Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ ἦταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἔζησε τὸν 14ο
αἰῶνα. Οἱ γονεῖς τοῦ ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Μαρία. Ἦταν πολὺ πλούσιοι
ἀλλὰ καὶ πολὺ πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Ἀπόκτησαν μόνο ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ
ὀνόμασαν Νικόλαο, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ προσπάθησαν νὰ τὸ ἀναθρέψουν σύμφωνα
μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλὰ ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν 20 χρονῶν,
πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ ἡ μητέρα του. Τότε
αὐτός, διαμοίρασε ὅλη του τὴ μεγάλη κληρονομιὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε
μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικάνωρ.
Κατόπιν,
μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἀρχιερέα Θεσσαλονίκης, δέχτηκε νὰ γίνει καὶ Ἱερέας.
Στὸ ὄρος Βέρμιον Γρεβενῶν, ποὺ τὸ ἔλεγαν «τοῦ Καλλιστράτου», ὑπῆρχε
Μονὴ ποὺ ἔκτισε ὁμώνυμος μοναχός. Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε καὶ ὁ Νικάνωρ γιὰ νὰ
μονάσει, καὶ ἀπὸ κεῖ κατέβαινε καὶ ἐμψύχωνε τὸν λαὸ τῶν γύρω πόλεων
καὶ χωριῶν, νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους ἀκόμα καὶ μὲ θυσία τῆς
ζωῆς τους. Κάποια νύκτα καὶ ἐνῷ ὁ Νικάνωρ προσευχόταν, ἄκουσε φωνὴ νὰ
τοῦ λέει νὰ πάει στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους, καὶ ὅτι ἐκεῖ θὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα
τοῦ Κυρίου. Πράγματι τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὰ λεγόμενα τῆς φωνῆς
ἐπαληθεύτηκαν καὶ ὁ Νικάνωρ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἔκτισε ἐκκλησία καὶ
μοναστῆρι στὸ ὄνομα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ Ἁγία ζωὴ τοῦ Ὁσίου Νικάνορα, τερμάτισε τὴν 7η Αὐγούστου 1419 (κατ’ ἄλλους τὸ 1519). Τὸ σεβάσμιο λείψανό του, τάφηκε στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Ἡ Ἁγία ζωὴ τοῦ Ὁσίου Νικάνορα, τερμάτισε τὴν 7η Αὐγούστου 1419 (κατ’ ἄλλους τὸ 1519). Τὸ σεβάσμιο λείψανό του, τάφηκε στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου.