Κώστας Βάρναλης (1884-1974)
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;...
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιά κορφήν ερημική;...
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξης.
Ξέρω πως θάχης την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενα σπαράξης.
Συ θάχης μάτια γαλανά, θάχης κορμάκι τρυφερό -
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο - όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνωμαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνης στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια –φως της αστραπής-
χτυπήση ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πης!
Θεριά οι ανθρώποι - δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής...
Χίλιες φορές να γεννηθής, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιά κορφήν ερημική;...
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξης.
Ξέρω πως θάχης την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενα σπαράξης.
Συ θάχης μάτια γαλανά, θάχης κορμάκι τρυφερό -
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο - όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνωμαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνης στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια –φως της αστραπής-
χτυπήση ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πης!
Θεριά οι ανθρώποι - δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής...
Χίλιες φορές να γεννηθής, τόσες θα σε σταυρώσουν!