Ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, κατὰ κόσμο Ἰωάννης Πατρίκιος, γεννήθηκε στὸν οἰκισμὸ Καλύβια τῆς Ἰθάκης ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Ἄγγελο καὶ τὴν Ἁγνή.
Ὁ
Ἰωάννης σὲ μικρὴ ἡλικία ἔχασε τὴν μητέρα του. Ὁ πατέρας του νυμφεύθηκε
καὶ πάλι, ἀλλὰ ἡ μητριὰ τοῦ Ἰωάννου τὸν ταλαιπωροῦσε καὶ τὸν βασάνιζε.
Ὁ
Ἅγιος, τὰ δύσκολα αὐτὰ χρόνια, ἀσκήθηκε στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ταπείνωση,
βρίσκοντας καταφύγιο στὴν προσευχή, στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος
καὶ στὴν μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων.
Στὴν
ἐφηβική του ἡλικία ἐργάσθηκε ὡς ναυτικὸς στὸ καΐκι τοῦ πατέρα του,
προκαλώντας τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ πληρώματος γιὰ τὶς ἀρετὲς
καὶ τὸ ἦθος του.
Σὲ
κάποιο ἀπὸ τὰ ταξίδια του βρῆκε καταφύγιο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, στὴ
Μεγίστη μονὴ Βατοπεδίου κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰωακείμ.
Μὲ
τὴν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ἐπιλέγει
τὸν Ὅσιο καὶ τὸν ἀποστέλλει ἱεροκήρυκα στὴν Πελοπόννησο. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος
διδάσκει, καθοδηγεῖ, στηρίζει καὶ ἐνθαρρύνει τοὺς Ἕλληνες. Ἐπιπλέον, μὲ
τὸ καΐκι τοῦ ἐκ Κεφαλληνίας παπα-Γιάννη Μακρῆ, μεταφέρει ἀπὸ τὴν
Πελοπόννησο στὰ Ἑπτάνησα γέροντες καὶ γυναικόπαιδα, σώζοντάς τους ἀπὸ
τὶς ἐπιδρομὲς τοῦ Ἰμπραήμ.
Περὶ
τὸ 1827 ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ φθάνει στὴν ἀγγλοκρατούμενη πατρίδα του Ἰθάκη.
Γιὰ 49 χρόνια διακονεῖ μέσα στὸν κόσμο καὶ προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία,
τὴν πλάνη, τὴν αἵρεση. Ἀναφέρονται περιπτώσεις ποὺ ὁ Ἅγιος προσευχόταν
καὶ βρισκόταν ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, πλημμυρισμένος ἀπὸ οὐράνιο φῶς. Ὁ
Θεὸς τοῦ χαρίζει τὸ διορατικὸ χάρισμα καὶ ἔτσι γίνεται ὁ σύμβουλος, ὁ
παιδαγωγὸς ἐν Χριστῷ καὶ ὁ ἰατρὸς τῶν Ἰθακησίων.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1868.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1868.