῾Ο
νεαρός καλόγερος κοίταζε μέ ἀγωνία τό πρόσωπο τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ, καθώς
ἐκεῖνος διάβαζε σοβαρός καί χωρίς νά βιάζεται τό γράμμα πού τοῦ εἶχε
φέρει.
῾Μοιάζει πάρα πολύ μέ τόν Γέροντα᾽, τοῦ ᾽ρθε αὐθόρμητα ἡ σκέψη. ῾῾Η κορμοστασιά, τό πρόσωπο, τά γένια. ᾽Ακόμη κι οἱ ρυτίδες σχεδόν εἶναι ἴδιες. Λένε ὅτι τά ἀδέλφια μοιάζουν μεταξύ τους, ἀλλά ἐδῶ παρα...μοιάζουν᾽.
῾Ο καλόγερος ἦταν σταλμένος ἀπό τόν Γέροντα τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ ἁγίου μάρτυρα Ματθαίου, κοντά στήν πόλη τῆς ῎Εδεσσας τῆς Συρίας, γιά νά μεταφέρει σπουδαῖο μήνυμα στόν ἀναχωρητή τῆς σπηλιᾶς. Νά τόν παρακαλέσει ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀδελφῶν τοῦ κοινοβίου νά γυρίσει πίσω.
῾῾Από τήν ἀπάντησή του κρίνεται σέ μεγάλο βαθμό ἡ καλή πορεία ὅλων μας᾽, τόνισε μέ ἔμφαση ὁ ἡγούμενος στόν κομιστή τοῦ γράμματος ἀδελφό.
Δέν εἶχε πολύ καιρό πού εἶχε ἀνεβεῖ μέ τίς ψήφους τῶν πολυπληθῶν ἀδελφῶν στόν ἡγουμενικό θρόνο ὁ Γέροντας καί τό πρῶτο πού ἔνιωσε ὡς ἀνάγκη ἦταν νά βοηθηθεῖ ἀπό κάποιον ἐμπειρότερό του, κάποιον πού εἶχε πράγματι φόβο Θεοῦ καί φωτισμό ἀπό τήν χάρη Του. ῾Ποιός ἄλλος μπορεῖ νά μέ καθοδηγεῖ καλύτερα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἀδελφό μου;᾽ σκέφτηκε καί μοιράστηκε τήν σκέψη του καί μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νά συμφωνήσουν ἀμέσως μαζί του. ῾Μαζί μεγαλώσαμε σ᾽ αὐτά τά μέρη, μαζί πήραμε τήν ἀπόφαση νά ἀφιερωθοῦμε στόν Θεό σ᾽ αὐτό τό εὐλογημένο μοναστήρι, μαζί ὅλα᾽, τούς εἶπε. ῾᾽Αλλά ἐκεῖνος πάντοτε χωρίς νά φαίνεται ὅτι κάνει κάτι ξεχωριστό προηγεῖτο σέ ὅλα᾽ συμπλήρωσε ταπεινά. ῾Ναί, ὁ ᾽Ισαάκ ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μας ἦταν ὁ ἐκλεκτός᾽. ῾Ο ἡγούμενος ἔσκυψε τό κεφάλι πρός τό στῆθος του.
῾Γέροντα᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ γεροντότερος ἀπό τούς ἀδελφούς, ῾ζήσαμε κι ἐμεῖς τόσα χρόνια ἐδῶ στό μοναστήρι τόν ἀδελφό σου ᾽Ισαάκ καί μποροῦμε πράγματι νά ἐπιβεβαιώσουμε τίς ἐκτιμήσεις σου. ῾Ο ᾽Ισαάκ ἦταν ὄχι μόνο γιά σένα, ἀλλά καί γιά ὅλους μας ὁ φωτεινός ὁδοδείκτης. ῾Η παρουσία του ἀπό μόνη της ἦταν τό καλύτερο κήρυγμα. Γι᾽ αὐτό καί δέν σοῦ κρύβουμε ὅτι ὅπως κι ἐσύ στενοχωρηθήκαμε κι ἐμεῖς πάρα πολύ ἀπό τήν ἀπόφασή του νά μᾶς ἀποχωριστεῖ καί νά πάει στό βουνό ὡς ἀναχωρητής᾽.
῾῏Ηταν ἀναμενόμενο᾽ συμπλήρωσε ἕνας ἄλλος Γέροντας. ῾Τόν βλέπαμε τόν τελευταῖο καιρό πόσο ἐπέλεγε τήν σιωπή καί τήν ἀπόσυρση στό κελλί του, μελετώντας ἀδιάκοπα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. ᾽Ακόμη καί στίς ὧρες τῶν συνάξεών μας, στόν ναό ἤ στήν τράπεζα, φαινόταν βυθισμένος στήν προσευχή᾽.
῾Πῆρα τό θάρρος καί τόν ρώτησα κάποια φορά, Γέροντα,᾽ ἀκούστηκε νά λέει ὁ τρίτος τοῦ συμβουλίου, ῾γιατί μᾶς ἀποφεύγει᾽. ῾Μάρτυς μου ὁ Θεός, δέν σᾶς ἀποφεύγω γιατί δέν σᾶς θέλω᾽, μοῦ εἶπε μέ δάκρυα στά μάτια, ῾ἀλλά κατάλαβα μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν μπορῶ νά εἶμαι πλήρως καί μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀνθρώπους. Κι ἀκόμη ὅτι ἄν δέν ἀδιαφορήσει ὁ ἄνθρωπος γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά ἡσυχάσει ἡ καρδιά καί νά βρεῖ τήν παρουσία ᾽Εκείνου. ῞Οσο οἱ σωματικές αἰσθήσεις ἀπασχολοῦνται μέ τά πράγματα, τά σωματικά πάθη δέν ἐξαφανίζονται κι οὔτε παύουν οἱ πονηροί λογισμοί. Γιά μένα ἡ διέξοδος εἶναι ἡ ἔρημος. ῾Η ἀδυναμία μου μέ κάνει νά θέλω νά φύγω καί νά δῶ καλύτερα τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό τόσα χρόνια κοινοβιακῆς ζωῆς᾽.
