Ἄνθρωπος προσευχῆς καὶ οἰκονόμος τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Μορφὴ ποὺ συνδύαζε τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ζωὴ τῆς ἀπροσμέτρητης αὐτοθυσίας, γιὰ τοὺς ἄλλους.
Κόσμημα ἀληθινὸ τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας. Νὰ ποιὸς ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Δημητριανός, ὁ ἐπίσκοπος Χύτρων.
Γεννήθηκε
στὴν κωμόπολη Συκαὶ τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας, μιὰ κωμόπολη ἐρειπωμένη
σήμερα, τὴν ἐποχὴ ποὺ στὴν Κωνσταντινούπολη βασίλευε ὁ αὐτοκράτορας
Θεόφιλος (829 – 842) μ.Χ.
Ὁ
πατέρας του ἦταν ἱερέας καὶ ἡ μητέρα του μιὰ πιστὴ καὶ θεοφοβούμενη
γυναίκα. Ἀνῆκαν καὶ οἱ δυὸ στὴν ἁγία ἐκείνη παράταξη τῶν χριστιανῶν γιὰ
τοὺς ὁποίους ἡ ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητο ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ’ οὗ κατὰ σάρκα ζώσιν. Ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται».
Στὸ
εὐλογημένο περιβάλλον τοῦ χριστιανικοῦ σπιτιοῦ τους μεγάλωσε ὁ μικρὸς
Δημητριανὸς μὲ τὸ ἄρωμα τῆς εὐωδίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ νωρὶς ὁ εὐλαβὴς
πατέρας ἔπαιρνε τὸ παιδί του στὴν ἐκκλησία καὶ τὸ συνήθιζε νὰ τὸν
ὑπηρετεῖ στὰ καθήκοντά του, τὰ ἱερατικά. Κτυποῦσε τὸ σήμαντρο, ἄναβε τὰ
καντήλια, ἑτοίμαζε τὸ θυμιατό.
Ἀργότερα,
ὅταν ἄρχισε νὰ μαθαίνει γράμματα, ὁ πατέρας τὸν ἔβαζε νὰ τοῦ διαβάζει
κάποιους ὕμνους καὶ ψαλμούς. Τὸ πρωὶ διάβαζε μὲ τὴν παιδικὴ κρυστάλλινη
φωνή του τὰ ἀναγνώσματα τοῦ ὄρθρου καὶ τὸ βράδυ τοῦ ἑσπερινοῦ μὲ
κατάνυξη συγκινητική. Ὅλοι στὴν κωμόπολη καμάρωναν τὸ καλὸ παιδὶ καὶ τὸ
ἀγαποῦσαν.
Καὶ
ἡ μανούλα ποὺ τὸ καμάρωνε καὶ αὐτὴ φρόντιζε τὸ παιδί της νὰ μένει πάντα
ξένο στὴν ὁποιανδήποτε ὕποπτη ἀνατροφή. Τὰ λόγια τοῦ θείου Ἀποστόλου «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» (Α’ Κορ. ιε’ 33) κυκλοφοροῦσαν κάθε στιγμὴ στὸ μυαλό της. Γιὰ τοῦτο πρόσεχε.
Καὶ
ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ προσπαθοῦσε τὶς ἐλεύθερες ὧρες τοῦ παιδιοῦ νὰ
τὶς γεμίζει μὲ κάποια καλὴ ἀπασχόληση. Τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Σειρὰχ «τέκνα σοί ἐστι, παίδευσον αὐτά»
(Σοφ. Σειρ. ζ’ 23) πολὺ συγκινοῦσαν τὴν εὐσεβὴ μητέρα. Ἔτσι ἀκούραστη
ἀγωνιζόταν μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ νουθεσίες της νὰ κατευθύνει μὲ ἐπιμέλεια
καὶ προσοχὴ τὶς σκέψεις τοῦ παιδιοῦ της στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Μαζί
της τὸ ἔπαιρνε στὶς φιλανθρωπικές της ἐπισκέψεις. Μαζί της καὶ ὅταν
πήγαινε νὰ προσφέρει στοὺς πονεμένους τὴν παρηγοριά. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ
ἀτίμητη μάνα ἀσκοῦσε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία στὰ ἔργα τῆς
ἀρετῆς. Καὶ τὸ ἀσκοῦσε μὲ τὰ λόγια της, μὰ πρὸ παντὸς μὲ τὴν ἁγία ζωή
της.
Στὸ
πρόσωπο τῶν ἀγαπημένων του γονιῶν ὁ Δημητριανὸς ἔβλεπε καὶ διάβαζε μίαν
«ἐπιστολὴν Χριστοῦ». Γιατί καὶ τῶν δύο ἡ ζωὴ ἦταν στ’ ἀλήθεια «ἐπιστολὴ Χριστοῦ, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων» (Β’ Κορ. γ’ 2).
Ὅταν
ὁ Δημητριανὸς ἐνηλικιώθηκε, οἱ γονεῖς του τὸν ἔπεισαν νὰ κάμει
οἰκογένεια. Ὁ νέος δέχτηκε καὶ νυμφεύθηκε μία πολὺ φρόνιμη καὶ ἐνάρετη
κόρη. Τρεῖς μῆνες ὅμως ὕστερα ἀπὸ τὸν γάμο του ὁ Δημητριανὸς ἔμεινε καὶ
πάλι μόνος. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κάλεσε στοὺς οὐρανοὺς τὴν πιστὴ καὶ ἁγνή
του σύντροφο. Ἔφυγε ἡ ὑπέροχη γυναίκα ἁγνὴ καὶ παρθένος ὅπως ἁγνὸς καὶ
παρθένος ἔμεινε καὶ ὁ σύντροφός της μέχρι τέλους. Τὸ πλῆγμα ἦταν βαρύ.
Μὰ ἡ σκέψη πὼς στὸν κόσμο αὐτὸν τίποτα δὲν γίνεται χωρὶς νὰ τὸ
παραχωρήσει ὁ Κύριος, βοήθησε τὸν νέο νὰ παρηγορηθεῖ. «Κύριος ἔδωκε,
Κύριος ἀφείλετο» ἔλεγε καὶ ἐπανελάμβανε δοξολογώντας τὸν Θεό.
Ὕστερα
ἀπὸ τὴν δοκιμασία αὐτὴ ὁ Δημητριανὸς ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸν
μοναχικὸ βίο στὸν ὁποῖο ἔτρεφε καὶ πρωτύτερα μιὰν ἀγάπη. Ἡ ζωὴ τῆς
ἀσκήσεως, τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς τὸν συγκινοῦσε ἀπὸ παιδί.
Ντύθηκε λοιπὸν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι.
Στὴν
Κυθρέα κοντά, στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ἦταν ἕνα μοναστήρι, ποὺ λεγόταν
Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Δυστυχῶς ἀπὸ τὸ μοναστήρι αὐτὸ δὲν ὑπάρχει
σήμερα οὔτε σημάδι. Μόνο μία τοποθεσία ὑπάρχει, ποὺ λέγεται ἅγιος
Ἀντώνιος καὶ ἴσως ἐκεῖ νὰ ἦταν παλιὰ κτισμένο τὸ μοναστήρι. Σ’ αὐτὰ
φαίνεται ἔσπευσε νὰ καταφύγει ὁ φιλόθεος νέος. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς, ποὺ
τὸν ἤξεραν ἀπὸ προηγούμενες ἐπισκέψεις, μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν δέχθηκαν.
Στὴν ἡσυχία καὶ τὴν γαλήνη τοῦ περιβάλλοντος τοῦ μοναστηριοῦ βρῆκε ὁ
νέος ὅ,τι ζητοῦσε.
