Πολλὲς
δυνάμεις ἀνακάλυψε ὁ ἄνθρωπος στὴν ἐποχή μας. Δυνάμεις μεγάλες καὶ
καταπληκτικὲς μὲ τὶς ὁποῖες πέτυχε καὶ καταπληκτικὰ ἀποτελέσματα.
Κι
ὅμως πάνω ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυνάμεις στέκει καὶ θὰ στέκει πάντα μία ἄλλη
δύναμη. Δύναμη ὄχι ὑλικὴ καὶ πεπερασμένη, ἀλλὰ πνευματικὴ καὶ θεία.
Εἶναι ἡ δύναμη τῆς πίστεως.
Ἡ δύναμη αὐτὴ δὲν κατασκευάζει κανόνια καὶ νάρκες καὶ βόμβες ἀτομικὲς ποὺ κρημνίζουν καὶ καίουν καὶ καταστρέφουν τὰ πάντα.
Ἡ δύναμη αὐτὴ ἀνορθώνει ψυχές. Θεραπεύει ψυχικὰ τραύματα.
Ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο. Δημιουργεῖ θαύματα μεγάλα καὶ ἐξαίρετα. Τὰ ἠθικά, τὰ πνευματικά, τὰ ψυχικὰ θαύματα.
Πολλὰ
τέτοια ὑπέροχα παραδείγματα δυνάμεως τῆς πίστεως βρίσκουμε στὴ ζωὴ
ὅλων τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων καὶ ἡρῴων της Ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρίδος
μας.
Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ζωντανὸ κι ἐξαίρετο ἀποτελεῖ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λουκίου ποὺ τὴ μνήμη του γιορτάζουμε σήμερα.
Μιὰ γρήγορη ματιὰ στὴ ζωὴ του ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς δώσει.
Ἃς τὴν προσέξουμε.
Ἔζησε
στὰ χρόνια τὰ παλιὰ καὶ δύσκολα, τῶν διωγμῶν τὰ χρόνια. Πατρίδα εἶχε
τὴν Κυρήνη τῆς Λιβύης ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ξέρουμε, καταγόταν κι ὁ
Σίμωνας ὁ Κυρηναῖος. Αὐτὸς ποὺ ἀγγαρεύθηκε νὰ μεταφέρει τὸν σταυρὸ τοῦ
Κυρίου στὸν Γολγοθά. Πρέπει νὰ ἦταν γιὸς πλουσίας καὶ ἀριστοκρατικῆς
οἰκογενείας, ἡ ὁποία φρόντισε νὰ τοῦ δώσει μία μεγάλη μόρφωση. Αὐτὸ τὸ
συμπεραίνουμε ἀπὸ τὴν ξεχωριστὴ θέση ποὺ κατεῖχε στὴν κοινωνία τῆς
Κυρήνης. Ἦταν βουλευτὴς καὶ σὰν ἔργο του εἶχε τὴν ἀπασχόλησή του μὲ τὶς
δημόσιες ὑποθέσεις. Προτοῦ ἀκόμα γνωρίσει τὴ χριστιανικὴ θρησκεία
διακρινόταν γιὰ τὴν εὐγένεια, τὴν καλωσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία του.
Στὸν
χριστιανισμὸ προσῆλθε μετὰ ἀπὸ τὸ τρομερὸ μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου της
Κυρήνης τοῦ ἱερομάρτυρος Θεοδώρου, ποὺ τὴ μνήμη του γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία
μας στὶς 4 Ἰουλίου. Τὸν ἀγῶνα του παρηκολούθησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ
τέλος. Τὸν μάρτυρα κατήγγειλε ὁ ἴδιος ὁ γιὸς του ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα
Λέων, στὸν τότε ἡγεμόνα τῆς πόλεως, τὸν Διγνιανό. Κι αὐτός, πιστὸ ὄργανο
τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (299 μ.Χ.) ἔσπευσε νὰ ἐκδηλώσει πάνω στὸν
καλοκάγαθο ἐπίσκοπο ὅλη τὴ σκληρότητά του, μὰ καὶ τὸ μῖσος του στὴ νέα
θρησκεία.