Τό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ματθαίου σάν νά ἐρήμωσε μέ τήν φυγή τοῦ ᾽Ισαάκ. Σάν νά ἔχασαν τόν πατέρα τους καί ὀρφάνεψαν. Μά νά τώρα πού ἦλθε ἡ ὥρα νά κληθεῖ πίσω ὁ ἀναχωρητής. Στόν ἡγουμενικό θρόνο ἀνέβηκε ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του κι ἔνιωσε τήν ἀνάγκη, ὅπως εἴπαμε, νά τόν παρακαλέσει νά ἐπιστρέψει.
῾Ο καλόγερος ξανακοίταξε μέ ἀγωνία τόν Γέροντα ἀσκητή. Εὐχόταν ἡ ἀπάντηση νά εἶναι θετική. ῎Ενιωσε ἕνα δέος καθώς ἔβλεπε τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως ἀποτυπωμένους στό ἅγιο πρόσωπό του. ᾽Απέπνεε ὅμως μία γλύκα πού δέν μποροῦσε νά τήν προσδιορίσει. Τό βλέμμα του ἔκανε ἕνα γύρο στήν σπηλιά. Τά πάντα φτωχικά. Τίποτε περιττό, πέρα ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή καί κάποια ἄλλα βιβλία ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ἕνα ὑποτυπῶδες στρῶμα στό ἔδαφος γιά κρεββάτι, ἕνα κηροπήγιο γιά νά δίνει φῶς, κάποιες εἰκόνες.
Τελείωσε κάποια φορά τήν ἀνάγνωση ὁ ᾽Ισαάκ. ῾Εὐχαριστῶ, παιδί μου, γιά τήν πρόσκληση᾽ τοῦ εἶπε. ῾Πές ὅμως στόν ἅγιο ἡγούμενο καί τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς ὅτι παρ᾽ ὅλην τήν ἀγάπη πού τούς ἔχω δέν μπορῶ νά ἀποχωριστῶ τήν ἀγαπημένη μου ἡσυχία. ῎Οχι, δέν θά ἐπιστρέψω, τουλάχιστον στήν φάση αὐτή τῆς ζωῆς μου. Θά μείνω ἐδῶ νά κλαίω τίς ἁμαρτίες μου καί νά δοξολογῶ τόν Θεό μου. ῾Η ἀπάντησή μου εἶναι ὁλωσδιόλου ἀρνητική᾽.
῾Ο ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μέ σφιγμένη τήν καρδιά ἄκουσαν τήν τελεσίδικη ἀπάντηση τοῦ ἅγιου ἀναχωρητῆ. ῎Οχι ὅτι δέν τήν περίμεναν. ᾽Αλλά στό βάθος τῆς καρδιᾶς τους ὑπῆρχε μία ἀμυδρή ἐλπίδα. ῎Επεσαν ἔξω.
Ἡ εἴδηση πού τούς ἦλθε λίγο καιρό ἀργότερα ἔσκασε σάν βόμβα ἀνάμεσά τους. ῾Ο ᾽Ισαάκ, ὁ μέγας ἀναχωρητής, ὁ ἀρνητής τῶν ὅποιων κοσμικῶν σχέσεων, ὁ ἐραστής τῆς ἡσυχίας, δέχτηκε νά γίνει ἐπίσκοπος τῆς Νινευΐ, τῆς μεγάλης καί πολυάνθρωπος πόλης. ῾Ο Πατριάρχης ᾽Αντιοχείας μέ τήν περί αὐτόν Σύνοδο σ᾽ αὐτόν ἀπευθύνθηκαν γιά νά ἀναλάβει τήν ὑπεύθυνη καί καίρια θέση τοῦ ἐπισκόπου καί ὁ ἡσυχαστής...δέχτηκε. Πῶς ἔγινε αὐτό;
Στήν χειροτονία του πού παραβρέθηκε καί ὁ ἡγούμενος ἀδελφός του λύθηκε τό μυστήριο. ῾᾽Αδελφέ μου, δέν μπόρεσα νά ἀρνηθῶ. Σέ σένα καί στούς ἀδελφούς τοῦ μοναστηριοῦ ἀρνήθηκα, γιατί εἶστε ἄνθρωποι. ᾽Αλλά πῶς νά ἀρνηθῶ στόν Κύριο;᾽ εἶπε μέ δέος ὁ ἐπίσκοπος πιά ᾽Ισαάκ.
Ρίγησε ὁ ἡγούμενος. ῾Τί συνέβη;᾽ ρώτησε τρέμοντας.
῾῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος μοῦ ἐμφανίστηκε καί μέ πρόσταξε νά δεχτῶ. ᾽Αρνήθηκα στήν ἀρχή, Τόν παρεκάλεσα, ἡ ἐντολή Του ὅμως δέν ἐπιδεχόταν ἄρνηση᾽. Φάνηκε συντετριμμένος. ῾᾽Αδελφέ μου, δέν μπόρεσα νά γίνω ῾ἀπειθής τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ᾽ ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Παῦλος. Ξέρει ὅμως ᾽Εκεῖνος ὅτι εἶναι κάτι πού ἡ καρδιά μου δέν τό θέλει᾽. ῾Η σκέψη του ἔφυγε καί βρέθηκε στήν ἀγαπημένη του σπηλιά. ῾Κύριε, ἐλέησόν με᾽ ψιθύρισε.
᾽Ανεξερεύνητες οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ. Ὁ καλόγερος ἔγινε ἀναχωρητής, ὁ ἀναχωρητής ἐπίσκοπος. ῾Ο λύχνος φάνηκε νά τοποθετεῖται στήν λυχνία, νά μήν εἶναι πιά κρυμμένος ὑπό τόν ἐρημητικόν μόδιον, προκειμένου νά φωτίσει καί τούς μακριά ἀπό τήν ἔρημο εὑρισκομένους μέ τό φῶς τῆς διδασκαλίας καί τῆς ἀρετῆς. Γιά πόσο ὅμως; Γιατί ὅ,τι ἀκολούθησε ἔδειξε ὅτι τό φῶς μόλις ἀνέτειλε καί φάνηκε στόν ὁρίζοντα τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν ἴδια στιγμή ἔδυσε καί κρύφτηκε. Συνέβη ὅ,τι καί μέ τόν θεῖο Γρηγόριο τόν θεολόγο: δέν πρόλαβε νά ψηφιστεῖ ἐπίσκοπος στά Σάσιμα κι ἀμέσως ἀνεχώρησε ἀπό ἐκεῖ. Τί ἔγινε ὅμως καί μέ τόν ὅσιο ᾽Ισαάκ τόν Σύρο, τόν ἐπίσκοπο πιά τῆς Νινευΐ;
Τήν ἴδια ἡμέρα τῆς χειροτονίας του, μετά τίς ὅλες τίς τελετές, μετά τίς εὐχές καί τίς συναντήσεις πού συνήθως γίνονται, κι ἀφοῦ εἶχε ἀποσυρθεῖ στό ἐπισκοπικό οἴκημα γιά νά ξεκουραστεῖ λίγο καί νά κατανοήσει ὅ,τι ὁ Θεός ἐπέτρεψε στήν ζωή του, ἡ πόρτα του κτύπησε καί βρέθηκε μπροστά σέ δύο ταραγμένους ἀνθρώπους.
῾῞Αγιε Πάτερ᾽ τοῦ εἶπαν καί οἱ δύο. ῾Χρειαζόμαστε ἀμέσως τήν βοήθειά σου. ᾽Εσύ μόνο μπορεῖς νά μᾶς βοηθήσεις᾽.
Εἶδε τήν ταραχή καί θέλησε νά βοηθήσει. Τούς ὁδήγησε στό φτωχικό σαλόνι, τούς τράταρε ὅ,τι εἶχαν προμηθεύσει οἱ ἄνθρωποι τῆς ποίμνης του. ῎Αφησε κάποια ὥρα νά περάσει μιλώντας τους γιά ἄσχετα πράγματα πρός τό πρόβλημά τους. ῞Οταν τούς εἶδε πιό ἤρεμους θέλησε νά μάθει τήν αἰτία τῆς ταραχῆς τους.
Ξεκίνησε ὁ ἕνας. Μόλις ἄρχισε νά ἐξηγεῖ φούντωσε καί κοκκίνησε ἀπό τήν ὀργή του. ῾῞Αγιε Πάτερ, πρίν ἀπό καιρό ἔδωσα ἀρκετά χρήματα σ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο δανεικά. Μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά μοῦ τά δώσει σύντομα. Πέρασε ὁ πρῶτος καιρός, πέρασε κι ἄλλος, κι ὅλο μέ παραπέμπει γιά ἀργότερα καί τίποτε δέν μοῦ δίνει. Πάτερ, τά χρήματά μου τά ἔβγαλα μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς μου. Κι αὐτός μέ κοροϊδεύει καί θέλει νά μοῦ τά φάει. Αὐτό δέν πρόκειται ποτέ νά τό ἀποδεχτῶ. Θέλω τά χρήματά μου πίσω καί μάλιστα τώρα. Διαφορετικά...᾽. Σταμάτησε ξαφνικά, ἀφήνοντας τήν ἀπειλή νά αἰωρεῖται στόν ἀέρα.
῾Πάτερ, δέν εἶναι ἔτσι ἀκριβῶς τά πράγματα᾽ ἄρχισε νά ἀπολογεῖται ὁ ὀφειλέτης. Πράγματι, ὁ ἀδελφός ἐδῶ μοῦ δάνεισε πρό καιροῦ πού εἶχα μία μεγάλη ἀνάγκη γιά τήν οἰκογένεια καί τίς δουλειές μου. Πράγματι, δέν κράτησα τίς ἡμέρες πού ὑποσχέθηκα γιά νά τά γυρίσω πίσω, ἀλλά δυστυχῶς ἀκόμη δέν μπόρεσα νά ὀρθοποδήσω. Τό μόνο πού τοῦ ζητῶ εἶναι νά κάνει λίγο ἔλεος καί νά περιμένει λίγες ἀκόμη ἡμέρες. Μέ ξέρει ἀπό παλιά, ξέρει τήν οἰκογένειά μου καί γι᾽ αὐτό δέν πρόκειται νά τοῦ τά φάω. Λίγες ἡμέρες μόνο ἀκόμη...᾽ εἶπε ὁ ἄνθρωπος καί συντετριμμένος ἔγειρε πιό πολύ στό κάθισμά του.
Δέν πρόλαβε νά πάρει τόν λόγο ὁ ὅσιος ἐπίσκοπος. Κατακόκκινος ὁ δανειστής πετάχτηκε ὄρθιος καί μέ ὀργή πού ὁλονέν αὐξανόταν καί βλέμμα πού ἄστραφτε γύρισε ἀργά πρός τό ράκος τοῦ καθίσματος. ῾Οὔτε μία ἡμέρα παραπάνω δέν θά περιμένω. Αὐτήν τήν ὥρα φεύγω καί πάω στόν κριτή. Δέν θά μοῦ φᾶς ἐσύ τά λεφτά μου᾽. Τά ᾽πε σάν νά ἔφτυσε.
῾Ο Γέροντας ἐπίσκοπος μέ τήν καθαρή καρδιά καί τόν φωτισμένο νοῦ εἶδε καί κατάλαβε. Τά δαιμόνια εἶχαν κάνει καλά τήν δουλειά τους στόν ἄνθρωπο τῆς φιλαργυρίας. ῾Η κατοχή τῶν πραγμάτων δέν ἄφηνε περιθώριο ἐλέους στήν ταραγμένη καρδιά τοῦ δανειστῆ. Μπορεῖ νά λεγόταν χριστιανός, ἀλλά μπροστά του ὁ ὅσιος εἶχε ἕναν εἰδωλολάτρη. ῾῞Οπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται᾽ θυμήθηκε τά λόγια τοῦ Κυρίου. ῞Υψωσε νοερά τό βλέμμα στόν οὐρανό.
῾Παιδί μου, κάνε ἔλεος᾽ εἶπε ἥσυχα. ῾᾽Εάν γιά τήν ἐντολή τοῦ εὐαγγελίου ὀφείλεις νά μή ζητᾶς ἀκόμη καί τά πράγματα πού σοῦ ἔχουν ἀφαιρέσει διά τῆς βίας, πόσο περισσότερο δέν πρέπει νά ὑπομείνεις γιά λίγες ἡμέρες τόν συνάνθρωπό σου πού σέ παρακαλεῖ; Παιδί μου, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ μας. ῾Ο Χριστός σέ παρακαλεῖ τώρα νά μακροθυμήσεις.
῾Η πέτρινη καρδιά μίλησε μέ τόν τρόπο της. Μέ αὐθάδεια καί ἔπαρση, κάνοντας πέρα Χριστό, εὐαγγέλιο, ἐπίσκοπο, συνάνθρωπο.
῾Παράτα μας, Πάτερ, μέ τό εὐαγγέλιό σου. Αὐτά τά λέτε ἐσεῖς οἱ παπάδες γιά νά εἰρηνεύετε τάχα τά πράγματα. Κοίτα μπροστά σου. Τά λεφτά εἶναι αὐτά πού ἔχουν ἀξία καί δίνουν τήν δύναμη στόν κόσμο. Τά ἄλλα εἶναι...ἀέρας᾽. ῾Ο Πονηρός εἶχε τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο. ῎Εστρεψε τόν ταλαίπωρο δοῦλο του πρός τήν πόρτα καί χωρίς αυτός νά πεῖ τίποτε ἄλλο τήν βρόντηξε καί ἔφυγε.
῾Ο ᾽Ισαάκ ἔμεινε ἄφωνος. ῎Ηξερε τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, ἤξερε τό πόσο τά πράγματα καθοδηγοῦν τελικῶς ὡς ἀπόλυτη ἀξία πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τό βλέπει τόσο ἄμεσα καί ἀνάγλυφα μπροστά του, τοῦτο δέν τό περίμενε.
Γεμᾶτος θλίψη καί ἔλεος ἀγκάλιασε καί εὐλόγησε τόν ὀφειλέτη. ῾Θά κοιτάξω μήπως βρῶ ἀπό κάποιον γνωστό τίποτε νά τοῦ δώσεις, γιατί ἐγώ δέν ἔχω ἀπολύτως τίποτε᾽ εἶπε ὁ ἀκτήμων ὅσιος καί τόν ξεπροβόδισε εὐχόμενος γι᾽ αὐτόν.
῾Ο ὅσιος τοῦ Θεοῦ ἔπεσε σέ βαθειά συλλογή. ῾Ο λογισμός πού τόν τριβέλιζε δέν ἔλεγε νά φύγει ἀπό μέσα του: ῾῎Αν οἱ ἄνθρωποι πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον μέ κατέστησε ἐπίσκοπό τους δέν ὑπακούουν στά προστάγματα τοῦ εὐαγγελίου, ἐγώ τί ἦλθα νά κάνω ἐδῶ; ῎Αν δέν ἀκοῦνε τόν Κύριο, πῶς θά ἀκούσουν ἐμένα, τόν ἀχρεῖο δοῦλο Του;᾽
Τό ἴδιο βράδυ ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Νινευΐ τῆς μεγάλης καί πολυάνθρωπος πόλης, ὁ ἡσυχαστής καί θεόπτης, ὁ γλυκός δάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔκλεισε πίσω του τήν πόρτα τοῦ ἐπισκοπείου πού πρώτη φορά ἐκείνη τήν ἡμέρα τήν εἶχε διαβεῖ, καί δέν τήν ξανάνοιξε ποτέ. ῾Η σπηλιά του τόν ὑποδέχτηκε χαρωπή κι ἐκεῖ ἔμεινε ἀνδρείως καί καρτερικά μέχρι τόν θάνατό του.
῾Μοιάζει πάρα πολύ μέ τόν Γέροντα᾽, τοῦ ᾽ρθε αὐθόρμητα ἡ σκέψη. ῾῾Η κορμοστασιά, τό πρόσωπο, τά γένια. ᾽Ακόμη κι οἱ ρυτίδες σχεδόν εἶναι ἴδιες. Λένε ὅτι τά ἀδέλφια μοιάζουν μεταξύ τους, ἀλλά ἐδῶ παρα...μοιάζουν᾽.
῾Ο καλόγερος ἦταν σταλμένος ἀπό τόν Γέροντα τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ ἁγίου μάρτυρα Ματθαίου, κοντά στήν πόλη τῆς ῎Εδεσσας τῆς Συρίας, γιά νά μεταφέρει σπουδαῖο μήνυμα στόν ἀναχωρητή τῆς σπηλιᾶς. Νά τόν παρακαλέσει ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀδελφῶν τοῦ κοινοβίου νά γυρίσει πίσω.
῾῾Από τήν ἀπάντησή του κρίνεται σέ μεγάλο βαθμό ἡ καλή πορεία ὅλων μας᾽, τόνισε μέ ἔμφαση ὁ ἡγούμενος στόν κομιστή τοῦ γράμματος ἀδελφό.
Δέν εἶχε πολύ καιρό πού εἶχε ἀνεβεῖ μέ τίς ψήφους τῶν πολυπληθῶν ἀδελφῶν στόν ἡγουμενικό θρόνο ὁ Γέροντας καί τό πρῶτο πού ἔνιωσε ὡς ἀνάγκη ἦταν νά βοηθηθεῖ ἀπό κάποιον ἐμπειρότερό του, κάποιον πού εἶχε πράγματι φόβο Θεοῦ καί φωτισμό ἀπό τήν χάρη Του. ῾Ποιός ἄλλος μπορεῖ νά μέ καθοδηγεῖ καλύτερα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἀδελφό μου;᾽ σκέφτηκε καί μοιράστηκε τήν σκέψη του καί μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νά συμφωνήσουν ἀμέσως μαζί του. ῾Μαζί μεγαλώσαμε σ᾽ αὐτά τά μέρη, μαζί πήραμε τήν ἀπόφαση νά ἀφιερωθοῦμε στόν Θεό σ᾽ αὐτό τό εὐλογημένο μοναστήρι, μαζί ὅλα᾽, τούς εἶπε. ῾᾽Αλλά ἐκεῖνος πάντοτε χωρίς νά φαίνεται ὅτι κάνει κάτι ξεχωριστό προηγεῖτο σέ ὅλα᾽ συμπλήρωσε ταπεινά. ῾Ναί, ὁ ᾽Ισαάκ ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μας ἦταν ὁ ἐκλεκτός᾽. ῾Ο ἡγούμενος ἔσκυψε τό κεφάλι πρός τό στῆθος του.
῾Γέροντα᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ γεροντότερος ἀπό τούς ἀδελφούς, ῾ζήσαμε κι ἐμεῖς τόσα χρόνια ἐδῶ στό μοναστήρι τόν ἀδελφό σου ᾽Ισαάκ καί μποροῦμε πράγματι νά ἐπιβεβαιώσουμε τίς ἐκτιμήσεις σου. ῾Ο ᾽Ισαάκ ἦταν ὄχι μόνο γιά σένα, ἀλλά καί γιά ὅλους μας ὁ φωτεινός ὁδοδείκτης. ῾Η παρουσία του ἀπό μόνη της ἦταν τό καλύτερο κήρυγμα. Γι᾽ αὐτό καί δέν σοῦ κρύβουμε ὅτι ὅπως κι ἐσύ στενοχωρηθήκαμε κι ἐμεῖς πάρα πολύ ἀπό τήν ἀπόφασή του νά μᾶς ἀποχωριστεῖ καί νά πάει στό βουνό ὡς ἀναχωρητής᾽.
῾῏Ηταν ἀναμενόμενο᾽ συμπλήρωσε ἕνας ἄλλος Γέροντας. ῾Τόν βλέπαμε τόν τελευταῖο καιρό πόσο ἐπέλεγε τήν σιωπή καί τήν ἀπόσυρση στό κελλί του, μελετώντας ἀδιάκοπα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. ᾽Ακόμη καί στίς ὧρες τῶν συνάξεών μας, στόν ναό ἤ στήν τράπεζα, φαινόταν βυθισμένος στήν προσευχή᾽.
῾Πῆρα τό θάρρος καί τόν ρώτησα κάποια φορά, Γέροντα,᾽ ἀκούστηκε νά λέει ὁ τρίτος τοῦ συμβουλίου, ῾γιατί μᾶς ἀποφεύγει᾽. ῾Μάρτυς μου ὁ Θεός, δέν σᾶς ἀποφεύγω γιατί δέν σᾶς θέλω᾽, μοῦ εἶπε μέ δάκρυα στά μάτια, ῾ἀλλά κατάλαβα μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν μπορῶ νά εἶμαι πλήρως καί μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀνθρώπους. Κι ἀκόμη ὅτι ἄν δέν ἀδιαφορήσει ὁ ἄνθρωπος γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά ἡσυχάσει ἡ καρδιά καί νά βρεῖ τήν παρουσία ᾽Εκείνου. ῞Οσο οἱ σωματικές αἰσθήσεις ἀπασχολοῦνται μέ τά πράγματα, τά σωματικά πάθη δέν ἐξαφανίζονται κι οὔτε παύουν οἱ πονηροί λογισμοί. Γιά μένα ἡ διέξοδος εἶναι ἡ ἔρημος. ῾Η ἀδυναμία μου μέ κάνει νά θέλω νά φύγω καί νά δῶ καλύτερα τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό τόσα χρόνια κοινοβιακῆς ζωῆς᾽.
Τό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ματθαίου σάν νά ἐρήμωσε μέ τήν φυγή τοῦ ᾽Ισαάκ. Σάν νά ἔχασαν τόν πατέρα τους καί ὀρφάνεψαν. Μά νά τώρα πού ἦλθε ἡ ὥρα νά κληθεῖ πίσω ὁ ἀναχωρητής. Στόν ἡγουμενικό θρόνο ἀνέβηκε ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του κι ἔνιωσε τήν ἀνάγκη, ὅπως εἴπαμε, νά τόν παρακαλέσει νά ἐπιστρέψει.
῾Ο καλόγερος ξανακοίταξε μέ ἀγωνία τόν Γέροντα ἀσκητή. Εὐχόταν ἡ ἀπάντηση νά εἶναι θετική. ῎Ενιωσε ἕνα δέος καθώς ἔβλεπε τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως ἀποτυπωμένους στό ἅγιο πρόσωπό του. ᾽Απέπνεε ὅμως μία γλύκα πού δέν μποροῦσε νά τήν προσδιορίσει. Τό βλέμμα του ἔκανε ἕνα γύρο στήν σπηλιά. Τά πάντα φτωχικά. Τίποτε περιττό, πέρα ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή καί κάποια ἄλλα βιβλία ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ἕνα ὑποτυπῶδες στρῶμα στό ἔδαφος γιά κρεββάτι, ἕνα κηροπήγιο γιά νά δίνει φῶς, κάποιες εἰκόνες.
Τελείωσε κάποια φορά τήν ἀνάγνωση ὁ ᾽Ισαάκ. ῾Εὐχαριστῶ, παιδί μου, γιά τήν πρόσκληση᾽ τοῦ εἶπε. ῾Πές ὅμως στόν ἅγιο ἡγούμενο καί τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς ὅτι παρ᾽ ὅλην τήν ἀγάπη πού τούς ἔχω δέν μπορῶ νά ἀποχωριστῶ τήν ἀγαπημένη μου ἡσυχία. ῎Οχι, δέν θά ἐπιστρέψω, τουλάχιστον στήν φάση αὐτή τῆς ζωῆς μου. Θά μείνω ἐδῶ νά κλαίω τίς ἁμαρτίες μου καί νά δοξολογῶ τόν Θεό μου. ῾Η ἀπάντησή μου εἶναι ὁλωσδιόλου ἀρνητική᾽.
῾Ο ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μέ σφιγμένη τήν καρδιά ἄκουσαν τήν τελεσίδικη ἀπάντηση τοῦ ἅγιου ἀναχωρητῆ. ῎Οχι ὅτι δέν τήν περίμεναν. ᾽Αλλά στό βάθος τῆς καρδιᾶς τους ὑπῆρχε μία ἀμυδρή ἐλπίδα. ῎Επεσαν ἔξω.
Ἡ εἴδηση πού τούς ἦλθε λίγο καιρό ἀργότερα ἔσκασε σάν βόμβα ἀνάμεσά τους. ῾Ο ᾽Ισαάκ, ὁ μέγας ἀναχωρητής, ὁ ἀρνητής τῶν ὅποιων κοσμικῶν σχέσεων, ὁ ἐραστής τῆς ἡσυχίας, δέχτηκε νά γίνει ἐπίσκοπος τῆς Νινευΐ, τῆς μεγάλης καί πολυάνθρωπος πόλης. ῾Ο Πατριάρχης ᾽Αντιοχείας μέ τήν περί αὐτόν Σύνοδο σ᾽ αὐτόν ἀπευθύνθηκαν γιά νά ἀναλάβει τήν ὑπεύθυνη καί καίρια θέση τοῦ ἐπισκόπου καί ὁ ἡσυχαστής...δέχτηκε. Πῶς ἔγινε αὐτό;
Στήν χειροτονία του πού παραβρέθηκε καί ὁ ἡγούμενος ἀδελφός του λύθηκε τό μυστήριο. ῾᾽Αδελφέ μου, δέν μπόρεσα νά ἀρνηθῶ. Σέ σένα καί στούς ἀδελφούς τοῦ μοναστηριοῦ ἀρνήθηκα, γιατί εἶστε ἄνθρωποι. ᾽Αλλά πῶς νά ἀρνηθῶ στόν Κύριο;᾽ εἶπε μέ δέος ὁ ἐπίσκοπος πιά ᾽Ισαάκ.
Ρίγησε ὁ ἡγούμενος. ῾Τί συνέβη;᾽ ρώτησε τρέμοντας.
῾῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος μοῦ ἐμφανίστηκε καί μέ πρόσταξε νά δεχτῶ. ᾽Αρνήθηκα στήν ἀρχή, Τόν παρεκάλεσα, ἡ ἐντολή Του ὅμως δέν ἐπιδεχόταν ἄρνηση᾽. Φάνηκε συντετριμμένος. ῾᾽Αδελφέ μου, δέν μπόρεσα νά γίνω ῾ἀπειθής τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ᾽ ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Παῦλος. Ξέρει ὅμως ᾽Εκεῖνος ὅτι εἶναι κάτι πού ἡ καρδιά μου δέν τό θέλει᾽. ῾Η σκέψη του ἔφυγε καί βρέθηκε στήν ἀγαπημένη του σπηλιά. ῾Κύριε, ἐλέησόν με᾽ ψιθύρισε.
᾽Ανεξερεύνητες οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ. Ὁ καλόγερος ἔγινε ἀναχωρητής, ὁ ἀναχωρητής ἐπίσκοπος. ῾Ο λύχνος φάνηκε νά τοποθετεῖται στήν λυχνία, νά μήν εἶναι πιά κρυμμένος ὑπό τόν ἐρημητικόν μόδιον, προκειμένου νά φωτίσει καί τούς μακριά ἀπό τήν ἔρημο εὑρισκομένους μέ τό φῶς τῆς διδασκαλίας καί τῆς ἀρετῆς. Γιά πόσο ὅμως; Γιατί ὅ,τι ἀκολούθησε ἔδειξε ὅτι τό φῶς μόλις ἀνέτειλε καί φάνηκε στόν ὁρίζοντα τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν ἴδια στιγμή ἔδυσε καί κρύφτηκε. Συνέβη ὅ,τι καί μέ τόν θεῖο Γρηγόριο τόν θεολόγο: δέν πρόλαβε νά ψηφιστεῖ ἐπίσκοπος στά Σάσιμα κι ἀμέσως ἀνεχώρησε ἀπό ἐκεῖ. Τί ἔγινε ὅμως καί μέ τόν ὅσιο ᾽Ισαάκ τόν Σύρο, τόν ἐπίσκοπο πιά τῆς Νινευΐ;
Τήν ἴδια ἡμέρα τῆς χειροτονίας του, μετά τίς ὅλες τίς τελετές, μετά τίς εὐχές καί τίς συναντήσεις πού συνήθως γίνονται, κι ἀφοῦ εἶχε ἀποσυρθεῖ στό ἐπισκοπικό οἴκημα γιά νά ξεκουραστεῖ λίγο καί νά κατανοήσει ὅ,τι ὁ Θεός ἐπέτρεψε στήν ζωή του, ἡ πόρτα του κτύπησε καί βρέθηκε μπροστά σέ δύο ταραγμένους ἀνθρώπους.
῾῞Αγιε Πάτερ᾽ τοῦ εἶπαν καί οἱ δύο. ῾Χρειαζόμαστε ἀμέσως τήν βοήθειά σου. ᾽Εσύ μόνο μπορεῖς νά μᾶς βοηθήσεις᾽.
Εἶδε τήν ταραχή καί θέλησε νά βοηθήσει. Τούς ὁδήγησε στό φτωχικό σαλόνι, τούς τράταρε ὅ,τι εἶχαν προμηθεύσει οἱ ἄνθρωποι τῆς ποίμνης του. ῎Αφησε κάποια ὥρα νά περάσει μιλώντας τους γιά ἄσχετα πράγματα πρός τό πρόβλημά τους. ῞Οταν τούς εἶδε πιό ἤρεμους θέλησε νά μάθει τήν αἰτία τῆς ταραχῆς τους.
Ξεκίνησε ὁ ἕνας. Μόλις ἄρχισε νά ἐξηγεῖ φούντωσε καί κοκκίνησε ἀπό τήν ὀργή του. ῾῞Αγιε Πάτερ, πρίν ἀπό καιρό ἔδωσα ἀρκετά χρήματα σ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο δανεικά. Μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά μοῦ τά δώσει σύντομα. Πέρασε ὁ πρῶτος καιρός, πέρασε κι ἄλλος, κι ὅλο μέ παραπέμπει γιά ἀργότερα καί τίποτε δέν μοῦ δίνει. Πάτερ, τά χρήματά μου τά ἔβγαλα μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς μου. Κι αὐτός μέ κοροϊδεύει καί θέλει νά μοῦ τά φάει. Αὐτό δέν πρόκειται ποτέ νά τό ἀποδεχτῶ. Θέλω τά χρήματά μου πίσω καί μάλιστα τώρα. Διαφορετικά...᾽. Σταμάτησε ξαφνικά, ἀφήνοντας τήν ἀπειλή νά αἰωρεῖται στόν ἀέρα.
῾Πάτερ, δέν εἶναι ἔτσι ἀκριβῶς τά πράγματα᾽ ἄρχισε νά ἀπολογεῖται ὁ ὀφειλέτης. Πράγματι, ὁ ἀδελφός ἐδῶ μοῦ δάνεισε πρό καιροῦ πού εἶχα μία μεγάλη ἀνάγκη γιά τήν οἰκογένεια καί τίς δουλειές μου. Πράγματι, δέν κράτησα τίς ἡμέρες πού ὑποσχέθηκα γιά νά τά γυρίσω πίσω, ἀλλά δυστυχῶς ἀκόμη δέν μπόρεσα νά ὀρθοποδήσω. Τό μόνο πού τοῦ ζητῶ εἶναι νά κάνει λίγο ἔλεος καί νά περιμένει λίγες ἀκόμη ἡμέρες. Μέ ξέρει ἀπό παλιά, ξέρει τήν οἰκογένειά μου καί γι᾽ αὐτό δέν πρόκειται νά τοῦ τά φάω. Λίγες ἡμέρες μόνο ἀκόμη...᾽ εἶπε ὁ ἄνθρωπος καί συντετριμμένος ἔγειρε πιό πολύ στό κάθισμά του.
Δέν πρόλαβε νά πάρει τόν λόγο ὁ ὅσιος ἐπίσκοπος. Κατακόκκινος ὁ δανειστής πετάχτηκε ὄρθιος καί μέ ὀργή πού ὁλονέν αὐξανόταν καί βλέμμα πού ἄστραφτε γύρισε ἀργά πρός τό ράκος τοῦ καθίσματος. ῾Οὔτε μία ἡμέρα παραπάνω δέν θά περιμένω. Αὐτήν τήν ὥρα φεύγω καί πάω στόν κριτή. Δέν θά μοῦ φᾶς ἐσύ τά λεφτά μου᾽. Τά ᾽πε σάν νά ἔφτυσε.
῾Ο Γέροντας ἐπίσκοπος μέ τήν καθαρή καρδιά καί τόν φωτισμένο νοῦ εἶδε καί κατάλαβε. Τά δαιμόνια εἶχαν κάνει καλά τήν δουλειά τους στόν ἄνθρωπο τῆς φιλαργυρίας. ῾Η κατοχή τῶν πραγμάτων δέν ἄφηνε περιθώριο ἐλέους στήν ταραγμένη καρδιά τοῦ δανειστῆ. Μπορεῖ νά λεγόταν χριστιανός, ἀλλά μπροστά του ὁ ὅσιος εἶχε ἕναν εἰδωλολάτρη. ῾῞Οπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται᾽ θυμήθηκε τά λόγια τοῦ Κυρίου. ῞Υψωσε νοερά τό βλέμμα στόν οὐρανό.
῾Παιδί μου, κάνε ἔλεος᾽ εἶπε ἥσυχα. ῾᾽Εάν γιά τήν ἐντολή τοῦ εὐαγγελίου ὀφείλεις νά μή ζητᾶς ἀκόμη καί τά πράγματα πού σοῦ ἔχουν ἀφαιρέσει διά τῆς βίας, πόσο περισσότερο δέν πρέπει νά ὑπομείνεις γιά λίγες ἡμέρες τόν συνάνθρωπό σου πού σέ παρακαλεῖ; Παιδί μου, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ μας. ῾Ο Χριστός σέ παρακαλεῖ τώρα νά μακροθυμήσεις.
῾Η πέτρινη καρδιά μίλησε μέ τόν τρόπο της. Μέ αὐθάδεια καί ἔπαρση, κάνοντας πέρα Χριστό, εὐαγγέλιο, ἐπίσκοπο, συνάνθρωπο.
῾Παράτα μας, Πάτερ, μέ τό εὐαγγέλιό σου. Αὐτά τά λέτε ἐσεῖς οἱ παπάδες γιά νά εἰρηνεύετε τάχα τά πράγματα. Κοίτα μπροστά σου. Τά λεφτά εἶναι αὐτά πού ἔχουν ἀξία καί δίνουν τήν δύναμη στόν κόσμο. Τά ἄλλα εἶναι...ἀέρας᾽. ῾Ο Πονηρός εἶχε τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο. ῎Εστρεψε τόν ταλαίπωρο δοῦλο του πρός τήν πόρτα καί χωρίς αυτός νά πεῖ τίποτε ἄλλο τήν βρόντηξε καί ἔφυγε.
῾Ο ᾽Ισαάκ ἔμεινε ἄφωνος. ῎Ηξερε τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, ἤξερε τό πόσο τά πράγματα καθοδηγοῦν τελικῶς ὡς ἀπόλυτη ἀξία πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τό βλέπει τόσο ἄμεσα καί ἀνάγλυφα μπροστά του, τοῦτο δέν τό περίμενε.
Γεμᾶτος θλίψη καί ἔλεος ἀγκάλιασε καί εὐλόγησε τόν ὀφειλέτη. ῾Θά κοιτάξω μήπως βρῶ ἀπό κάποιον γνωστό τίποτε νά τοῦ δώσεις, γιατί ἐγώ δέν ἔχω ἀπολύτως τίποτε᾽ εἶπε ὁ ἀκτήμων ὅσιος καί τόν ξεπροβόδισε εὐχόμενος γι᾽ αὐτόν.
῾Ο ὅσιος τοῦ Θεοῦ ἔπεσε σέ βαθειά συλλογή. ῾Ο λογισμός πού τόν τριβέλιζε δέν ἔλεγε νά φύγει ἀπό μέσα του: ῾῎Αν οἱ ἄνθρωποι πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον μέ κατέστησε ἐπίσκοπό τους δέν ὑπακούουν στά προστάγματα τοῦ εὐαγγελίου, ἐγώ τί ἦλθα νά κάνω ἐδῶ; ῎Αν δέν ἀκοῦνε τόν Κύριο, πῶς θά ἀκούσουν ἐμένα, τόν ἀχρεῖο δοῦλο Του;᾽
Τό ἴδιο βράδυ ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Νινευΐ τῆς μεγάλης καί πολυάνθρωπος πόλης, ὁ ἡσυχαστής καί θεόπτης, ὁ γλυκός δάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔκλεισε πίσω του τήν πόρτα τοῦ ἐπισκοπείου πού πρώτη φορά ἐκείνη τήν ἡμέρα τήν εἶχε διαβεῖ, καί δέν τήν ξανάνοιξε ποτέ. ῾Η σπηλιά του τόν ὑποδέχτηκε χαρωπή κι ἐκεῖ ἔμεινε ἀνδρείως καί καρτερικά μέχρι τόν θάνατό του.