Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

.

.
Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.
Μέσα απ΄αυτές τις σελίδες που ακoλουθούν θέλω να μάθει όλος ο κόσμος για Τους Αγίους, τις Εκκλησιές και τα Μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Μπορείτε να μου στείλετε την Ιστορία του Ναού σας ή του Μοναστηρίου σας όπως και κάποιου τοπικού Αγίου/ας της περιοχής σας nikolaos921@yahoo.gr

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης
κάνετε κλικ στην φωτογραφία

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Το φύλλο της συκής.

b3Χα­ρι­σμέ­νο
σὲ ὅ­σους
βα­φτί­ζουν
τὸν πό­λε­μο 
ἀν­θρω­πι­στι­κὴ
ἐ­πι­χεί­ρη­ση.

π. Δημητρίου Μπόκου
Μὲ τὰ τε­λευ­ταῖ­α λό­για τοῦ βα­σι­λιὰ Γό­μερ οἱ ἀρ­χη­γοὶ ὕ­ψω­σαν τὰ ξί­φη τους καὶ οἱ πο­λε­μι­στὲς ἐ­πευ­φή­μη­σαν τὸν βα­σι­λιά τους. Μὰ ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος Ρό­μαν δὲν τοὺς μι­μή­θη­κε. Ἀ­κούμ­πη­σε τὸ χέ­ρι στὴ λα­βὴ τοῦ ξί­φους του, μά, σὰν κά­τι νὰ τὸν κρά­τη­σε, στα­μά­τη­σε ἐ­κεῖ. Οἱ ἄν­τρες του, βλέ­πον­τας τὸν δι­σταγ­μό του, ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί.
Ὁ σαλ­πιγ­κτὴς ἔ­φε­ρε τὸ στρι­φτὸ βού­κι­νο στὸ στό­μα του. Ἕ­νας βα­θὺς ἦ­χος ἁ­πλώ­θη­κε στὴν κοι­λά­δα καὶ σύγ­και­ρα ὁ στρα­τός, σὰν γι­γάν­τιο σῶ­μα, κι­νή­θη­κε μπρο­στά. Ἡ πα­νί­σχυ­ρη στρα­τιὰ τῆς με­γά­λης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ξε­κι­νοῦ­σε γιὰ τὴ νέ­α της ἀ­πο­στο­λή.

Ὁ Ρό­μαν σπι­ρού­νι­σε τὸ ἄ­λο­γό του βα­ρύ­θυ­μος. Γύ­ρω του ὑ­ψω­νό­ταν μιὰ βου­ε­ρὴ σύγ­χυ­ση, κα­θὼς τὰ ποι­κί­λα σώ­μα­τα προ­χω­ροῦ­σαν ἀρ­γὰ μὲ τὸν βα­ρὺ ὁ­πλι­σμό τους. Στὰ κον­τά­ρια τους, ἴ­διο κι­νού­με­νο δά­σος, ἀ­νέ­μι­ζαν λευ­κὰ τρι­γω­νι­κὰ φλάμ­που­ρα μὲ ἔμ­βλη­μα στὴ μέ­ση τὸν σταυ­ρό. Προ­η­γοῦν­ταν ἱπ­πεῖς, ἐ­νῶ το­ξό­τες σὲ πυ­κνὰ τμή­μα­τα κά­λυ­πταν τὰ πλα­ϊ­νὰ καὶ τὰ νῶ­τα. Ἑ­κα­τον­τά­δες ὑ­πο­ζύ­για καὶ ἅ­μα­ξες ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν ξο­πί­σω μὲ ἐ­φό­δια γιὰ πο­λύ­μη­νη ἐκ­στρα­τεί­α.