Στὴν
ἀρχὴ ὁ ἐπίσκοπος κλήθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ
εἴδωλα. Στὴν ἄρνησή του νὰ πειθαρχήσει ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Πρῶτα –
πρῶτα σκληρὸ μαστίγωμα μὲ λουριὰ ποὺ εἶχαν στὴν ἄκρη κομμάτια ἀπὸ
μολύβι. Ὕστερα ξέσχισμα τοῦ κορμιοῦ μὲ μυτερὰ μαχαίρια καὶ τρίψιμο τῶν
πληγῶν μὲ τρίχινα πανιὰ βουτηγμένα σὲ ξύδι καὶ ἁλάτι. Ἀκολούθησε τὸ
κόψιμο τῆς γλώσσας τοῦ Ἁγίου μὲ ξυράφι καὶ τὸ πέταγμά της στὴ γῆ.
Μερικὲς πιστὲς γυναῖκες, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Μάρτυρα ἔσκυψαν πῆραν τὴ
γλῶσσα καὶ τοῦ τὴν ἔδωσαν. Κι ὁ Ἅγιος ἀφοῦ πῆρε τὸ κομμένο αὐτὸ μέλος μὲ
τὸ ὅποιο δοξολογοῦσε κάθε μέρα τὸν Κύριο καὶ παρηγοροῦσε κι ἐνίσχυε τὰ
πνευματικὰ του παιδιά, τὴν ἔβαλε στὸ στῆθος καὶ προχώρησε στὴ φυλακή.
Ἐκεῖ ποὺ βάδιζε δοξολογώντας τὸν Πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ
ἔκαμε νὰ ὑποφέρει γιὰ τὴν πίστη του, ἕνα περιστέρι τὸν πλησίασε κι
ἄρχισε νὰ πετὰ γύρω του. Τὴν ἴδια ὥρα κι ἕνα παγῶνι ᾖρθε καὶ κάθησε στὸ
παράθυρο τῆς φυλακῆς μέσα στὴν ὁποία ἔκλεισαν τὸν μάρτυρα. Τὸ
περιστατικὸ αὐτὸ συγκίνησε τὴν εὐγενικιὰ ψυχὴ τοῦ Λούκιου, ποὺ μὲ
συγκρατημένη ἀναπνοὴ παρακολουθοῦσε τὸν Ὁμολογητή. Τοῦτα τὰ παράδοξα
σκέφτηκε ὁ εἰδωλολάτρης βουλευτής, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τυχαία. Μιὰ
φλογερὴ ἐπιθυμία ἄναψε μέσα του νὰ γνωρίσει κι αὐτὸς τὴ θρησκεία τοῦ
ἡρωικοῦ ἐπισκόπου. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ζήτησε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ στὸ
κελὶ ποὺ ἦταν κλεισμένος. Τὸν βρῆκε γονατιστὸ νὰ προσεύχεται. Ἡ θεία
χάρις εἶχε θεραπεύσει τὶς πληγές. Τὸ γεγονὸς τὸν συνετάραξε. Ὕστερα ἀπὸ
πολλὴ ὥρα, ἀφοῦ ἀσπάσθηκε μὲ βαθὺ σεβασμὸ τὸ χέρι τοῦ μάρτυρα
ἐπισκόπου, πίστεψε μὲ ὅλη τὴν καρδιά του στὸν Χριστὸ κι ἔσπευσε νὰ
δεχθεῖ τὸ βάπτισμα.
Τὰ
λόγια του Κυρίου, «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,
ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοὶς
οὐρανοίς» (Ματθ. ε’ 16) βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ πιστοῦ κι ἀλύγιστου
Ἐπισκόπου πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους. Ὁ ἡρωϊσμός του, ἡ ὑπομονή του, ἡ
ἀνεξικακία του, ἡ ὅλη συμπεριφορὰ του, ἔκαμαν τὸ θαῦμα τους. Ἡ
ἀπροκατάληπτη καρδιὰ τοῦ εὐγενικοῦ εἰδωλολάτρη βουλευτῆ συγκλονίσθηκε
καὶ πίστεψε.
