίς 20 Μαΐου, πανήγυρις τοῦ ἁγίου Νικολάου.[39]
[1]. Λέκκου Εὐαγ., Τά Ἑλληνικά Μοναστήρια, Ἀθήνα 1995, σ. 255.
[2]. Δηµητρακοπούλου Σ., Ἀρκαδία, Ἀθήνα 2006, σ. 87.
[3]. 963-969 µ.Χ.
[4]. Στήν Μονόπορη καί στήν γύρω ἀπ᾽αὐτήν περιοχή ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὑπῆρχαν σπηλιές καί ἀσκητήρια πού καταστράφηκαν ἀπό ἐπιδροµές τῶν Σλάβων τόν 7ο καί 8ο αἰῶνα.
[5]. Θεοχάρη Γ., Μονή Φιλοσόφου-Κρυφό σχολειό, Ἀθήνα 2000, σ. 17.
[6]. Σιόλα Ἰωάννου, «Ἡ Μονή Φιλοσόφου καί ἡ σχολή τῆς Δηµητσάνας», περιοδικό Πειραϊκή Ἐκκλησία, τεῦχος 235, Μάρτιος 2012, σελ. 14.
[7]. Megaw Η., «The Chronology of Some Middle-Byzantine Churches», ἐν Annual of the British School at Athens, τόµ. XXXII (1921-32), σσ. 98-99.
[8]. Σιόλα Ἰωάννου, «Ἡ Μονή Φιλοσόφου καί ἡ σχολή τῆς Δηµητσάνας», περιοδικό Πειραϊκή Ἐκκλησία, τεῦχος 235, Μάρτιος 2012, σελ. 14.
[9]. Χαιρέτη Μαρία, «Φιλοσόφου Μονή», ΘΗΕ, τόµ. 11ος, Ἀθῆναι 1967, στ. 1150.
[10]. Θεοχάρη Γ., Μονή Φιλοσόφου–Κρυφό σχολειό, Ἀθήνα 2000, σ. 18.
[11]. Σιόλα Ἰωάννου, «Ἡ Μονή Φιλοσόφου καί ἡ σχολή τῆς Δηµητσάνας», περιοδικό Πειραϊκή Ἐκκλησία, τεῦχος 235, Μάρτιος 2012, σελ. 14
[12]. Λέκκου Εὐαγγ., Τά Ἑλληνικά Μοναστήρια, Ἀθήνα 1995, σ. 255.
[13]. Θεοχάρη Γ., Μονή Φιλοσόφου–Κρυφό σχολειό, Ἀθήνα 2000, σ. 19.
[14]. Ἀρκαδία–Θρησκευτικός Προορισµός, Νοµαρχιακή Αὐτοδιοίκηση Ἀρκαδίας, Τρίπολη, σ.98.
[15]. Πάντως, ὁ ἁγιογράφος τῶν ἔργων ἦταν τό πιθανότερο λαϊκός τεχνίτης πού εἶχε ἐργαστεῖ στό Ἅγιον Ὄρος καί γνώριζε καλά τά βυζαντινά πρότυπα.
[16]. Θεοχάρη Γ., Μονή Φιλοσόφου–Κρυφό σχολειό, Ἀθήνα 2000, σ. 20.
[17]. Λέκκου Εὐαγγ., Τά Ἑλληνικά Μοναστήρια, Ἀθήνα 1995, σ. 257.
[18]. Ἀρκαδία-Θρησκευτικός Προορισµός, Νοµαρχιακή Αὐτοδιοίκηση Ἀρκαδίας, Τρίπολη, σ. 98.
[19]. Λέκκου Εὐαγγ., Τά Ἑλληνικά Μοναστήρια, Ἀθήνα 1995, σ. 256.
[20]. Καρδάση Ἀ., Δηµητσάνα - Μιά δοξασµένη πόλη, Ἀθῆναι 1988, σ. 203.
[21]. Θεοχάρη Γ., Μονή Φιλοσόφου-Κρυφό σχολειό, Ἀθήνα 2000, σ. 22.
[22]. Θεοχάρη Γ., ἔνθ’ ἀνωτ.
[23]. Κοκκίνη Σπ., Τά µοναστήρια τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα, σ. 97.
[24]. Σιόλα Ἰωάννου, «Ἡ Μονή Φιλοσόφου καί ἡ σχολή τῆς Δηµητσάνας», περιοδικό Πειραϊκή Ἐκκλησία, τεῦχος 235, Μάρτιος 2012, σελ. 15.
[25]. Θεοχάρη Γ., Μονή Φιλοσόφου – Κρυφό σχολειό, Ἀθήνα 2000, σ. 23.
[26]. Ἀρκαδία-Θρησκευτικός Προορισµός, Νοµαρχιακή Αὐτοδιοίκηση Ἀρκαδίας, Τρίπολη, σ. 98.
[27]. Λέκκου Εὐαγγ., Τά Ἑλληνικά Μοναστήρια, Ἀθήνα 1995, σ. 256.
[28]. Κοκκίνη Σπ., Τά µοναστήρια τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα, σ. 98.
[29]. «Φιλοσόφου µονή», Ἐγκυκλοπ. Γιοβάνη, τόµ. 20, σ. 117.
[30]. Θεοχάρη Γ., Μονή Φιλοσόφου – Κρυφό σχολειό, Ἀθήνα 2000, σ. 24.
[31]. Ὁ ἴδιος πιθανόν εἶχε ἐξισλαµισθεῖ ἀλλά ἐπανῆλθε στήν χριστιανική πίστη ἐπί ᾽Ενετοκρατίας καί ἦταν γνωστός ὡς «Μαυροειδής-πασά Φαρµάκης». Στήν δυτική πλευρά τοῦ ναοῦ ὑπάρχει ἀπεικόνιση του χορηγοῦ αὐτοῦ τῆς µονῆς ὑπό τήν µορφή τυπικοῦ Ἀνατολίτη µέ βλοσυρό ὕφος, πολυτελές ἔνδυµα καί κοµπολόϊ.
[32]. Σιόλα Ἰωάννου, «Ἡ Μονή Φιλοσόφου καί ἡ σχολή τῆς Δηµητσάνας», περιοδικό Πειραϊκή Ἐκκλησία, τεῦχος 235, Μάρτιος 2012, σελ. 15.
[33]. Κοκκίνη Σπ., Τά µοναστήρια τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα, σ. 99.
[34]. www.dimitsana.net
[35]. Σιόλα Ἰωάννου, «Ἡ Μονή Φιλοσόφου καί ἡ σχολή τῆς Δηµητσάνας», περιοδικό Πειραϊκή Ἐκκλησία, τεῦχος 235, Μάρτιος 2012, σελ. 15.
[36]. Σιόλα Ἰωάννου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 14
[37]. Χαιρέτη Μ., «Φιλοσόφου Μονή», ΘΗΕ, τόµ. 11ος, Ἀθῆναι 1967, στ. 1156.
[38]. Λέκκου Εὐαγγ., Τά Ἑλληνικά Μοναστήρια, Ἀθήνα 1995, σ. 257.
[39]. Ἀρκαδία-Θρησκευτικός Προορισµός, Νοµαρχιακή Αὐτοδιοίκηση Ἀρκαδίας, Τρίπολη, σ. 98.