Ἁ­πλω­μέ­νο στὴν πλα­τειὰ κοι­λά­δα τὸ με­γά­λο στρά­τευ­μα φάν­τα­ζε ὑ­πο­βλη­τι­κό. Μὰ ὁ Ρό­μαν ἔ­βλε­πε μὲ βα­θὺ σκε­πτι­κι­σμὸ τὸ με­γα­λό­πρε­πο θέ­α­μα ποὺ θὰ χα­νό­ταν σὲ λί­γο, ὅ­ταν ἡ ἁ­πλο­χω­ριὰ θά ’­δι­νε τὴ θέ­ση της σὲ στε­νω­ποὺς καὶ ὑ­πώ­ρει­ες. Δὲν ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὴν ἰ­σχύ τους. Οὔ­τε ὁ ἴ­διος ἦ­ταν δει­λός. Εἶ­χε δεί­ξει τὴν ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τη ἀ­ξί­α του, ὅ­σες φο­ρὲς ἡ πα­τρί­δα του βρέ­θη­κε σὲ κίν­δυ­νο.
Μὰ τώ­ρα ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὸν σκο­πό τους. Ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α δὲν βρι­σκό­ταν σὲ κίν­δυ­νο. Ἦ­ταν πιὰ πα­νί­σχυ­ρη. Εἶ­χε ὑ­πο­τά­ξει τοὺς λα­οὺς ποὺ τὴν ἐ­πι­βου­λεύ­τη­καν. Ποῦ πή­γαι­ναν;
Στὴν ἄλ­λη σχε­δὸν ἄ­κρη τῆς γῆς. Ὁ Γό­μερ εἶ­χε μά­θει πὼς κα­τοι­κοῦ­σε ἐ­κεῖ ἕ­νας λα­ός. Μι­κρὸς μπρο­στὰ στὴ με­γά­λη αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Οὔ­τε πο­λε­μο­χα­ρής, οὔ­τε ἐ­χθρι­κὸς μα­ζί τους. Μὰ οὔ­τε καὶ πρό­θυ­μος νὰ ὑ­πο­τα­χθεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Προ­τι­μοῦ­σε νὰ ζεῖ ἐ­λεύ­θε­ρος.
Ὁ Γό­μερ ὅ­μως ἦ­ταν ὁ με­γά­λος βα­σι­λιάς. Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας. Ὁ ἐ­κλε­κτὸς τοῦ Θε­οῦ. Θε­ω­ροῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό του κυ­ρί­αρ­χο τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Μὲ ἐ­ξου­σί­α δο­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Καὶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ τί ἄλ­λο θά ’­ταν ἀ­π’ τὸ νὰ βα­σι­λεύ­ει ὁ με­γά­λος βα­σι­λιὰς σ’ ὅ­λη τὴ γῆ; Στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ λοι­πὸν ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α θὰ ἔ­βα­ζε τώ­ρα τὰ πράγ­μα­τα στὴ θέ­ση τους.
Ὁ πα­λαί­μα­χος Ρό­μαν πο­ρευ­ό­ταν σι­ω­πη­λὸς καὶ σκε­πτό­ταν. Ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α τοῦ Γό­μερ τὸν ἔ­κα­νε νὰ ἀν­τι­δρᾶ. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὰ βά­λει μ’ ἕ­να λα­ό, ποὺ θὰ πο­λε­μοῦ­σε γιὰ τὴ γῆ του καὶ τὰ παι­διά του. Ποι­ὸς Θε­ὸς θὰ εὐ­λο­γοῦ­σε τέ­τοι­ον πό­λε­μο;
Γιὰ βδο­μά­δες ὁ­λό­κλη­ρες ἡ με­γά­λη στρα­τιὰ ἅ­πλω­νε τὴν ἀ­πει­λη­τι­κή της πα­ρου­σί­α σὲ βου­νὰ καὶ πε­διά­δες, ὥ­σπου ἔ­φτα­σε κά­πο­τε ἀ­πέ­ναν­τι στὰ κά­στρα τῆς μι­κρῆς χώ­ρας. Ὁ λα­ός της ἀν­τί­κρυ­σε τὸν στρα­τὸ τῆς με­γά­λης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, μὰ δὲν τό ’­βα­λε κά­τω. Ἡ ἀ­γά­πη γιὰ τὴν πα­τρί­δα καὶ τὴ λευ­τε­ριὰ ἔ­κα­με ἀ­τσά­λι τὴν καρ­διά τους.