Πόσα
δὲν πρέπει νὰ πεῖ στὴν ψυχή μας καὶ τοῦτο τὸ γεγονός. Παραδείγματα
θέλουμε νὰ ἰδοῦμε οἱ ἄνθρωποι κάθε φορὰ γιὰ νὰ πιστέψουμε. Καὶ πρότυπα
γιὰ νὰ τὰ μιμηθοῦμε. Πουθενὰ ἀλλοῦ ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε τόσα
παραδείγματα ἀνθρωπιάς, πίστεως καὶ ψυχικοῦ μεγαλείου, ὅσα στὴν ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐδῶ θὰ βροῦμε καὶ τὰ ἀληθινὰ πρότυπα ἀρετῆς ποὺ
χρειαζόμαστε, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας. Ναί! Τὴν ἐποχή μας τὴν
παραπαίουσα καὶ ἀγωνιζόμενη νὰ κάμει τὴ ζωὴ τῶν ἀλόγων ζῴων, ζωὴ δική
της. Στ' ἀλήθεια! Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν
οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοὶς κτήνεσι τοὶς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοίς»
νομίζει κανεὶς πὼς εἰπώθηκαν καὶ γιὰ τὴν ἐποχή μας. Γι' αὐτὸ κι ὁ
σημερινὸς ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στὸ ἄγχος καὶ δὲν γνωρίζει ὄχι «τί τέξεται ἢ
ἐπιοῦσα», ἀλλὰ τί θὰ γίνει τὴν ἄλλη στιγμή.
Κι
ὅμως ὑπάρχει τὸ φάρμακο τῆς θεραπείας μὰ καὶ τῆς σωτηρίας. Μᾶς τὸ
δείχνει ὁ βουλευτής μας ὁ Λούκιος. Σὰν εἶδε, μὲ πόσο θάρρος ὁ γηραιὸς
ἐπίσκοπος ἀντιμετώπισε τὰ ἀνήκουστα μαρτύρια στὰ ὁποῖα ὁ φίλος του
ἡγεμόνας Διγνιανὸς ὑπέβαλε τὸν Μάρτυρα, κι ὅμως αὐτὸς μιμούμενος τὸν
Πρωτομάρτυρα τοῦ Γολγοθᾶ, ἀντὶ νὰ βλαστημᾷ καὶ νὰ ὑβρίζει τοὺς
βασανιστὲς προσευχόταν γι’ αὐτούς, δὲν δίστασε νὰ πιστέψει καὶ νὰ
βαπτισθεῖ. Ἡ δόξα κι οἱ ἀνέσεις καὶ τὰ μεγαλεῖα ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζε ἡ
θέση του, δὲν τὸν ἐμπόδισαν. Πίστεψε. Πίστεψε βαθιά. Χωρὶς νὰ χάσει
καιρὸ σπεύδει μάλιστα μὲ ἔργα νὰ ἐκδηλώσει τὴν ἀγάπη του στὸν γλυκύτατο
Ἰησοῦ. Ἡ τεράστια περιουσία του δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ τὴν ἐκποιήσει καὶ
τὰ χρήματα νὰ τὰ διαθέσει στοὺς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πάσχοντες,
τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες. Ἡ δραστηριότητά του, κι ὁ ἔνθεος ζῆλος του γιὰ
τὸν Χριστό, κινεῖ τὴν περιέργεια τοῦ φίλου του ἡγεμόνα Διγνιανοῦ, ποὺ
τὸν καλεῖ στὸ μέγαρό του γιὰ νὰ μάθει τί τοῦ συμβαίνει. Ἐκεῖ ὁ
νεοσύλλεκτος στοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη, μὲ ζῆλο θεϊκὸ κι ἀγάπη φλογερὴ
γίνεται ὁ χειραγωγὸς τοῦ ἡγεμόνα στὴ νέα θρησκεία:
-
Διγνιανέ, μιὰ τέτοια ἀρετὴ κι ἕνας τέτοιος ἡρωισμὸς σὰν τοῦ γέροντα
ἐπισκόπου προϋποθέτει μία ἀνώτερη πηγὴ ἐμπνεύσεως, λέγει στὸν φίλο του ὁ
Λούκιος. Στὴ φυλακὴ ποὺ πῆγα, βρῆκα τὸν ἐπίσκοπο γονατιστὸ νὰ
προσεύχεται καὶ νὰ ζητᾷ ἀπὸ τὸν Χριστό του καὶ Θεό μας, νὰ μᾶς
συγχωρήσει γιὰ τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλες. Φίλε μου, εἶναι
σκληρὸ γιὰ μᾶς νὰ κλείουμε τὰ μάτια μπροστὰ στὴν ἀλήθεια. Ὁ Θεὸς τῶν
χριστιανῶν εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ
Πατέρα, ποὺ γιὰ τὴ δική μας τὴ σωτηρία ἔγινε ἄνθρωπος κι ᾖλθε στὸν κόσμο
κι ἔπαθε γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν πηγὴ ὅλων τῶν κακῶν,
τὴν ἁμαρτία.
Τὰ
λόγια του Λούκιου κι ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἔχυσαν νέο φῶς στὴν ψυχὴ
τοῦ ἡγεμόνα. Ἡ διδασκαλία συνεχίστηκε μέχρι ποὺ μιὰ βραδυὰ ὁ ἄρχοντας,
συντετριμμένος γιὰ ὅσα εἶχε διατάξει νὰ κάμουν στοὺς χριστιανούς,
πετάχτηκε ἀπὸ τὸ κάθισμά του καὶ πέφτοντας στὰ γόνατα μὲ σπασμένη φωνὴ
εἶπε στὸν Λούκιο.
- Φίλε μου, πιστεύω κι ἐγὼ στὸν Χριστό. Ναί! Πιστεύω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά.
Τὴν
ἴδια βραδιὰ ἕνας ἱερέας κλήθηκε στὸ ἀρχοντικό. Ἡ κατήχηση τοῦ ἄρχοντα
συμπληρώθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸ βάπτισμα. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες οἱ δυὸ
φίλοι Διγνιανὸς καὶ Λούκιος ἐγκαταλείπουν τὴν Κυρήνη καὶ μ’ ἕνα
πλοιάριο φεύγουν κι ἔρχονται στὴν Κύπρο. Ἔρχονται, πρῶτα γιὰ νὰ φύγουν
ἀπὸ ἕνα γνωστὸ περιβάλλον ἀπὸ τὸ ὁποῖο κινδύνευαν κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα.
Κι ὕστερα γιατί θέλουν τὸ φῶς ποὺ ἀπέκτησαν νὰ τὸ προσφέρουν καὶ σὲ
ἄλλους. Αὐτὸ γίνεται πάντα στὶς ἀληθινὰ εὐγενικὲς καρδιές. Γράψαμε κι
ἀλλοῦ, πὼς ἕνας ποὺ γεύτηκε τὸ μέλι δὲν θέλει ποτὲ νὰ κρατήσει τὴ γεύση
του μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Θέλει νὰ κάμει κι ἄλλους πολλοὺς μέτοχούς
της χαρᾶς του. Αὐτὸ γίνηκε καὶ μὲ τοὺς δύο νεοσύλλεκτους ὀπαδοὺς τοῦ
Χριστοῦ. Θέλουν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ δοκιμάζουν οἱ ἴδιοι μὲ τὸν
θησαυρὸ ποὺ βρῆκαν, τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὴν προσφέρουν καὶ σὲ
ἄλλους. Μιὰ τέτοια προσπάθεια φυσικὰ δὲν γίνεται εὔκολα κι ἀκίνδυνα. Τὰ
λόγια ὅμως τοῦ Κυρίου «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἶνα τὶς τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ θῆ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. ιε’ 13), συνέχουν τὴν
καρδιά τους. Δηλαδὴ τὸ νὰ θυσιάσει κανεὶς τὴ ζωή του γιὰ χάρη τῶν φίλων
του, αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀγάπη. Ἔτσι ἔνοιωθαν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ
τὴν ἀγάπη.
