να γνωρίζουμε
όσο και να τιμούμε
το παρελθόν μας.
Γιατί η λησμονιά
είναι έγκλημα.
Εικόνες και αναφορές σε ιστορικά γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την πόλη του Πειραιά την περίοδο των βομβαρδισμών 1940 – 1944, παρουσίασε την Παρασκευή 23 Οκτωβρίου ο ιστορικός ερευνητής Στέφανος Μίλεσης, συγγραφέας και Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς στο πλαίσιο του προγράμματος «Ενορία εν δράσει...».
Με τον τίτλο «Από την Ιστορία της πόλης μας» ο κ.Μίλεσης ξεκίνησε την εισήγησή του μιλώντας αρχικά για τους ιταλικούς βομβαρδισμούς οι οποίοι «από την πρώτη κιόλας ημέρα προσπάθησαν να πλήξουν την πόλη του Πειραιά».
Αναφέρθηκε στις προσπάθειες προετοιμασίας και άμυνας, τόσο του τότε Δημάρχου Πειραιώς, όσο και άλλων προσωπικοτήτων «χωρίς πολλές φορές αυτές οι προετοιμασίες να γίνονται αντιληπτές από τους πειραιώτες» και θέλοντας να επισημάνει «το άστοχο των ιταλικών επιδρομών» τόνισε: «Όταν ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες του βομβαρδισμού του λιμανιού, οι Ιταλοί εξεπλάγησαν από τις διασταυρούμενες αντιαεροπορικές βολές που προστάτευαν το λιμάνι και τις εγκαταστάσεις του. Γι' αυτό και οι απόπειρες των Ιταλών να βομβαρδίσουν τον Πειραιά ήταν πάντοτε βιαστικές και φοβισμένες. Οι Έλληνες χειριστές των αντιαεροπορικών, όπως έγραψε και ο αρθρογράφος της εποχής Νίκος Μαράκης, μετά τις πρώτες βολές κατάλαβαν το φόβο των Ιταλών πιλότων».
Μίλησε για τις ανεπιτυχείς προσπάθειες βομβαρδισμού του πειραϊκού λιμανιού, γιατί όπως χαρακτηριστικά είπε «οι βόμβες έπεφταν βιαστικά στη θάλασσα ή και έξω από το λιμάνι, στο πέλαγος» και για τον φόβο των Ιταλών απέναντι στα Ελληνικά αντιαεροπορικά, σημειώνοντας πως «αυτά τα περιστατικά έπεισαν τους πειραιώτες ότι δεν υπήρχαν πιο αδέξιοι βομβαρδιστές από τους Ιταλούς».
Στη συνέχεια της ομιλίας του ο κ.Μίλεσης αναφέρθηκε στο βομβαρδισμό της Πλατείας Πηγάδας το Νοέμβριο του 1940, χαρακτήρισε «το χτύπημα στις αποθήκες του Δηλαβέρη» ως τη μεγαλύτερη εναέρια καταστροφή της πόλης του Πειραιά, τονίζοντας με έμφαση πως «σήμερα πολλοί στον Πειραιά, όταν αναφέρονται στους ιταλικούς βομβαρδισμούς χαριτολογούν, πιστεύοντας πως η πόλη μας δεν θρήνησε κανένα νεκρό. Αυτή η άποψη βεβαίως είναι λανθασμένη».
Εκτενής αναφορές έγιναν στη συνέχεια για τους γερμανικούς βομβαρδισμούς και πιο συγκεκριμένα για την Κυριακή 6 Απριλίου 1941: «Όλες οι καμπάνες των Εκκλησιών χτυπούσαν για την καθιερωμένη Κυριακάτικη Λειτουργία, μετά το πέρας της οποίας οι Πειραιώτες, ντυμένοι με τα κυριακάτικα ρούχα τους, θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Ξαφνικά την Κυριακάτικη ησυχία διαδέχτηκε στις 10:55 έως 11:05 ο ήχος των σειρήνων της αντιαεροπορικής άμυνας του Πειραιά. Ένα μόνο γερμανικό αεροπλάνο πέταξε για λίγο πάνω από την πόλη, έστρεψε προς τον Κορυδαλλό και χάθηκε στον ορίζοντα... Λίγο αργότερα το μεσημέρι της ίδιας ημέρας στις 3:00 οι σειρήνες ήχησαν ξανά και ένα ακόμη αναγνωριστικό πέταξε αυτή τη φορά με κατεύθυνση το νέο Φάληρο προς το λιμάνι του Πειραιά».