Κι ἔ­τσι πι­ά­στη­κε ὁ πό­λε­μος. Μῆ­νες κρά­τη­σε, μὰ τὰ ὀ­χυ­ρὰ τοῦ μι­κροῦ λα­οῦ ἄν­τε­χαν. Ὁ χει­μώ­νας ἔ­φτα­σε. Οἱ μα­χη­τὲς τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ἔ­χα­ναν τὸ ἠ­θι­κό τους. Ἄρ­χι­σαν τὴ γκρί­νια.
-  Για­τί πο­λε­μᾶ­με αὐ­τὸν τὸν λα­ό; Σὲ τί μᾶς ἔ­φται­ξε; Αὐ­τοὶ πο­λε­μοῦν γιὰ τὰ παι­διά τους. Ἦρ­θαν τὰ Χρι­στού­γεν­να. Ἐ­μεῖς πῶς θὰ τὰ γι­ορ­τά­σου­με χω­ρὶς τὰ παι­διά μας; Για­τί ἤρ­θα­με τό­σο μα­κριά;
Ὁ στρα­τη­γὸς προ­σπά­θη­σε νὰ τοὺς το­νώ­σει. Τοὺς μά­ζε­ψε καὶ τοὺς μί­λη­σε. Τοὺς θύ­μι­σε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος στρα­τὸς τῆς γῆς. Κι ὁ βα­σι­λιάς τους αὐ­το­κρά­το­ρας τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Καὶ ὅ­λοι οἱ λα­οὶ πρέ­πει νὰ προ­σκυ­νοῦν τὸν με­γά­λο βα­σι­λιά. Καὶ θέ­λη­μα Θε­οῦ εἶ­ναι νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ποὺ τοὺς τα­λαι­πω­ρεῖ τό­σον και­ρὸ μὲ τὸ πεῖ­σμα του νὰ μὴν προ­σκυ­νᾶ.
-  Στ’ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, λοι­πόν, σᾶς τοὺς πα­ρα­δί­δω στὰ χέ­ρια σας καὶ στὸ σπα­θί σας!
Καὶ μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ στρα­τη­γὸς ἐ­πευ­φή­μη­σε τὸν βα­σι­λιά τους. Τὸν μι­μή­θη­καν κάμ­πο­σοι, μὰ οἱ πολ­λοὶ δὲν ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν.
-  Νά, πῶς ὁ σταυ­ρὸς γί­νε­ται σύμ­βο­λο τοῦ μί­σους! σκέ­φτη­κε ἀ­κό­μα πιὸ βα­ρύ­θυ­μος ὁ Ρό­μαν. Αὐ­τὸς ὁ πό­λε­μος εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­νή­θι­κος.
Ὁ στρα­τη­γὸς ὅ­ρι­σε ἡ τε­λι­κὴ ἕ­φο­δος νὰ γί­νει τὴ νύ­χτα τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ποὺ δὲν θὰ πε­ρί­με­νε ἐ­πί­θε­ση κα­νέ­νας. Χρι­στια­νοὶ μέ­σα, Χρι­στια­νοὶ ἔ­ξω, θὰ γι­όρ­τα­ζαν Χρι­στού­γεν­να ἀν­τὶ νὰ πο­λε­μοῦν. Τὴ νύ­χτα ποὺ γεν­νι­ό­ταν ὁ Χρι­στὸς φέρ­νον­τας τὴν ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη, ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α θ’ ἀ­φά­νι­ζε στ’ ὄ­νο­μά Του τὸν μι­κρὸ λα­ό.
Ἔ­τσι κι ἔ­γι­νε.
Τὴν ὁ­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα τῆς ἅ­γιας νύ­χτας ἄρ­χι­σε ἡ ἐ­πί­θε­ση. Ὁ στρα­τη­γὸς δὲν εἶ­χε γε­λα­στεῖ. Ὁ πο­λὺς κό­σμος ἦ­ταν στὶς ἐκ­κλη­σι­ὲς γιὰ νὰ λει­τουρ­γη­θεῖ καὶ νὰ πα­ρα­κα­λέ­σει γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Λί­γοι μα­χη­τὲς ἦ­ταν στὰ τεί­χη. Μὰ κι αὐ­τοὶ πο­λέ­μη­σαν γεν­ναῖ­α. Ἀλ­λὰ κά­πο­τε λύ­γι­σαν. Οἱ πύ­λες πα­ρα­βι­ά­στη­καν. Οἱ εἰ­σβο­λεῖς ὅρ­μη­σαν στὴν πό­λη. Λε­η­λα­σί­α καὶ φω­τιὰ ἀν­τά­μα ἄρ­χι­σαν τὸ μα­κά­βριο ἔρ­γο τους.