Ἔτσι
τὴν ἔζησαν οἱ Ἅγιοι κι οἱ Μάρτυρες. Ἔτσι τὴν αἰσθάνονται, πρέπει νὰ
τὴν αἰσθάνονται κι ὅλοι οἱ γνήσιοι χριστιανοί. Γιατί ἔτσι τὴν θέλει ὁ
Κύριος μας. Γιὰ τὸν χριστιανό, τὸν κάθε ἀληθινὸ χριστιανὸ ἡ ἀγάπη πρὸς
τὸν συνάνθρωπό μας εἶναι καθῆκον. Εἶναι νόμος. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν
Θεόν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης
της ἰσχῦος σου καὶ ἐξ ὅλης της διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς
σεαυτόν» (Λουκ. ι’ 27) τονίζει αὐτὸς ὁ Κύριος. Ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἴτε
φίλος, εἴτε ἐχθρὸς εἶναι πλησίον μας. Καὶ σ’ αὐτὸν ὀφείλουμε τὴν ἀγάπη
μας.
Τὴν
ἀγάπη τους σπεύδουν νὰ δείξουν κι οἱ φίλοι Διγνιανὸς καὶ Λούκιος στοὺς
κατοίκους τοῦ νησιοῦ μόλις ἔφτασαν σ’ αὐτό. Μὲ ἐνθουσιασμό, ἀλλὰ καὶ
σύνεση κινοῦνται οἱ χθεσινοὶ διῶκτες καὶ τώρα φλογεροὶ ἐργάτες τοῦ
Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Μὰ
οἱ μέρες εἶναι δύσκολες. Τὸ κῦμα τοῦ διωγμοῦ τῶν χριστιανῶν τοῦ
σκληροῦ καὶ ἀπάνθρωπου αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ ἔφτασε καὶ στὴν Κύπρο.
Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δὲν ἔχουν ποὺ νὰ σταθοῦν. Καθημερινὰ
πλῆθος οἱ χριστιανοὶ συλλαμβάνονται καὶ ὁδηγοῦνται στὶς φυλακὲς καὶ τὰ
βασανιστήρια. Κάποια μέρα σὲ μία σαρωτικὴ ἐξόρμηση τῶν διωκτῶν
συνελήφθηκε καὶ ὁ Λούκιος. Δέσμιος ὁδηγεῖται μπροστὰ στὸν ἔπαρχο τῆς
πόλης καὶ τοῦ ζητεῖται νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ φλογερὸς ἱεραπόστολος
φυσικὰ ἀρνεῖται. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ σκέψη τοῦ μάρτυρα φέρει μπροστὰ του
τὴν ἡρωικὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου ἐπισκόπου της Κυρήνης, τοῦ ἱερομάρτυρα
Θεοδώρου, τοῦ ὁποίου τὸ παράδειγμα προσπαθεῖ νὰ μιμηθεῖ. Τὰ λόγια του
θείου Ἀποστόλου Παύλου «μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς καγῶ Χριστοῦ», (Α’
Κορ. ια’ 1) νομίζει πὼς τὰ ἀκούει νὰ τὸν καλοῦν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
ἱερομάρτυρος. Ἀπὸ τὶς σκέψεις του αὐτὲς τὸν διακόπτει ξαφνικὰ ἡ φωνὴ τοῦ
ἔπαρχου:
- Ἐμπρός! Μὴ καθυστερεῖς. Ἔλα ἀφηρημένε. Ἔλα νὰ θυσιάσεις στοὺς μεγάλους θεούς μας.
