π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Η
εποχή μας χαρακτηρίζεται από μία διάχυτη απαισιοδοξία. Μόνο τα παιδιά
και οι έφηβοι, οι οποίοι είναι στραμμένοι στον δικό τους κόσμο, κρατούνε
μία νότα ευχάριστης αφέλειας που τους οδηγεί στο να είναι ήσυχοι για το
μέλλον τους.
Οι υπόλοιποι έχουμε μέσα μας μία κρυφή ή μία φανερή αγωνία
για το τι μέλλει γενέσθαι. Παρότι ο πολιτισμός μας μάς κρατά δεμένους
με το σήμερα, χάρις στην δύναμη της τεχνολογίας, τις πολλαπλές επιλογές ο
χρόνος μας να γεμίζει με την βοήθεια των ΜΜΕ και του Διαδικτύου, για να
μην προλαβαίνουμε ούτε να βαρεθούμε ούτε να σκεφτούμε, εντούτοις στο
βάθος της ύπαρξής μας μνήμες, συγκρίσεις, λογισμοί δεν μας επιτρέπουν να
είμαστε αισιόδοξοι για το αύριο. Είτε η κρίση, είτε η ανεργία, είτε η
υγεία, είτε η αγωνία για τα παιδιά μας, είτε ο θάνατος που χωρίς να το
καταλαβαίνουμε πλησιάζει, φανερά ή αδιόρατα, καθώς προχωρούμε εν χρόνω,
μας κάνουν να δυσκολευόμαστε να χαμογελάσουμε, να ηρεμήσουμε, να
κοιμηθούμε. Η μελαγχολία επιτείνεται από το γεγονός ότι δυσκολευόμαστε
να αγαπήσουμε, με την έννοια του να βγούμε από τον εαυτό μας. Να
αφεθούμε στις σχέσεις μας τόσο με τον Θεό όσο και τον πλησίον μας, μια
και το πρότυπο ζωής το οποίο έχουμε υιοθετήσει είναι εγωκεντρικό. Οι
άλλοι πρέπει να έρθουν σε μας. Οι άλλοι πρέπει να μας αγαπήσουν για την
μοναδικότητά μας. Και όσο δεν το βλέπουμε αυτό, τόσο αρνούμαστε να τους
αγαπήσουμε. Αρνούμαστε να γίνουμε «τα κορόιδα» που προσφέρουν και
προσφέρονται, που κουράζονται για να μην λαμβάνουν τίποτα.
Σ’ αυτή την περίοδο της απαισιοδοξίας έρχεται η Εκκλησία μας να
αντιτάξει την ευλογία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Να ζητήσει από εμάς να
αναφωνήσουμε μαζί με τον απόστολο Παύλο: «νυν εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν» (Ρωμ. 13,11).
«Τώρα η τελική σωτηρία βρίσκεται πιο κοντά μας παρά τότε που
πιστέψαμε». Η Εκκλησία έρχεται να μοιραστεί μαζί μας την αισιοδοξία που
αυτή η περίοδος φέρνει, παρότι για πολλούς, επειδή προηγείται ο βαρύς
κόπος της νηστείας, της προσευχής, της εγκράτειας, του αγώνα εναντίον
της κατάκρισης, υπάρχει ένα αίσθημα πένθους και σχετικής μελαγχολίας.
Δεν είναι όμως έτσι. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή δεν είναι μόνο στροφή στον
εαυτό μας, προτροπή για σχετική ησυχία μέσα από τις ωραίες ακολουθίες,
στις οποίες δεν δεσπόζουν τόσο οι μελωδίες των ύμνων, αλλά ο λόγος διά
των αναγνωσμάτων. Είναι και μία γλυκιά χαρά, η οποία πηγάζει και από
τον αποστολικό λόγο.
Σωζόμαστε από την απαισιοδοξία των καιρών μας διότι αισθανόμαστε στην
εκκλησιαστική ζωή ότι ο Θεός είναι Αυτός που μας μας σώζει! Αυτόν
αναζητούμε στην Σαρακοστή. Αυτόν που έγινε άνθρωπος για μας και είδε τα
βάσανα και τους κόπους μας, την ήττα μας από την αμαρτία, τον διάβολο,
την φθορά, τον θάνατο και συνέπαθε με μας. Άφησε και Αυτός τον εαυτό Του
να ηττηθεί από τον πόνο και τον θάνατο, αλλά μας έδειξε ότι πιστεύοντας
δεν νικιόμαστε από την αμαρτία. Γιατί αυτή είναι που μας καταβάλλει. Το
να μην πράττουμε το θέλημα του Θεού, το να μην αγαπούμε τους ανθρώπους,
το να μην χαιρόμαστε που ο Θεός είναι κοντά μας, όσο βάρος κι αν
προσθέτουν οι περιστάσεις της ζωής. Το να μην γευόμαστε την χάρη της
μετάνοιας, που αλλάζει την ζωή μας. Το να μην είμαστε ενταγμένοι στην
ζωή της Εκκλησίας, αλλά να βλέπουμε την πίστη ως μία ιδεολογική
πεποίθηση, η οποία υπάρχει για το άτομό μας, όχι όμως για να μας κάνει
να συναντούμε τους άλλους, για να τους αγαπήσουμε και να τους
συγχωρήσουμε.
Σωζόμαστε από την απαισιοδοξία των καιρών μας όταν φεύγουμε από το χτες,
από το «τότε που πιστέψαμε», αλλά και από κάθε χτες. Από όσα χάσαμε και
θα θέλαμε να ξανα-έχουμε. Από τα όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν. Από τις
σχέσεις που δεν προχώρησαν. Από τα λάθη που δεν αποφύγαμε. Από τα «και
αν» που μας καθηλώνουν στο παρελθόν και από τα «γιατί;» που δεν μας
αφήνουν να δούμε ότι η ζωή είναι πορεία. Ότι δεν είναι ο θάνατος στον
οποίο πλησιάζουμε, αλλά ο Χριστός που μας περιμένει για να μας δώσει την
ανάσταση και την ζωή. Ότι οι άλλοι δεν είναι αυτοί που μας υπονομεύουν,
οι εχθροί μας, ακόμη κι αν φέρονται έτσι, αλλά αυτοί που καλούμαστε να
κερδίσουμε με την αγάπη, με την καλοσύνη, με την ευγένεια, την υπομονή.
Με τον τρόπο δηλαδή της αρετής και όχι την εκδίκηση και το αίσθημα της
δικαιοσύνης. Ή, εκεί όπου δεν υπάρχει άλλος δρόμος, μέσα από τις
δυνατότητες που η κοινωνία μας μάς δίνει, χωρίς όμως κακία και εμπάθεια.
Οι εμπειρίες του χτες είναι πολύτιμη πρώτη ύλη, όχι για να μας
καθηλώσουν, αλλά για να μας απελευθερώσουν. Και αυτό μπορεί να γίνει
μόνο μέσα από την πίστη και την ζωή της Εκκλησίας.