ἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν συνιστοῦν τὸν κατὰ μέτωπο ἀγῶνα ἐναντίον τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει πὼς ὅποιος προσπαθεῖ νὰ παλαίψει ἐναντίον τοῦ δαίμονος τῆς βλα¬σφημίας μ' αὐτὸ τὸν τρόπο μοιάζει μ' ἐκεῖνον ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ συλλάβει τὴν ἀστραπὴ μὲ τὰ χέρια του.
Διότι, λέγει, πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ συλλάβει ἢ νὰ ἀντειπεῖ ἢ νὰ παλέψει κανεὶς ἐναντίον ἐκείνου ποὺ ἔρχε¬ται στὴν καρδιὰ ξαφνικὰ σὰν ἄνεμος, ποὺ εἶναι τὰ λόγια του γρηγορό¬τερα ἀπὸ τὴν ριπὴ τοῦ ὀφθαλμοῦ καὶ ποῦ ἀμέσως γίνεται ἄφαντος;. Ἐκεῖνο ποὺ ἁρμόζει στὸ λογισμὸ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρω¬πο, εἶναι ἡ περιφρόνηση, ὄχι ἡ κατὰ μέτωπο ἀντιπαράθεση. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος συνεχίζει: Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι κλεισμένος σ' ἕνα σπίτι, ἀκούει τὰ λόγια αὐτῶν ποὺ περνοῦν ἀπ' ἔξω, χωρὶς νὰ συνομιλῆ μαζί τους. Παρομοίως καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ζῆ μὲ αὐτοσυγκέντρωση, ταράσσεται ἀκούοντας τὶς βλασφη¬μίες ποὺ προφέρει διερχόμενος ὁ διάβολος. Ὅποιος περιφρονεῖ τοῦτον τὸν δαίμονα, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ πάθος. Ὅποιος σοφίζεται νὰ ἀγωνισθῆ ἐναντίον του διαφορετικά, στὸ τέλος νικᾶται. Διότι ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ νὰ συλλαβὴ τὰ πνεύματα μὲ λόγια, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ προσπαθεῖ νὰ κλείση κάπου τοὺς ἀνέμους.
Γιὰ τοῦτο καὶ ἐμεῖς ἂς τὸν περιφρονοῦμε καὶ ἂς μὴν ὑπολογίζωμε καθόλου τὰ λεγόμενά του καὶ ἂς τοῦ λέγωμεν: Ὕπαγε ὀπίσω μου, σα-τανᾶ., Κύριον τὸν Θεόν μου προσκυνήσω καὶ αὐτῶ μόνω λατρεύσω (πρβλ. Μάτθ. δ' 10)· σοὺ δὲ ἐπιστρέψει ὁ πόνος καὶ ὁ λόγος ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου καὶ ἐπὶ τὴν κορυφήν σου ἡ βλασφημία σου καταβήσεται (Πρβλ. Ψάλμ. ζ' 17) ἐν τῷ νῦν αἰώνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι.
Πρέπει νὰ σκεπτόμαστε πὼς ἡ εὐχαρίστηση ποὺ προσφέρουν τὰ πάθη εἶναι φαινομενικὴ καὶ πρόσκαιρη. Ἡ ὑποδούλωση στὰ πάθη σκο¬τίζει τὸ νοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι ὁ δρόμος τῆς κακίας εἶναι ἐλκυ¬στικὸς καὶ εὐχάριστος. Ὅμως τὰ φαινόμενα ἐξαπατοῦν. Ὅταν λόγου χάρη κάποιος ὑποδουλωθεῖ ἀπὸ τὸ φθόνο, γίνεται πράγματι δυστυχι¬σμένος. Ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὸ καθετὶ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ φθονεῖ ἢ ποὺ θυμίζει αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Ὅμως ὅποιος ἀποτινάξει τὸ ζυ¬γό, ὁ δρόμος τῆς κακίας τοῦ φαίνεται ἐλεεινὸς καὶ ἀποκρουστικός, ἐνῷ ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εὔκολος καὶ ἀξιαγάπητος. Αὐτὸ τὸ βεβαιώνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἐνίκησαν τὰ πάθη. Ὅποιος ξερίζωσε τὸ πάθος τοῦ φθόνου, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, χαίρεται γιὰ τὸ καθετὶ ποὺ ἔχει σχέ¬ση μὲ τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο. Ὁ δρόμος τοῦ εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολος, πολὺ πιὸ ὄμορφος!
Κάθε πρόκληση, ποὺ δημιουργεῖ τὸ πάθος, μᾶς φαίνεται εὐχάριστη· «μέλι γὰρ ἀποστάζει ἀπὸ χειλέων γυναικὸς πόρνης, ἢ πρὸς καιρὸν λι¬παίνει τὸν φάρυγγα, ὕστερον μέντοι πικρότερον χολῆς εὐρήσεις καὶ ἠκονιμένον μᾶλλον μαχαίρας διστόμου». (Παροιμ. ε' 3-4).
Τὸ νὰ πολεμᾶται κανεὶς ἀπὸ τὰ πάθη δὲν εἶναι κακό. Κακὸ εἶναι τὸ νὰ παραδίδεται στὸν ἐχθρὸ ἀπὸ ἀμέλεια. Ὁ πόλεμος κατὰ τῶν παθῶν κάνει τὸν χριστιανὸ δόκιμο ἀγωνιστῆ καὶ τοῦ προσφέρει πεῖρα. Πρὸ πα¬ντὸς τὸν προφυλάσσει ἀπὸ τὸν θανάσιμο ἐχθρό τῆς σωτηρίας του, τὴν ὑπερηφάνεια. Αὐτὸς ὁ πόλεμος ἀρχίζει μὲ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχονται συνήθως οἱ πονηροὶ λογισμοί. Ἐδῶ πρέπει κανεὶς νὰ κερδίσει τὴ μάχη.
Ἀναφερόμενος στὴν καταπολέμηση τοῦ θυμοῦ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει πὼς αὐτὸ γίνεται βαθμιαία· στὴν ἀρχὴ δοκιμάζει κανεὶς ἐσωτερικὴ πικρία καὶ ὀδύνη γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ τοῦ προξενήθηκε. Κατόπιν ἀντιμετωπίζει τὴν ἀδικία χωρὶς λύπη καὶ ὑστέρα τὴ θεωρεῖ ἔπαινο. Εἶδα τρεῖς μοναχούς, λέγει, ποὺ ἐξυβρίσθησαν συγχρόνως· ὁ πρῶτος ἂπ' αὐτοὺς δαγκώθηκε καὶ ταράχθηκε, ἀλλὰ δὲν μίλησε. Ὁ δεύ-τερος χάρηκε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ λυπήθηκε γιὰ τὸν ὑβριστή, καὶ ὁ τρί-τος, ἀφοῦ ἀναλογίσθηκε τὴν ψυχικὴ βλάβη τοῦ ὑβριστοῦ, ἔχυσε πικρὰ δάκρυα. Ἔτσι ἔχεις ἐμπρός σου τὸν ἐργάτη τοῦ φόβου, τὸν μισθωτὸ καὶ τὸν ἐργάτη τῆς ἀγάπης.
Ἡ ἀρχὴ εἶναι νὰ σιωποῦν τὰ χείλη, ἐνῷ ἡ καρδιὰ βρίσκεται σὲ τα¬ραχή. Τὸ μέσον εἶναι νὰ σιωποῦν οἱ λογισμοί, ἐνῷ ἡ ψυχὴ βρίσκεται σὲ ταραχή. Κατόπιν ἀκολουθεῖ ἡ κατάσταση στὴν ὁποία στὴ θάλασσα τῆς ψυχῆς ἐπικρατεῖ μόνιμη καὶ σταθερὴ γαλήνη, ὅσο καὶ ἂν φυσοῦν οἱ ἀκάθαρτοι ἄνεμοι.
