Στο κήρυγμά του ο Θεοφιλέστατος αναφέρθηκε στο χρονικό της περιόδου της Εικονομαχίας, η οποία συνετάραξε την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για δύο αιώνες. Οι Ορθόδοξοι πολεμήθηκαν και διώχθηκαν, πολλοί εκ των οποίων είχαν μαρτυρικό τέλος, ομολογώντας την αλήθεια.
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τους εικονομάχους και αποφάσισε :
Α) ότι μπορούμε να αναπαριστούμε τον Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό, καθώς Εκείνος έγινε άνθρωπος. Β) τιμούμε, προσκυνούμε και λατρεύουμε μόνον τον Τριαδικό Θεό. Την Υπεραγία Θεοτόκο και τους λοιπούς Αγίους, τους τιμούμε. Γ) όταν προσκυνούμε μια εικόνα, δεν προσκυνούμε ούτε το ξύλο, ούτε τα χρώματα με τα οποία είναι φτιαγμένη. Προσκυνούμε το εικονιζόμενο πρόσωπο. Δ) ο Θεός, με τις πρεσβείες του Αγίου που εικονίζεται σε μια εικόνα, θαυματουργεί. Ε) τα ιερά λείψανα των Αγίων δεν είναι σωρός από κόκαλα που πετάμε. Είναι ναοί και κατοικητήρια του Παναγίου Πνεύματος και θαυματουργούν. Τέτοια άφθαρτα λείψανα είναι του Αγίου Σπυρίδωνος και της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας, που βρίσκονται, χάριτι Θεού, στην Κέρκυρα. Εκείνη που επικύρωσε αργότερα τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου ήταν η Αγία Θεοδώρα η Αυγούστα, που πολεμήθηκε από τον ίδιο τον σύζυγό της, τον αυτοκράτορα Θεόφιλο.
Καταλήγοντας ο κ. Αντώνιος ευχήθηκε με τις πρεσβείες των Αγίων Σπυρίδωνος Τριμυθούντος και Θεοδώρας της Αυγούστης, αλλά και με τις πατρικές ευχές του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκταρίου, να μας αξιώσει ο Θεός να γίνουμε και εμείς ζωντανές εικόνες του Χριστού, δηλαδή να κατοικεί το Πανάγιο Πνεύμα μέσα μας, ώστε να βιώσουμε την μακαρία ζωή της Βασιλείας των Ουρανών.