Καὶ ὁ Ρό­μαν; Τί ἔ­γι­νε; Ποῦ βρι­σκό­ταν;
Μὲς στὸ σκο­τά­δι καὶ τὴ σύγ­χυ­ση οἱ ἄν­δρες του ἀ­πὸ τὸ δε­ξιὸ κέ­ρας ὅ­που βρί­σκον­ταν, πλα­γι­ο­δρό­μη­σαν ἀ­θό­ρυ­βα καὶ ἀ­θέ­α­τοι βγῆ­καν ἀ­π’ τὸ πε­δί­ο τῆς μά­χης. Κα­θη­λω­μέ­νοι σ’ ἕ­να χα­μη­λὸ κοί­λω­μα κον­τὰ στὰ τεί­χη πε­ρί­με­ναν, ὥ­σπου ἡ πρώ­τη πύ­λη ὑ­πο­χώ­ρη­σε.
Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ φά­λαγ­γα τό­τε στὸ σύν­θη­μα τοῦ Ρό­μαν ὅρ­μη­σε τα­χύ­τα­τα, σὰν βέ­λος, μπρο­στά. Προ­χώ­ρη­σαν μὲς ἀ­π’ τὶς φλό­γες ποὺ ἀγ­κάλι­α­ζαν τὰ πρῶ­τα σπί­τια. Δι­έ­σχι­σαν γορ­γά τοὺς σκο­τει­νοὺς ἔ­ρη­μους δρό­μους, ὥ­σπου ἔ­φτα­σαν στὴν πρώ­τη ἐκ­κλη­σιά. Ὁ Ρό­μαν ὑ­πο­λό­γι­ζε, σω­στὰ ὅ­πως φά­νη­κε, πὼς ὅ­λοι θὰ βρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ. Φω­τει­νὲς ἀν­ταύ­γει­ες ξε­χεί­λι­ζαν ἀ­π’ τὰ χρω­μα­τι­στά της πα­ρά­θυ­ρα γλυ­καί­νον­τας τὴν πα­γω­νιὰ τῆς μά­χης καὶ τοῦ σκο­τα­διοῦ.
Στὴν πλα­κό­στρω­τη αὐ­λὴ ἀν­τή­χη­σαν τὰ πο­δο­βο­λη­τὰ ἀν­θρώ­πων καὶ ἀ­λό­γων. Ὁ Ρό­μαν πρό­βα­λε στὴν εἴ­σο­δο. Σύγ­και­ρα μιὰ μυ­ρι­ό­στο­μη κραυ­γὴ ἀ­π’ τὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος ἔ­τρε­ψε τὴν πα­ρή­γο­ρη ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κης λει­τουρ­γί­ας σὲ θρῆ­νο. Οἱ μη­τέ­ρες ἔσφι­ξαν στὰ στή­θη τὰ μω­ρά τους. Βι­βλι­κὸ δέ­ος πλημ­μύ­ρι­σε τὰ πάν­τα. «Φω­νὴ ἐν Ρα­μὰ ἠ­κού­σθη, θρῆ­νος καὶ κλαυθ­μὸς καὶ ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς». Τὸ κλά­μα τῆς Ρα­χὴλ γιὰ μιὰ φο­ρὰ ἀ­κό­μα ὑ­ψώ­θη­κε ὣς τὰ με­σού­ρα­να. Τὰ βλέμ­μα­τα ὅ­λων, ἀλ­λοι­ω­μέ­να ἀ­π’ τὸν τρό­μο, στρά­φη­καν πρὸς τὴν πόρ­τα.
Μὰ εἶ­δαν τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο μὲ τὴν πε­ρι­κε­φα­λαί­α στὸ χέ­ρι νὰ κά­νει μό­νο τὸν σταυ­ρό του. Δί­πλα του οἱ πο­λε­μι­στὲς ἔ­κα­ναν τὸ ἴ­διο.