Ἡ σοφία ἀρχίζει μὲ τὸ φόβο τοῦ Κυρίου (ψάλμ. ργ/ρια' 10. Πάρ. α'7. θ ΊΟ). Ὁ φόβος καθαρίζει τὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ∙ «καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τᾶς σάρκας μου· ἀπὸ γὰρ τῶν κριμάτων σου ἐφοβήθην», ἀναφωνεῖ ὁ ψαλμῳδὸς (ψάλμ. ριη'/ριθ' 12). Διότι ἐκεῖ ὅπου κατοικεῖ ὁ φόβος, ἐκεῖ ἐγκαθίσταται ὅλη ἡ καθαρότης τῆς ψυχῆς. Καὶ κάθε πονη¬ρία καὶ ἀνίερος πρᾶξις ἀπομακρύνεται, ἀφοῦ τὰ μέλη τοῦ σώματος δὲν ἠμποροῦν λόγω τοῦ φόβου, νὰ κινηθοῦν πρὸς ἀνάρμοστους πράξεις. Διότι ὅπως αὐτὸς ποὺ ἔχει καρφωθῆ μὲ ὑλικὰ καρφιὰ καὶ κατέχεται ἀπὸ ὀδύνας, παραμένει ἀδρανής, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει κυριευθῆ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔχει τρόπον τινὰ συνδεθῆ ὡσὰν μὲ ὀδύνην μὲ τὴν ἀναμονὴ αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἀπειληθῆ, δὲν ἠμπορεῖ οὔτε τὰ μάτια νὰ χρη¬σιμοποίηση διὰ πράγματα ποὺ δὲν πρέπει, οὔτε τὰ χέρια νὰ κίνηση πρὸς πράξεις ποὺ εἶναι ἀπηγορευμέναι, οὔτε νὰ πράξη γενικὰ παρὰ τὸ καθῆκον κάτι μικρὸν ἢ καὶ μεγάλον (Μ. Βασιλ.).
Διότι ὅποιος ἔχει ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του ἐκείνη τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν καὶ πάντοτε μελετᾶ τὴν ἀπολογίαν τοῦ ἐμπρὸς εἰς τὸ δικαστή- ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ πλανηθῆ, αὐτός, ἢ καθόλου, ἢ ἐλάχιστα θὰ ἁμαρτήση, διότι τὸ ἁμαρτάνειν προέρχεται ἀπὸ ἀπουσίαν φόβου τοῦ κακοῦ ἀπὸ ἠμᾶς. Εἰς ὅσους δὲ εἶναι ζωηρὰ ἡ ἀνάμνηση τῶν ἀπειλουμέ¬νων τιμωριῶν, ὁ ἔνοικων εἰς αὐτοὺς φόβος δὲν θὰ τοὺς δώση εὐκαιρίαν νὰ περιπέσουν εἰς ἀπρόσεκτους πράξεις ἡ σκέψεις (Μ. Βασιλ.).
Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ πόθος γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπομακρύνει τὸν πιστὸ ἀπὸ καθετὶ ποὺ εἶναι ἀσυμβίβαστο μ' αὐτὸ τὸν πόθο. Ἡ αἴσθηση τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ δημιουργεῖ τὸ συναί¬σθημα τῆς ντροπῆς κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ στραφεῖ πρὸς τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου. Ὁ πιστὸς ἔχει τὴ συναίσθηση πὼς εἶναι μέλος Χριστοῦ καὶ ἐπιθυμεῖ πάντοτε τὴν ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ μέσῳ τῶν ἀρετῶν σ' αὐτὸ τὸ φρόνημα δὲν ἔχουν θέση τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη.
Ἡ νίκη κατὰ τῶν παθῶν δὲν εἶναι κάτι ἄπιαστο καὶ ἀκατόρθωτο γιὰ τὸν ἄνθρωπο· τὸ ἀποδεικνύουν οἱ μυριάδες ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ποὺ κατανίκησαν τὰ πάθη. Γι' αὐτὸ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν ἐγρήγορση καὶ συνεχῆ πνευματικὸ ἀγῶνα. Ὅμως ὁ πιστὸς δὲν ἔχει τὴ συναίσθηση πὼς σ' αὐτὸ τὸν ἀγῶνα εἶναι μόνος ἡ στηρίζεται στὶς δικές του δυνάμεις. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἀκατανίκητο ὅπλο γιὰ τὸν κα-θένα ποὺ ζεῖ συνειδητὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς ἀναφέρει πὼς ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς γίνεται μὲ τὶς ἐντολές, μὲ τὰ δόγματα καὶ μὲ τὴν πίστη. Τὰ τρία αὐτὰ πηγαίνουν μαζὶ καὶ εἶναι χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ὀρθόδοξο ἁγιοπνευματικὴ ζωή.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» - ΑΘΗΝΑ 1997