Ὁ
πνευματικὸς ἀγώνας τὸν ἀπορροφοῦσε τόσο πολύ, ὥστε πολλὲς φορὲς
ξεχνοῦσε καὶ τὸ φαγητό. Μὲ ἀπερίσπαστη τὴν καρδιὰ καὶ ἀσάλευτο τὸν νοῦ
του, ἀγωνιζόταν κάθε μέρα προσεκτικὰ καὶ σταθερὰ νὰ ἀνεβεῖ τῆς ἀρετῆς τὰ
σκαλοπάτια. Μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἱερὴ κατάνυξη παρακολουθοῦσε τὶς ἱερὲς
ἀκολουθίες. Ἡ ἁγία ψυχή του τὶς ὧρες αὐτὲς φλογιζόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ καὶ ἡ σκέψη του σκλάβα τῆς ἀγάπης του πετοῦσε σ’ ἄλλους κόσμους.
Ἡ μελέτη τῆς Ἅγιας Γραφῆς τὸν συγκινοῦσε βαθύτατα. Σ’ αὐτὴν ἀφιέρωνε
πολλὲς ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας. Καὶ τοῦτο, γιατί γνώριζε, ὅτι ὁ
ἄνθρωπος ποὺ μελετάει τὰ λόγια του Θεοῦ «ἡμέρας καὶ νυκτός», μοιάζει μὲ
τὸ δένδρο ποὺ εἶναι φυτεμένο κοντὰ στὰ τρεχούμενα νερὰ καὶ ποτίζεται
συνέχεια. Γι’ αὐτὸ καὶ δίνει πλούσιούς τους καρπούς του στὸν κατάλληλο
καιρό.
Πλούσιους
καρποὺς τῆς ἐνάρετης ζωῆς του ἄρχισε νὰ δίνει καὶ ὁ μακάριος ἀσκητής.
Μὲ τὴν αὐτοκυριαρχία του, τὴν βαθιά του ταπεινοφροσύνη καὶ τὸν ἁγιασμὸ
τοῦ σώματος χαριτώθηκε ἀπὸ νωρὶς μὲ τὸ χάρισμα τὸ θαυματουργικό. Μὲ τὴν
προσευχή του ἐπιτυγχάνει νὰ θεραπεύει κάθε ἀρρώστια καὶ νὰ ἀποδιώκει μὲ
τὴν προσταγή του δαιμόνια. Ἡ φήμη του προσελκύει καθημερινὰ πλῆθος ἀπὸ
ἐπισκέπτες στὴ Μονή, ποὺ ἔρχονται νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του καὶ νὰ λάβουν
τὴν θεραπεία τους. Κανένας ἀπ’ τοὺς ἀρρώστους αὐτούς, ὅπως γράφει ὁ
ἄγνωστος βιογράφος του, δὲν «ἀπεπέμπετο κενὸς ἐλπίδων, ἀλλὰ πάντες τῶν
ποθούμενων δαψιλῶς ἀπολαύοντες τὰ οἰκεία κατελάμβαναν».