Στὴν
κραυγὴ τοῦ ἔπαρχου, ὁ Λούκιος συνῆλθε. Εἶδε γύρω του τοὺς δήμιους νὰ
τὸν περιμένουν. Καὶ στὸ βάθος μερικὲς μορφὲς νὰ τὸν κοιτάζουν μὲ
συμπάθεια. Ἀνάμεσά τους διέκρινε καὶ τὸν φίλο καὶ συνεργάτη τοῦ
Διγνιανό, ποὺ τὸν κοίταζε καὶ αὐτὸς μὲ λαχτάρα καὶ ἀγωνία ν’ ἀκούσει τὴν
ἀπάντησή του, καὶ μὲ παρρησία καὶ θάρρος ἀπαντᾷ:
-
Οἱ πέτρες καὶ τὰ ξόανα δὲν χρειάζονται θυσίες. «Στόμα ἔχουσι καὶ οὐ
λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ
ἐνωτισθήσονται, οὐδὲ γὰρ ἔστι πνεῦμα ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ὅμοιοι αὐτοὶς
γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτοίς» (ψαλμ.
ρλε’ 17 – 18). Δηλαδὴ οἱ θεοί σας ποὺ εἶναι πέτρες καὶ ξύλα ποὺ
κατειργάσθηκαν χέρια ἀνθρώπινα, καὶ προσέδωκαν σὲ αὐτὰ τὴ μορφὴ τοῦ
εἰδώλου ἔχουν στόμα ἀλλὰ δὲν θὰ μιλήσουν ποτέ. Ἔχουν καὶ μάτια, ἀλλὰ δὲν
θὰ ἴδουν ποτέ. Ἔχουν καὶ αὐτιά, ἀλλὰ ποτὲς δὲν θὰ ἀκούσουν, γιατί οὔτε
πνοὴ ὑπάρχει στὸ στόμα τους. Ὅμοιοι μὲ αὐτοὺς τοὺς ἄψυχους καὶ
ἀναίσθητους θεούς, εἴθε νὰ γίνουν κι ὅλοι ὅσοι κατασκευάζουν τὰ εἴδωλα
αὐτά, κι ὅσοι πιστεύουν σ' αὐτά.
Τὴν
ἴδια στιγμὴ ἀφοῦ κοίταξε μπροστὰ του τὸν βωμὸ στὸν ὁποῖο τὸν διέταξαν
νὰ προσφέρει θυμίαμα λατρείας στὸν ἀνύπαρκτο θεό, σήκωσε τὸ πόδι καὶ
κλώτσησε τὸν βωμὸ καὶ τὸ ἄγαλμα ποὺ ἦταν μπροστά του. Βωμὸς καὶ ἄγαλμα
γκρεμίστηκαν. Μὰ τὴν ἴδια ὥρα βροντερὴ ἀντήχησε καὶ πάλι τοῦ ἔπαρχου ἡ
φωνή:
- Σκοτῶστε τὸν βέβηλο.
Ἕνας
δήμιος ποὺ στεκόταν δίπλα σήκωσε τὸ τσεκοῦρι ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι καὶ
κτύπησε τὸν ὁμολογητὴ στὸ κεφάλι. Τὸ σῶμα κυλίστηκε κάτω λουσμένο στὰ
αἵματα. Ἕνας ἄλλος ἀπέκοψε μὲ μαχαῖρι τὸ κεφάλι καὶ τὸ πέταξε. Ἕνα
ἐπιφώνημα χαρὰς ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Κι ἕνας στεναγμὸς
ἀνακούφισης ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ βρισκόντουσαν ἐκεῖ καὶ
παρακολουθοῦσαν τὴν ὅλη σκηνή. Στεναγμὸς ἀνακούφισης, ἀλλὰ καὶ θαυμασμοῦ
γιὰ τὴν παρρησία καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρα.
Ὅταν
τὸ πλῆθος διαλύθηκε, ὁ Διγνιανὸς μὲ μερικοὺς ἄλλους χριστιανοὺς πῆγαν,
ἔδωκαν μερικὰ χρήματα στοὺς φρουροὺς καὶ πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο· καὶ
ἀφοῦ τὸ καθάρισαν ἀπὸ τὰ αἵματα καὶ τὸ ἔπλυναν μὲ τὰ δάκρυα τῆς στοργῆς
καὶ τῆς ἀγάπης τους, τὸ κήδεψαν κοντὰ σὲ ἄλλα λείψανα μαρτύρων.