Μιλώντας για την 6η προς 7η Απριλίου, την τρομακτική εκείνη νύχτα κατά την οποία από την ανατίναξη πλοίου «οι άνθρωποι πετάχτηκαν τρομαγμένοι από τον ύπνο τους μέχρι και στην Κηφισιά και στην Εκάλη και ρώταγαν τι συμβαίνει», υπογράμμισε: «Ήταν δραματικές εικόνες που επικρατούσαν στο βομβαρδισμό της 6ης προς 7ης. Πυκνά μπουλούκια λαού από το λιμάνι και από όλο τον Πειραιά και τους γύρω οικισμούς έφευγαν και πήγαιναν προς την οδό Πειραιώς», ενώ προσέθεσε πως τα περισσότερα πλοία του λιμανιού, καίγονταν από τις φλόγες.
«Όταν ο πόλεμος χάθηκε και οι Πειραιώτες μαχητές επέστρεφαν στην πόλη, εισήλθαν με τα πόδια σε κατεστραμμένους δρόμους, σε κατεστραμμένα σπίτια, έχοντας το βασανιστικό ερώτημα, την αμφιβολία, εάν θα βρουν πίσω τους ότι αφήσαν φεύγοντας», είπε σε άλλο σημείο της εισήγησής του ο κ.Μίλησης και αναφερόμενος ειδικότερα στο λιμό των πολιτών επεσήμανε πως «η κατάσταση ήταν απερίγραπτη βλέποντας μικρά παιδιά να πεθαίνουν στην άκρη του δρόμου από τυμπανισμό και τους πεινασμένους ανθρώπους να περιφέρονται στους δρόμους ζητώντας απεγνωσμένα φαγητό. Η μόνη ελπίδα σωτηρίας την περίοδο εκείνη ήταν το τουρκικό ατμόπλοιο ‘’Κουρτουλούς’’, το οποίο και σε κάθε δρομολόγιό του μετέφερε τρόφιμα από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης» «και την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα γίνει έξω από την Αγία Τριάδα διανομή ενός πιάτου φαγητού, ικανού να διατηρήσει μερικούς στη ζωή μέχρι το ‘’Κουρτουλούς’’ να έρθει ξανά. Έκτοτε η άφιξή του τύχαινε σπουδαίας είδησης στις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα της εποχής».
«11 Ιανουαρίου 1944. Δυστυχώς φτάσαμε σε αυτή την ημερομηνία» τόνισε στη συνέχεια ο κ.Μίλεσης, προσθέτοντας πως «όταν μιλάμε για βομβαρδισμό του Πειραιά, κατά μία έννοια είναι λάθος. Έγιναν τρεις βομβαρδισμοί στον Πειραιά». Αφού σημείωσε πως οι λόγοι του βομβαρδισμού ουδέποτε απαντήθηκαν, αναφέρθηκε στις σκηνές που ακολούθησαν όταν αποχώρησαν τα βομβαρδιστικά, λέγοντας πως οι Πειραιώτες βγήκαν στο δρόμο να βοηθήσουν αυτούς που είχαν θαφτεί κάτω από τα συντρίμμια και τότε ακολούθησε η δεύτερη και η τρίτη καταστροφή. «Δηλαδή τους βρήκε εκτεθειμένους κάτω από τα χώματα προσπαθώντας να απεγκλωβίσουν εκείνους που είχαν θαφτεί ζωντανοί. Εκεί οφείλεται και ο μεγάλος αριθμός απωλειών», είπε χαρακτηριστικά.
Κάνοντας λόγο για τις καταστροφές, την πείνα και την κακουχία άφησαν πίσω τους αυτοί βομβαρδισμοί, ανέφερε ένα σημαντικό για όλους ιστορικό γεγονός: «Το καλοκαίρι του 1945 έγινε κάτι που λίγοι γνωρίζουν: Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου για πρώτη φορά στην ιστορία της, άφησε το Ιερό νησί και έφτασε στον Πειραιά, γιατί ήμασταν η πιο μαρτυρική μεγαλούπολη της Ελλάδος».
«Στα ίδια σημεία, στα ίδια μονοπάτια της πόλης, ιστορία συνυπάρχει με εμάς» επεσήμανε ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ.Μίλεσης, υπογραμμίζοντας πως «γι' αυτό και απαιτούμε, τόσο να γνωρίζουμε όσο και να τιμούμε το παρελθόν μας. Γιατί η λησμονιά είναι έγκλημα».
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας προβλήθηκε σπάνιο φωτογραφικό υλικό και διαβάστηκαν αποσπάσματα από μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, από την λογοτέχνη κ. Σοφία Σπύρου.