Ἡ
πανθομολογούμενη εὐσέβεια καὶ ἀρετή του μὰ καὶ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ
ἔκαμνε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τράβηξαν καὶ τὴν προσοχὴ τοῦ τότε ἐπισκόπου
τῆς Κυθρέας, τοῦ ἁγιωτάτου Εὐσταθίου, ποὺ τὸν κάλεσε κοντά του καὶ τὸν
χειροτόνησε ἱερέα. Στὴν θέση αὐτὴ ὁ Δημητριανὸς φρόντισε νὰ γίνει ὁ
πνευματικὸς πατέρας τῆς κοινότητός του. Καὶ τὸ πέτυχε. Τὸ πέτυχε χάρη
στὴν πνευματικὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσε, τὴν βαθιὰ εὐσέβεια, τὴν καλοσύνη, τὴν
ταπείνωση, τὴν ἀγάπη του. Σὲ πολὺ λίγο καιρὸ ἡ σεβάσμια μορφή του ἔγινε
τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος ὁλόκληρης τῆς Κυθρέας. Μὰ ἡ ὄμορφη ζωὴ τοῦ
μοναστηριοῦ τὸν τραβοῦσε. Γι’ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ χρόνια πέτυχε μὲ τὶς
ἱκεσίες του νὰ συγκινήσει τὸν εὐλαβὴ ἐπίσκοπό του καὶ νὰ πάρει ἀπὸ αὐτὸν
τὴν ἄδεια, νὰ ξαναγυρίσει στ’ ἀγαπημένο του μοναστήρι. Ὅταν ἔφτασε,
βρῆκε τοὺς μοναχοὺς νὰ κλαῖνε τὸν θάνατο τοῦ ἡγουμένου τους. Σὰν τὸν
εἶδαν, τὸ πρόσωπό τους φωτίστηκε ἀπὸ παρηγοριὰ καὶ ἡ καρδιά τους
σκίρτησε ἀπὸ ἐλπίδα. Μὲ παρακλήσεις ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ μὲ σεβασμὸ
τοῦ ζήτησαν νὰ ἀποδεχθεῖ νὰ γίνει ὁ διάδοχός του, ὁ πατέρας καὶ
προστάτης τους. Παρὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἡ ψυχὴ τοῦ Δημητριανοῦ ἔνοιωθε στὴν
ἁπλὴ καὶ μὴ διακρινόμενη ζωή, οἱ παρακλήσεις τῶν πατέρων καὶ συμμοναστῶν
του τὸν ἔπεισαν ν’ ἀποδεχθεῖ καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς.
Στὴν ὑπηρεσία αὐτὴ ὁ ἀκούραστος ἀθλητὴς ἔδωκε πάλι ὅλο τὸν ἑαυτό του. Τὸ
μοναστήρι τὴν ἐποχὴ αὐτὴ γνώρισε μέρες μεγάλης προόδου ὑλικῆς καὶ
πνευματικῆς. Ὅλοι μιλοῦσαν μὲ τὰ καλύτερα λόγια γι’ αὐτὸ καὶ οἱ
χριστιανοὶ στοὺς πνευματικούς του λόγους ἔβρισκαν τὴν γαλήνη καὶ τὴν
χαρὰ τῆς καρδιᾶς τους. Ὄαση πνευματικὴ ἔγινε γιὰ τὰ γύρω χωριὰ μὲ τὰ
λόγια τῶν πατέρων, τὴν διδασκαλία τους, τὸ παράδειγμά τους.
Τὸ
ζηλευτὸ ἔργο τῆς Μονῆς ἦλθε νὰ διακόψει ὁ θάνατος τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς
Κωνστάντιας καὶ ἡ μετάθεση σ’ αὐτὸν τοῦ ἐπισκόπου της Κυθρέας, τοῦ
ἁγίου Εὐσταθίου. Ὁ θρόνος τῆς Κυθρέας ποὺ κενώθηκε, ἔπρεπε νὰ βρεῖ τὸν
κατάλληλο ἀντικαταστάτη. Κλῆρος καὶ λαὸς στράφηκαν τώρα στὸν Δημητριανὸ
καὶ τὸν κάλεσαν νὰ διαδεχθεῖ τὸν ἱερὸ Εὐστάθιο στὸν θρόνο τῶν Χυτρῶν
(τῆς Κυθρέας).
Ἡ
φυσικὴ ἀποστροφὴ ποὺ ὁ εὐλαβὴς κληρικὸς ἔτρεφε πρὸς τὰ μεγάλα ἀξιώματα
τὸν ἔκαμαν νὰ φύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴν μονὴ καὶ ὅπως μᾶς λέγει ὁ βιογράφος
του, «καταλαβῶν τὰ βορειότερα μέρη τοῦ ὄρους, τόπον ἀποκρυβὴς ἐαυτῶ περιεσκόπει, τὸ τῆς ἀρχιεροσύνης φεύγων ἐγχείρημα».