-  Δὲν θὰ γι­νό­μου­να πο­τὲ Ἡ­ρώ­δης! Θὰ σᾶς προ­στα­τέ­ψω! Μὴ φο­βά­στε! εἶ­πε μο­νά­χα ὁ Ρό­μαν ση­κώ­νον­τας γιὰ κα­θη­συ­χα­σμὸ τὸ χέ­ρι του καὶ βγῆ­κε.
Ἄ­φη­σε μιὰ ὁ­μά­δα γιὰ τὴν προ­στα­σί­α τους καὶ μὲ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους ἄν­δρες του προ­χώ­ρη­σε. Οἱ εἰ­σβο­λεῖς βρῆ­καν στὴν εἴ­σο­δο κά­θε να­οῦ τοὺς ὁ­πλι­σμέ­νους ἐ­πί­λε­κτους τοῦ Ρό­μαν. Γνώ­ρι­ζαν ὅ­λοι τὴν ἀ­ξί­α τους. Δί­στα­σαν νὰ ἐμ­πλα­κοῦν σὲ ἐμ­φύ­λια σύρ­ρα­ξη. Δὲν ἦ­ταν ἄλ­λω­στε καὶ τό­σο πε­ρή­φα­νοι γι’ αὐ­τὸν τὸν πό­λε­μο. Ὁ πλη­θυ­σμὸς σώ­θη­κε.
Ξη­μέ­ρω­νε σχε­δόν, ὅ­ταν ὁ στρα­τη­γὸς ἔμ­παι­νε στὴ λε­η­λα­τη­μέ­νη πό­λη. Ἡ εἴ­δη­ση γιὰ τὴ δρά­ση τοῦ Ρό­μαν εἶ­χε ἁ­πλω­θεῖ κι­ό­λας παν­τοῦ. Ὁ στρα­τη­γὸς τὸν κά­λε­σε πά­ραυ­τα σὲ ἀ­πο­λο­γί­α.
-  Ἑ­κα­τόν­ταρ­χε Ρό­μαν! Πα­ρά­δω­σε ἀ­μέ­σως τὸ σπα­θί σου καὶ ἐ­ξή­γη­σέ μας για­τί ἀ­ψή­φη­σες τὸ θέ­λη­μα τοῦ με­γά­λου βα­σι­λιᾶ.
-  Ἀ­κό­μα καὶ στὸν πό­λε­μο ὑ­πάρ­χουν κα­νό­νες! εἶ­πε ὁ Ρό­μαν προ­χω­ρών­τας θαρ­ρε­τὰ μπρο­στὰ ἀ­π’ τὸ στρά­τευ­μα καὶ ρί­χνον­τας τὴ ζώ­νη μὲ τὸ ξί­φος του στὰ πό­δια τοῦ στρα­τη­γοῦ. Δὲν πρέ­πει νὰ κυ­ρια­ρχεῖ μό­νο ὁ νό­μος τῆς δύ­να­μης. Πο­τὲ δὲν ἀ­τί­μω­σα τὸ σπα­θί μου μὲ ἐγ­κλή­μα­τα καὶ δὲ θὰ τό ’­κα­να τώ­ρα!
