Ὁ
Ὅσιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στὴ Ρώμη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος
Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.) ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ
εὔπορους γονεῖς. Ὁ πατέρας του Εὐφημιανὸς ἦταν συγκλητικός,
φιλόπτωχος καὶ συμπαθής, ὥστε καθημερινὰ τρεῖς τράπεζες παρέθετε στὸ
σπίτι του γιὰ τὰ ὀρφανά, τὶς χῆρες καὶ τοὺς ξένους ποὺ ἦταν πτωχοί. Ἡ
γυναίκα του ὀνομαζόταν Ἀγλαΐς καὶ ἦταν ἄτεκνη.
Στὴ
δέησή της νὰ ἀποκτήσουν παιδί, ὁ Θεὸς τὴν εἰσάκουσε. Καὶ τοὺς χάρισε
υἱό. Ἀφοῦ τὸ παιδὶ μεγάλωσε καὶ ἔλαβε τὴν κατάλληλη παιδεία, ἔγινε
σοφότατος καὶ θεοδίδακτος. Ὅταν ἔφθασε στὴ νόμιμη ἡλικία, τὸν
στεφάνωσαν μὲ θυγατέρα ἀπὸ βασιλικὴ καὶ εὐγενικὴ γενιά. Τὸ βράδυ ὅμως
στὸ συζυγικὸ δωμάτιο ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ τὴν
ζώνη, τὰ ἐπέστρεψε στὴν σύζυγό του καὶ ἐγκατέλειψε τὸν κοιτώνα.
Παίρνοντας ἀρκετὰ χρήματα ἀπὸ τὰ πλούτη του ἔφυγε μὲ πλοῖο
περιφρονώντας τὴ ματαιότητα τῆς ἐπίγειας δόξας. Καταφθάνει στὴν
Λαοδικία τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ ὁ
Ὅσιος Ἀλέξιος μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς, ἀκόμα καὶ τὰ ἱμάτιά
του καί, ἀφοῦ ἐνδύθηκε μὲ κουρελιασμένα καὶ χιλιομπαλωμένα ροῦχα,
κάθισε στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς
πτωχούς. Προτίμησε ἔτσι νὰ ζεῖ μὲ νηστεία ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ νὰ
μεταλαμβάνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ἐνῷ μόνο τότε ἔτρωγε
λίγο ἄρτο καὶ ἔπινε λίγο νερό.
Οἱ
γονεῖς του ὅμως τὸν ἀναζητοῦσαν παντοῦ καὶ ἔστειλαν τοὺς ὑπηρέτες
τους νὰ τὸν βροῦν. Στὴν ἀναζήτησή τους ἔφθασαν μέχρι καὶ στὸ ναὸ τῆς
Ἔδεσσας, χωρὶς ὡστόσο νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Οἱ δοῦλοι ἐπέστρεψαν
ἄπρακτοι στὴ Ρώμη, ἐνῷ ἡ μητέρα τοῦ Ἀλεξίου μὲ ὀδύνη, φορώντας πτωχὰ
ἐνδύματα, καθόταν σὲ μία θύρα τοῦ σπιτιοῦ πενθώντας νύχτα καὶ ἡμέρα. Τὸ
ἴδιο καὶ ἡ νύφη, ποὺ φόρεσε τρίχινο σάκο καὶ περίμενε κοντὰ στὴν
πεθερά της.
Ὁ
Ὅσιος Ἀλέξιος γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια παρέμεινε στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς
Θεοτόκου εὐαρεστώντας τὸν Θεό. Καὶ μία νύχτα ἡ Θεοτόκος παρουσιάσθηκε
στὸν προσμονάριο τοῦ ναοῦ σὲ ὄνειρο καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φέρει μέσα
στὸ ναὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ προσμονάριος, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ
ναὸ καὶ δὲν βρῆκε κανέναν παρὰ μόνο τὸν Ἀλέξιο, δεήθηκε στὴν Θεοτόκο
νὰ τοῦ ὑποδείξει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως καὶ ἔγινε. Τότε πῆρε ἀπὸ τὸν Ὅσιο
Ἀλέξιο καὶ τὸν εἰσήγαγε στὸ ναὸ μὲ κάθε τιμὴ καὶ μεγαλοπρέπεια.
Μόλις
ὁ Ὅσιος κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστὸς ἐκεῖ, ἔφυγε κρυφὰ καὶ σκέφθηκε νὰ
πάει στὴν Ταρσό, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, ὅπου ἐκεῖ θὰ
ἦταν ἄγνωστος. Ἄλλα ὅμως σχεδίασε ἡ Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος ἄνεμος
ἅρπαξε τὸ πλοῖο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ρώμη. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ πλοῖο,
κατάλαβε ὅτι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐπανέλθει ὁ Ἀλέξιος σπίτι του.
Ὅταν
συνάντησε τὸν πατέρα του, ποὺ δὲν ἀναγνώρισε τὸν υἱό του, τοῦ ζήτησε
νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ τρώει ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῆς
τράπεζάς του. Μὲ μεγάλη προθυμία ὁ πατέρας του δέχθηκε νὰ τὸν ἐλεήσει
καὶ μάλιστα τοῦ ἔδωσε κάποιον ὑπηρέτη γιὰ νὰ τὸν βοηθάει. Κάποιοι
βέβαια ἀπὸ τοὺς δούλους τῆς οἰκίας του τὸν πείραζαν καὶ τὸν κορόιδευαν,
ὅμως αὐτὸν δὲν τὸν ἔνοιαζε. Ἔδινε τὴν τροφή του σὲ ἄλλους,
παραμένοντας ὅλη τὴν ἑβδομάδα χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ καὶ μόνο μετὰ τὴν
Κοινωνία τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο ἄρτο καὶ νερό.