Μὲ τὴν βοήθεια κάποιου ἐπιστήθιου φίλου τοῦ Παύλου, στὸν ὁποῖο εἶχε
φανερώσει τὸν σκοπό του, προχώρησε σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὴν θάλασσα καὶ
ἐκεῖ ἀποκρύβηκε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τὸν
ἀνακάλυψαν καὶ τὸν κάλεσαν νὰ τοὺς ἀκολουθήσει στὴν Κωνστάντια. Ὁ
οὐρανοπολίτης ἀθλητὴς ὑπάκουος, καὶ παρὰ τὴν θέλησή του παρουσιάστηκε
στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Εὐστάθιο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο
Χυτρῶν. Ἐπίσκοπο ἐνὸς θρόνου ἱστορικοῦ, ἑνὸς θρόνου ποὺ λάμπρυναν πρὶν
ἀπ’ αὐτὸν τέσσερις ἐπίσκοποι, ποὺ ἀνακηρύχτηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας
ἅγιοι.
Μὲ
τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴν χειροτονία του «ὁ λύχνος ἐτέθη ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Στὸ
πρόσωπο τοῦ Δημητριανοῦ οἱ χριστιανοὶ βρῆκαν τὸν ἄξιο ποιμένα, τὸν σοφὸ
δάσκαλο, τὸν σπλαγχνικὸ πατέρα. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων»,
ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν γνήσιο ποιμένα καὶ ἄξιο κληρικό, βρῆκαν σ’ αὐτὸν
τὸν πιστὸ καὶ ἀφοσιωμένο τηρητή. Κάτι περισσότερο. Τὰ λόγια αὐτὰ ὁ
θεοφώτιστος ἐπίσκοπος τὰ ἔκαμε σκοπὸ καὶ σύνθημα τῆς ζωῆς του. Καὶ τὰ
γεγονότα μᾶς τὸ μαρτυροῦν.
Τὴν
ἐποχὴ αὐτὴ οἱ Ἄραβες (Σαρακηνοί), ἕνας λαὸς βάρβαρος ποὺ κατοικοῦσε
στὴν Μεσοποταμία, κινήθηκαν πρὸς δυσμᾶς μέχρι τὸ νησί μας σὰν κατάρα
θεϊκὴ μὲ ἀρχηγὸ ἕναν ἄγριο δυστυχῶς Ἕλληνα ἐξωμότη ποὺ λεγόταν Δαμιανός.
Σ’ αὐτὴ τὴ ληστρικὴ ἐπιδρομὴ ποὺ ἔγινε γύρω στὸ 911 – 912 μ.Χ. καὶ ποὺ
κράτησε τέσσερις μῆνες κούρσεψαν πόλεις καὶ χωριά, καὶ ὅταν ἔφθασαν στὴν
ἐπαρχία τοῦ Ἁγίου, πῆραν μαζί τους ἑκτὸς ἀπὸ τὰ λάφυρα καὶ ἕνα μεγάλο
ἀριθμὸ αἰχμαλώτων. Τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο δὲν τὸν πείραξαν. Τὸν σεβάστηκαν.
Τοὺς αἰχμαλώτους ὅμως τοὺς πῆραν μαζί τους.
Καταλυπημένος
ὁ στοργικὸς πατέρας ποὺ ἔχανε τὰ πνευματικὰ παιδιά του, «ἀφῆκε, ὡς τὸν
καλὸ ποιμένα τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ 99 πρόβατα καὶ ἀκολούθησε τὸ ἕνα». Ἀφῆκε
τὴν ἐπαρχία του καὶ παρὰ τὰ γηρατειά του – θὰ
ἦταν τότε κάπου 77 – 78 χρόνων – πῆγε «ὀπισθότους» στὴν μακρινὴ καὶ
ἄγνωστη ἐκείνη χώρα γιὰ νὰ ἐνισχύει καὶ νὰ παρηγορεῖ τὰ σκλαβωμένα
παιδιά του.