-  Γιὰ ποι­ὰ ἐγ­κλή­μα­τα μι­λᾶς, ἑ­κα­τόν­ταρ­χε;
-  Γιὰ τὸν ἀ­νέν­τι­μο πό­λε­μο ποὺ κά­νου­με τώ­ρα, στρα­τη­γέ μου. Ὁ ἀ­ναί­τιος ἀ­φα­νι­σμὸς ἑ­νὸς λα­οῦ εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα. Ὁ με­γά­λος βα­σι­λιάς, ἀλλὰ καὶ κά­θε ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος νὰ ἐγ­κλη­μα­τεῖ ἄραγε; Ἔστω πὼς εἶναι! Μὰ ὅ­ταν φορ­τώ­νει τὸ ἔγ­κλη­μά του στὴν πλά­τη τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ ξε­φορ­τω­θεῖ ὁ ἴ­διος τὴν εὐ­θύ­νη, δὲν ἐγ­κλη­μα­τεῖ δι­πλά; Κα­νέ­νας, μὰ κα­νέ­νας δὲν ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα, οὔ­τε κι ὁ βα­σι­λιάς, νὰ κά­νει τὰ ἐγ­κλή­μα­τά του στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν πο­τὲ κά­τω ἀ­π’ αὐ­τὸ τὸ φύλ­λο τῆς συ­κῆς νὰ κρύ­ψει κά­ποι­ος πραγ­μα­τι­κὰ τὴ γύ­μνια του; Καὶ ὑ­πάρ­χει ἄ­ρα­γε χει­ρό­τε­ρη βλα­στή­μια τοῦ Θε­οῦ ἀ­π’ αὐ­τήν; Πα­ρα­μορ­φώ­σα­με τὴν εἰ­κό­να του. Σβή­σα­με τὴν ἀ­γά­πη ἀ­π’ τὴ μορ­φή του καὶ βά­λα­με στὸ χέ­ρι του μα­χαί­ρι. Τὸν θέ­λου­με κι Αὐ­τὸν νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὰ σχέ­διά μας, ὅ­ποι­α κι ἂν εἶ­ναι!
…Ὁ Ρό­μαν μί­λη­σε πα­ρά­τολ­μα. Πα­γε­ρὴ σι­γὴ ἁ­πλώ­θη­κε στὸ στρά­τευ­μα. Οἱ στιγ­μὲς ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν ἦ­ταν δρα­μα­τι­κές. Μὰ ὁ στρα­τη­γὸς δὲ βι­ά­στη­κε ν’ ἀ­παν­τή­σει. Ζύ­γι­ζε τὴν κα­τά­στα­ση. Γνώ­ρι­ζε τὸν γεν­ναῖ­ο Ρό­μαν καὶ ἤ­ξε­ρε πό­σο βα­θιὰ τὸν ἐ­κτι­μοῦ­σε ὁ στρα­τός του.
-  Πά­ρε τὸ σπα­θί σου, ἑ­κα­τόν­ταρ­χε! εἶ­πε στὸ τέ­λος. Δὲν εἴ­μα­στε βάρ­βα­ροι καὶ θὰ τὸ ἀ­πο­δεί­ξου­με. Ἔ­χου­με ἀ­κό­μα τὸν και­ρὸ νὰ φτι­ά­ξου­με μιὰ νέ­α σχέ­ση μὲ τὸν λα­ὸ αὐ­τό. Ἂς ξα­να­χτί­σου­με τὴν πό­λη τους πρὶν φύ­γου­με. Ἂς μᾶς θυ­μοῦν­ται φί­λους καὶ ὄ­χι ἐ­χθρούς.
Ἀ­λα­λαγ­μὸς χα­ρᾶς ὑ­ψώ­θη­κε γιὰ τὴ δι­καί­ω­ση τοῦ Ρό­μαν…
-  …αὐ­τὰ γι­νόν­του­σαν, παι­δί μου, τὸν πα­λιὸ και­ρό! ἔ­λε­γε ὁ παπ­ποὺς τε­λει­ώ­νον­τας τὴν ἱ­στο­ρί­α του.
antiyli.gr@gmail.com " >Μὰ μέ­χρι σή­με­ρα δὲν ἔ­λει­ψαν πο­τὲ οἱ ἀ­λα­ζό­νες ἄν­θρω­ποι. Ποὺ πο­λε­μᾶ­νε τά­χα­τες γιὰ τὸ κα­λὸ καὶ γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Μὰ στὴν οὐ­σί­α κα­πη­λεύ­ον­ται τὸ ὄ­νο­μά Του γιὰ νὰ κα­λύ­πτουν τὰ ἐγ­κλή­μα­τά τους.
Νὰ ὑ­πάρ­χουν ἄ­ρα­γε καὶ  οἱ γεν­ναῖ­οι Ρό­μαν ποὺ ξε­σκε­πά­ζουν τὸ κα­κό;
…Φαν­τά­ζο­μαι πὼς ναί, …μιὰ καὶ δὲν ἔ­σβη­σε ὁ Θε­ὸς τὸν κό­σμο αὐ­τὸν ἀ­κό­μα…