Εἶπεν
ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· ῾Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Οὐ
δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ
τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι
τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως
ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς
οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ
τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. ᾿Αμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν,
ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ
ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. ῝Ος ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν
τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος
μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
Μετάφραση:
Εἶπε
ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του· «᾿Εσεῖς εἶστε τὸ φῶς γιὰ τὸν κόσμο· μιὰ
πόλη χτισμένη ψηλὰ στὸ βουνό, δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ. Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν
ἀνάψουν τὸ λυχνάρι, δὲν τὸ βάζουν κάτω ἀπὸ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ ὁποῖο μετροῦν
τὸ σιτάρι, ἀλλὰ τὸ τοποθετοῦν στὸν λυχνοστάτη, γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ. ῎Ετσι νὰ λάμψει καὶ τὸ δικό σας φῶς μπροστὰ
στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξολογήσουν τὸν
οὐράνιο Πατέρα σας. Μὴ νομίσετε πὼς ἦρθα γιὰ νὰ καταργήσω τὸν νόμο ἢ
τοὺς προφῆτες. Δὲν ἦρθα γιὰ νὰ τὰ καταργήσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ
πραγματοποιήσω. Σᾶς βεβαιώνω πὼς ὅσο ὑπάρχει ὁ κόσμος, ἕως τὴ συντέλειά
του, δὲν θὰ πάψει νὰ ἰσχύει οὔτε ἕνα γιῶτα ἢ μία ὀξεία ἀπὸ τὸν νόμο.
῞Οποιος, λοιπόν, καταργήσει ἀκόμα καὶ μία ἀπὸ τὶς πιὸ μικρὲς ἐντολὲς
αὐτοῦ τοῦ νόμου καὶ διδάξει ἔτσι τοὺς ἄλλους, θὰ θεωρηθεῖ ἐλάχιστος στὴ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὅποιος τὶς τηρήσει ὅλες καὶ διδάξει ἔτσι καὶ τοὺς
ἄλλους, αὐτὸς θὰ θεωρηθεῖ μεγάλος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».