Ἡ
ζωή του στὸν ἀφιλόξενο τόπο ἦταν μία συνεχὴς προσευχὴ καὶ ἕνας
ἀτέλειωτος θρῆνος γιὰ τοὺς χριστιανούς του. Προσεύχεται μὲ ὑπομονὴ,
ἐπιμονὴ καὶ πίστη. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε» στριφογυρίζουν συνέχεια στὸ νοῦ του. Προσεύχεται καὶ περιμένει.
Μιὰ
μέρα ἐπιζήτησε καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἀνώτατο ἄρχοντα τῶν
Ἀράβων. Μὲ θάρρος καὶ παρρησία τοῦ ἐξέθεσε τὰ μαρτύρια τῶν χριστιανῶν
ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ληστρικὴ ἐπιδρομὴ τοῦ ἐξωμότη καὶ ζήτησε τὴν
ἀπελευθέρωσή τους.
Ἡ
Κύπρος τότε εἶχε ἕνα ἰδιότυπο καθεστὼς αὐτονομίας. Πλήρωνε φόρους καὶ
στὸ Βυζάντιο καὶ στὸ Ἰσλάμ, ὅταν οἱ δυὸ αὐτὲς μεγάλες δυνάμεις τοῦ
καιροῦ ἐκείνου ἦταν ἐμπόλεμες, ἡ Κύπρος ἔπρεπε νὰ παραμένει οὐδέτερη.
Οὐδέτερη ἦταν ἡ Κύπρος καὶ ὅταν τῆς ἐπιτέθηκαν οἱ βάρβαροι.
Ἀδικαιολόγητη λοιπὸν ἡ ἐπιδρομὴ καὶ ἄδικη ἡ κατάληψη, ἡ καταστροφὴ καὶ ἡ
αἰχμαλωσία.
Τὰ λόγια τοῦ Δεσπότη καὶ τὰ δάκρυά του μαλάκωσαν τὴν καρδιὰ τοῦ ἄρχοντα τῶν Ἀράβων.
—
Σταμάτα, Δημητριανέ, τοῦ εἶπε. Τὰ λόγια σου, τὰ δάκρυα καὶ οἱ προσευχές
σου καὶ ἡ ἀγάπη σου γιὰ τοὺς συμπατριῶτες σου, τοὺς αἰχμαλώτους τῆς
Κύπρου, μᾶς ἔχουν συγκινήσει. Ἂν δὲν ἤσουνα ἐδῶ, θὰ τοὺς κρατούσαμε γιὰ
πάντα κοντά μας δούλους μας. Ἡ παρουσία σου μᾶς ἀναγκάζει νὰ δώσουμε ἕνα
τέλος στὴν αἰχμαλωσία σας. Τὰ δάκρυά σου ὡς θεϊκὴ βροχὴ μαλάκωσαν τὴν
καρδιά μας καὶ μᾶς κάμνουν νὰ πονᾶμε, ὅταν σᾶς βλέπουμε. Γι’ αὐτὸ σᾶς
ἀφήνουμε ἐλεύθερους. Πάρε τοὺς ἀνθρώπους σου καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ἐμεῖς
γιὰ ἀσφάλειά σας θὰ σᾶς συνοδέψουμε μέχρι τὸ νησί σας.
Τὸ
θαῦμα ἔγινε. Ἡ πίστη τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ προσευχές του θαυματούργησαν. Οἱ
αἰχμάλωτοι μὲ συνοδεία ξαναγύρισαν στὴν ἀγαπημένη τους πατρίδα.