Ἔτσι
ἔκλεισε ἡ ζωὴ τοῦ βουλευτῆ τῆς Κυρήνης, τοῦ Λούκιου στὸ ἀγαπημένο μας
νησί. Μὲ τὴ θυσία του, ἅγιασε κι αὐτὸς τὰ χώματα τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων,
τῆς Κύπρου μας. Στὸν οὐρανὸ ἡ ἅγια ψυχή του μαζὶ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων
Ἁγίων καὶ Μαρτύρων τῆς Πίστεώς μας, ἀναπέμπουν δοξολογίες στὸν Ὕψιστο
καὶ δέονται νυχθημερὸν στὸν Μεγάλο Πατέρα γιὰ μᾶς. Δέονται, ἀλλὰ καὶ
προβάλλοντας τὴ ζωή τους γιὰ παράδειγμα, μᾶς καλοῦν νὰ τοὺς μιμηθοῦμε.
Ἄλλωστε
«μνήμη μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος». Ἡ πιὸ μεγάλη τιμὴ γιὰ ἕνα μάρτυρα
εἶναι νὰ μιμηθοῦμε οἱ πιστοὶ τὴν ζωή του. Σὲ αὐτὴ τὴν μίμηση μᾶς
προσκαλοῦν οἱ Ἅγιοί μας κι ἰδιαίτερα ὁ μάρτυρας Λούκιος.
Μάρτυρες
ζητᾷ κι ἡ ἐποχή μας, γιατί δὲν ἔχει. Σήμερα ἔχουμε ἐπιστήμονες καὶ
τεχνῖτες. Ἔχουμε ἠθοποιοὺς καὶ καλλιτέχνες. Ἔχουμε ποδοσφαιριστὲς καὶ
ἀθλητές. Ἔχουμε «χριστιανούς» μὰ δὲν ἔχουμε φλογεροὺς ὁμολογητές.
Λείπουν οἱ χριστιανοὶ τῶν ἔργων. Ὑπάρχουν μόνον οἱ χριστιανοὶ τῶν τύπων.
Γι’ αὐτὸ κι οἱ ἐχθροί μας πατᾶνε στὰ στήθη καὶ μᾶς κοροϊδεύουν. Καιρὸς
ὅλοι νὰ συνέλθομε. Ἄρχοντες καὶ λαὸς νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν λήθαργο
στὸν ὁποῖο μας ἔρριψε ἕνας ἄκρατος εὐδαιμονισμός. Ὁ τόπος αὐτός, τὸ
τονίζουμε ἀκόμη μιὰ φορά, εἶναι τόπος ἁγίων καὶ μαρτύρων. Κάθε κοιλάδα
καὶ λόφος εἶναι ποτισμένοι μὲ τὸ αἷμα κάποιου ἢ κάποιων μαρτύρων. Ἀλλὰ
καὶ ἡ γῆ τοῦ νησιοῦ μας εἶναι σπαρμένη μὲ κόκαλα ἁγίων μορφῶν, ποὺ ἐδῶ
ἔζησαν καὶ μαρτύρησαν καὶ ἅγιασαν τοῦτο τὸν τόπο. Ὅλοι αὐτοί μας
καλοῦνε σὲ ψυχικὸ συναγερμό. Οἱ ἅγιες μορφές τους ποὺ εἶναι
ζωγραφισμένες στὶς εἰκόνες, μᾶς καλοῦν νὰ μιμηθοῦμε τὴν πίστη τους, τὴν
ἀρετή τους, καὶ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς σύγχρονες ἔμψυχες εἰκόνες.
Αὐτὸς
εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν. «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι
ἐγὼ ἅγιος εἴμι» μας φωνάζει καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο
μονάχα θὰ μπορέσουμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιβιώσουμε καὶ νὰ
ἰδοῦμε τὴν Κύπρο μας εὐτυχισμένη, δοξασμένη, εὐλογημένη.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου σου μάρτυρος Λουκίου, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.