Ἔμεινε
λοιπὸν γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια στὸν πατρικὸ οἶκο χωρὶς νά τὸν γνωρίζει
κανένας. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς κοιμήσεώς του, τότε κάθισε καὶ ἔγραψε
σὲ χαρτὶ ὅλο τὸν βίο του, τοὺς τόπους ποὺ πέρασε, ἀλλὰ καὶ κάποια ἀπὸ
τὰ μυστήρια ποὺ γνώριζαν μόνο οἱ γονεῖς του. Κάποια Κυριακή, ὅταν ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία, ἀκούσθηκε φωνὴ
ἀπὸ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο, ποὺ καλοῦσε τοὺς συμμετέχοντες νὰ ἀναζητήσουν
τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τὴν Παρασκευὴ ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα
του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας οἱ πιστοὶ
βασιλεῖς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, προσῆλθαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ δεηθοῦν στὸν Θεὸ
νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε μία φωνὴ τοὺς
κατηύθυνε στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ. Λίγο ἀργότερα οἱ βασιλεῖς μαζὶ μὲ
τὸν Ἀρχιεπίσκοπο ἔφθασαν στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ, προξενώντας μάλιστα
τὴν ἀπορία τῆς γυναίκας καὶ τῆς νύφης του γιὰ τὴν παρουσία τους ἐκεῖ
καὶ ρώτησαν τὸν Εὐφημιανό. Ὅμως ἐκεῖνος, ἀφοῦ πρῶτα ρώτησε τοὺς
ὑπηρέτες, ἀποκρίθηκε ὅτι δὲν γνώριζε τίποτα. Στὴν συνέχεια ὁ ὑπηρέτης
ποὺ φρόντιζε τὸν Ὅσιο Ἀλέξιο, παρακινούμενος ἀπὸ Θεία δύναμη, ἀνέφερε
τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τοῦ πτωχοῦ, τὸν ὁποῖο ἐξυπηρετοῦσε. Τότε ὁ
Εὐφημιανὸς χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ὁ Ὅσιος εἶναι ἤδη νεκρός, ἀποκάλυψε
τὸ πρόσωπο αὐτοῦ, ποὺ ἔλαμπε σὰν πρόσωπο ἀγγέλου. Στὸ χέρι τοῦ Ὁσίου
μάλιστα, εἶδε χαρτὶ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποσπάσει. Στὴν συνέχεια
ἀνέφερε στοὺς ἐπισκέπτες του ὅτι βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Οἱ
βασιλεῖς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τότε δεήθηκαν στὸν Ὅσιο νὰ τοὺς ἐπιτρέψει
νὰ δοῦν τὸ χαρτὶ ποὺ εἶχε στὸ χέρι του. Μόλις ὁ ἀρχειοφύλακας πῆρε
στὸ χέρι του τὸ χαρτί, ὁ Εὐφημιανὸς ἀντιλήφθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν
υἱό του, τὸν ὁποῖο ἀναζητοῦσε χρόνια τώρα, καὶ μεγάλο πένθος ἔπεσε
στὴν οἰκογένειά του. Θρῆνος μεγάλος καὶ ἀπὸ τὴν γυναίκα του καὶ τὴ
νύφη του.Ὁ
βασιλεὺς Ὀνώριος καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μετέφεραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ
Ὁσίου στὸ μέσο τῆς πόλεως καὶ κάλεσαν ὅλο τὸν λαό, γιὰ νὰ ἔλθει νὰ
προσκυνήσει καὶ νὰ λάβει εὐλογία. Ὅσοι προσέρχονταν καὶ ἀσπάζονταν τὸ
τίμιο λείψανο, ἄλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, ὅλοι
θεραπεύονταν. Βλέποντας αὐτὰ τὰ θαύματα οἱ πιστοὶ δόξαζαν τὸν Θεό. Ἦταν
τόσος ὁ κόσμος ποὺ προσέρχονταν νὰ δεῖ τὸ τίμιο λείψανο, ποὺ δὲν
μποροῦσαν νὰ τὸ μεταφέρουν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου γιὰ νὰ τὸ
ἐνταφιάσουν. Ἔριξαν ἀκόμη καὶ χρυσὸ καὶ ἄργυρο στὸν κόσμο γιὰ νὰ τοῦ
ἀποσπάσουν τὴν προσοχή, ἀλλὰ μάταια. Ὅταν πιὰ μεταφέρθηκε τὸ τίμιο
λείψανο στὸ ναό, γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες ἑόρταζαν πανηγυρικὰ καὶ στὴν ἑορτὴ
συμμετεῖχαν οἱ γονεῖς καὶ ἡ νύφη. Στὴ συνέχεια τοποθετήθηκε τὸ τίμιο
λείψανο σὲ θήκη φτιαγμένη ἀπὸ χρυσό, ἄργυρο καὶ πολύτιμους λίθους.
Ἀμέσως ἄρχισε νὰ εὐωδιάζει καὶ νὰ ἀναβλύζει μύρο, τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε
ἴαμα καὶ θεραπεία γιὰ ὅλους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ἐκ
ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καὶ κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας,
βασιλικῆς καὶ λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ’ ὑπερφρονήσας ὡς
φθαρτῶν καὶ ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καὶ Δεσπότῃ. Αὐτὸν
οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ἀλεξίου
σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτὴν τὴν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐλαβῶς,
αὐτὸν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον.Κλῆσιν
τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός,
Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.