Ἡ
μεγαλειώδης τούτη πράξη τοῦ Ἁγίου φέρει στὴνμνήμη μας κάποιο ἄλλο
γεγονός... Τὸ ἀναφέρουμε ἀπὸ σεβασμὸ καὶ σὰν μία πράξη δικαιοσύνης, ἀλλὰ
καὶ σὰν ἕνα μνημόσυνο. Εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ ἔχει ὡς ἥρωά του ἕναν
σύγχρονο κληρικὸ καὶ γνήσιο φίλο τῆς πολύπαθης Κύπρου μας, τὸν ἀείμνηστο
μητροπολίτη Τρίκκης Διονύσιο Χαραλάμπους. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐπικοῦ
ἀγῶνος τοῦ 40 εἶχε καὶ αὐτὸς συλληφθεῖ στὴν Μυτιλήνη ὅπου ἔμενε καὶ
ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες εἶχε μεταφερθεῖ καὶ ἐγκλεισθεῖ στὸ
στρατόπεδο τοῦ Παύλου Μελᾶ στὴν Μακεδονία. Ἀργότερα χάρη στὴν ἐπέμβαση
μερικῶν ἰσχυρῶν φίλων, ποὺ ἐνήργησαν χωρὶς νὰ τὸ ξέρει ἀφέθηκε
ἐλεύθερος, ἐνῶ οἱ συγκρατούμενοί του θὰ μεταφέρονταν στὰ χιτλερικὰ
στρατόπεδα τῆς Γερμανίας. Ὁ ἀληθινὸς κληρικός, σὰν τὸ ἔμαθε ἀπέρριψε
χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ τὸ ἄγγελμα τῆς ἐλευθερίας του καὶ μὲ προθυμία καὶ
αὐτοθυσία συγκινητικὴ ἔσπευσε ν’ ἀκολουθήσει τὸ ποίμνιό του στὴ νέα του
περιπέτεια. Τὸ ποίμνιό του, δηλαδὴ τοὺς συγκρατούμενούς του, ποὺ
γνώρισε στὸ στρατόπεδο. Τοὺς συνώδευε ἑκούσια στὴν αἰχμαλωσία, γιὰ νὰ
τοὺς παρηγορεῖ καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύει. Μερικὰ πολὺ συγκινητικὰ στιγμιότυπα
τῆς θεληματικῆς αὐτῆς δοκιμασίας του μᾶς δίνει ὁ ἀείμνηστος πατὴρ στὸ
βιβλίο του «Μάρτυρες». Μιμητὴς καὶ αὐτὸς τοῦ μεγαλόψυχου Ἁγίου μας, τοῦ
Δημητριανοῦ, ποὺ ἔζησε μέχρι τὸ τέλος μία ζωὴ θυσίας καὶ ἀρετῆς, μιὰ ζωὴ
ὑποδειγματική. Κοντὰ σ’ αὐτὸν ὅσο ζοῦσε ἔβρισκαν οἱ χῆρες καὶ τὰ
ὀρφανὰ, τὸν προστάτη. Οἱ θλιμμένοι καὶ καταδιωγμένοι, τὸν παρηγορητή. Οἱ
φυλακισμένοι καὶ ἀδικούμενοι, τὸν ἐλευθερωτή. Οἱ πονεμένοι καὶ
ἄρρωστοι, τὸν ἰατρὸ καὶ θεραπευτή. Ναί. Τὸν ἀνάργυρο θεραπευτή. Γιατί ὁ
Ἅγιος «τῷ χαρίσματι τῶν ἰαμάτων
πάσαν ἀπήλαυνε νόσον καὶ μαλακίαν... οὗ τέχνη χρώμενος ἰατρικὴ τῶν ἐξ
Ἱπποκράτους καὶ Γαληνοὺ βοηθημάτων, Χριστοῦ δὲ μόνον κλήσει καὶ τῇ τοῦ
Σταυροῦ σφραγίδι ἡ δοθεῖσα τούτῳ χάρις τῶν ἰαμάτων ἐπηκολούθει».
Ὁ σεβάσμιος ἐπίσκοπος ἀφῆκε τὸν κόσμο γύρω στὰ 915 – 916 μ.Χ. σὲ ἡλικία 81 περίπου χρόνων. Οἱ πιστοὶ μὲ δάκρυα πόνου κήδεψαν τὸ σεπτὸ σκήνωμά του. Στὸ πρόσωπό του θρήνησαν τὸν ἀκλόνητο μαχητή, τὸν ἀλύγιστο ἀγωνιστή, τὸν στοργικὸ πατέρα καὶ ἀκάματο τῆς ἀρετῆς ἀθλητή.